Ο Λάμπρος

Από Βικιθήκη
Ὁ Λάμπρος
Συγγραφέας:


Περιεχόμενα[Επεξεργασία]


Υπόθεση[Επεξεργασία]

Στον Πολυλά οφείλεται η κάποια ενοποίηση του ποιήματος, που βασίστηκε στα σχετικά σχεδιάσματα και στους στοχασμούς του Σολωμού, τα οποία βρήκε. Έτσι κατέταξε και τα αποσπάσματα. Οι στοχασμοί ήταν γραμμένοι στην ιταλική γλώσσα. Ο Πολυλάς μετέφρασε όσους τον διευκόλυναν στη συμπλήρωση των στίχων για την ανασύνθεση του ποιήματος.


Ο Λάμπρος απάτησε τη Μαρία, δεκαπέντε χρονών κόρη, τάζοντάς της να τη στεφανωθή, κ' έλαβε μ' αυτή τέσσερα τέκνα, μια θυγατέρα, και τρία αρσενικά, και τα έρρηξε στο ορφανοτροφείο. Δεκαπέντε χρόνοι είχαν περάση, κ' εζούσε η Μαρία εις το σπίτι του Λάμπρου αστεφάνωτη, και την εμάραινε η ατιμία της και, ακοίμητη μέριμνα, η άγνωστη τύχη των παιδιών της. Εις αυτό εφαίνετο αδιάφορος ο Λάμπρος, και αναίσθητος εις τον πόνο της δυστυχισμένης μητρός· και εις εκείναις ταις ημέραις, τούτος ο κακοήθης, αλλά μεγαλόψυχος άνδρας, ενωμένος με τους ´Ελληνες επολεμούσε τον Αλή Πασά, παρακινούμενος και από τα δίκαια των Ελλήνων, και από την επιθυμία να εκδικήση τον θάνατο ενός ιερομονάχου, αδελφού της Μαρίας, τον οποίο είχε κάψη ζωντανόν ο τύραννος της Ηπείρου. (Εδώθεν ο ποιητής ελάβαινε αφορμή, - είτε επεισοδικώς, είτε αλλέως, αγνοώ, - να παραστήση τον άγιο άνδρα, οπού μέσα εις το μαρτύριο έβλεπε θεία οράματα, κ' επροφήτευε την αναγέννηση της Ελλάδας.) Εις το στρατόπεδο, όπου ήταν ο Λάμπρος, κ' ενώ αυτός με τη φυσική δύναμη του λόγου του ενθουσίαζε τους συντρόφους του, παρουσιάζεται ένας νέος, Τούρκος, και τους ειδοποιεί ότι οι Τούρκοι ετοιμάζονται, εις ένα διωρισμένον καιρό και τόπο να τους στήσουν καρτέρι για να τoυς καταστρέψουν. Μετά ταύτα ο νέος δείχνει ότι κάτι άλλο έχει να φανερώση μυστικά του Λάμπρου, του οποίου μιλεί άφοβα, επειδή εκείνος τον εφύλαξε από την οργή των άλλων πολεμιστάδων όταν επαρουσιάστηκε εις το στρατόπεδο· του ξεσκεπάζεται ότι είναι κόρη, και ότι εμίσησε τους ομογενείς της αφού τους είδε να θυσιάζουν μια Χριστιανή φιλενάδα της, αγάπησε τους Χριστιανούς μόλις είδε πόσο ήσυχα εκείνη η νέα επήγαινε εις τον θάνατο, και ενθυμούμενη πόσα αυτή της έλεγε για τη δύναμη του Σταυρού, παρακαλεί τον Λάμπρο, για το καλό που τους έκαμε την ημέρα, να τη βαφτίση. Η ωραιότης της κόρης, και η ευαισθησία της, εμπνέουν του Λάμπρου σφοδρότατον έρωτα· και γλήγορα κατορθώνει να πλανέση το αδύνατο και αισθαντικό κοράσι, καθώς είχε απατήση πολλαίς άλλαις η μαγευτική χάρη του τρόπου και της ομιλίας του. Ποτέ όμως, μέσα εις καμμίαν άλλη αγκαλιά, δεν είχε αισθανθή ο Λάμπρος τόσο βαθιά να ταραχθή η συνείδησή του· και μίαν ημέρα, ενώ εκύτταζε τα χαριτωμένα κινήματα της κόρης οπού εμιλούσε, ξανοίγει εις τη δεξιά της παλάμη αιματώδη σταυρό, και εις το λαιμό της πλεξίδα, τα ίδια γνωρίσματα τα οποία είχε κάμη της θυγατρός της η Μαρία, όταν αυτός έμελλε να την αρπάξη για πάντα από την μητρικήν αγκάλη. Σέρνει ο Λάμπρος φωνή φρίκης, και η δυστυχισμένη νέα από το στόμα του πατρός της μαθαίνει την ανέκφραστη συμφορά της.

Ευρίσκεται ο Λάμπρος μόνος με τη θυγατέρα του εις μία βάρκα εις τη μέση της λίμνης· είναι φεγγάρι· αυτή καθισμένη εις τη πρύμνη, μακρυά από τον πατέρα της, μη λάχη και τον εγγίξη, και με ξέπλεκα τα μαλλιά αφημένα εις το πρόσωπό της, να φυλαχθή από το φως, όλη μαζωμένη μελετάει τη συμφορά της. Λάμνει ο Λάμπρος, και δεν την κυττάζει· έξαφνα ακούει βρόντο· γυρίζει· η κόρη ερρίχθηκε εις τη λίμνη. Θα πάη να τη γλυτώση; ή καλύτερα θα την αφήση; Ενίκησε εις τη ψυχή του το δεύτερο. Απομακρύνεται με βία, να έβγη από τη λίμνη, όπου σκεπάζει το κορμί της θυγατρός του. Εις αυτή την ίδια νυχτιά, παραμονή του Πάσχα, η Μαρία, της οποίας ήταν άγνωστα τα πάντα, έστεκε μοναχή εις το παραθύρι, περιμένοντας τον Λάμπρο, και μ' όλον ότι εκόντευε να ξημερώση η Λαμπρή, όμως αυτή ετραγουδούσε λυπητερά τραγούδια. Φθάνει εκείνος, και την ξαφνίζει με την τρομασμένην όψη του· και στενεμένος από ταις ερώτησαις της γυναικός, ζαλισμένος από τον τρόμο, της ξεμυστηρεύεται ό,τι του συνέβηκε.

Το εσπέρας της Λαμπρής η δυστυχής Μαρία δέεται με συντριβή καρδίας και με άκρα ταπείνωση ο Λάμπρος ευρισκόμενος εις την εκκλησία, όπου είχε προσφύγη να εύρη παρηγορία εις την απελπισία του, απιστεί τελοσπάντων εις τη δύναμη της μετάνοιας, και ενώ προσπαθεί να πνίξη, καθώς είχε κάμη πάντοτε, τη φωνή της συνείδησης, και να φύγη από την εκκλησία, ιδού, η Θεία Δίκη τού στέλνει από το μνήμα τα τρία αρσενικά παιδιά του, οπού τον κυνηγούν, και δεν τον αφήνουν να φύγη από το ναό του Θεού πριν του φιλήσουν στανικώς το στόμα.

Της Μαρίας επάρθη ο νους, αδύνατο να υπομείνη το βάρος τόσης συμφοράς· και εις την τρέλλα της η δύστυχη, μεταξύ εις τ' άλλα, ζητάει να στεφανωθή με τον Λάμπρο· και τούτος για να την ησυχάση διορίζει να ετοιμασθή τάχα ο γάμος.

Ο Λάμπρος απελπισμένος γκρεμίζεται από ένα βράχο, και πέφτει εκεί όπου είχε καταποντισθή η θυγατέρα του. Τέλος αυτού φθάνει και η Μαρία, τρελλή, και θαρρώντας ότι τα βάθη της λίμνης, όπου μέσα έβλεπε απαράλλακτα τον ουρανό, τα δέντρα, και την πρασινάδα, ήταν άλλος κόσμος, και ελπίζοντας να ζήση εις εκείνον ησυχώτερα, ρήχεται με χαρά εκεί μέσα και πνίγεται.