Ο Λάμπρος/Το όνειρο της Μαρίας

Από Βικιθήκη
Ὁ Λάμπρος
Συγγραφέας:
Τὸ ὄνειρο τῆς Μαρίας
Το όνειρο, το οποίο η Μαρία διηγείται του Λάμπρου, προεικόνιζε, ως μας διδάσκει μια σημείωση του ποιητή, την καταστροφή του ποιήματος· έμελλεν αυτή και η θυγατέρα της να τελειώσουν καταποντισμένες.


9.
Μοῦ φαίνεται πῶς πάω καὶ ταξιδεύω
'Στὴν ἐρμιὰ τοῦ πελάγου εἰς τ᾿ ὄνειρό μου·
Μὲ τὸ κῦμα, μὲ τ'ς ἄνεμους, παλεύω
Μοναχή, καὶ δὲ εἶσαι εἰς τὸ πλευρό μου·
Δὲ βλέπω μὲ τὸ μάτι ὅσο γυρεύω
Πάρεξ τὸν οὐρανὸ 'ς τὸν κίνδυνό μου·
Τόνε τηράω, βόηθα, τοῦ λέω, δὲν ἔχω
Πανί, τιμόνι, καὶ τὸ πέλαο τρέχω.
     
Κι᾿ ὅτι τέτοια τοῦ λέω, μέσα μὲ θάρρος
Νά σου τὰ τρία τ᾿ ἀρσενικὰ πετειοῦνται·
Τοῦ καραβιοῦ τὰ ξύλα ἀπὸ τὸ βάρος
Τρίζουν τόσο, ποὺ φαίνεται καὶ σκιοῦνται·
Τότε προβαίνει ἀφεύγατος ὁ χάρος,
Καὶ στρυμωμένα αὐτὰ κρυφομιλειοῦνται,
Κι᾿ ἀφοῦ ἔχουν τὰ κρυφὰ λόγια πωμένα,
Λάμνουν μὲ κἄτι κουπιὰ τσακισμένα.
    
Μ᾿ ἕνα πικρὸ χαμόγελο 'ς τὸ στόμα
Ἔρχεται ἡ κόρη ἐκεῖ καὶ μὲ σιμώνει·
Τῆς τυλίζει ἕνα σάβανο τὸ σῶμα,
Ποὺ 'ς τὸν ἀέρα ὁλόασπρο φουσκώνει.
Ἀλλὰ πλιὰ χλωμιασμένο εἶναι τὸ χρῶμα
Τοῦ χεριοῦ ποῦ ὀμπροστά μου ἀντισηκώνει,
Καὶ τῆς τρέμει, ὅπως τρέμει τὸ καλάμι,
Δείχνοντας τὸ σταυρὸ 'ς τὴν ἀπαλάμη.
    
Καὶ βλέπω ἀπ᾿ τὸ σταυρὸ καὶ βγαίνει αἷμα
Μαῦρο μαῦρο, καὶ τρέχει ὡσὰν τὴ βρύση·
Μοῦ δείχνει ἡ κόρη ἀνήσυχο τὸ βλέμμα,
Τάχα πὼς δὲ μπορεῖ νὰ μὲ βοηθήσῃ.
Ὅσο ἐκειὰ τὰ κουπιὰ σχίζουν τὸ ῥέμα,
Τόσο τὸ κάνουν γύρω μου ν᾿ αὐξήσῃ·
Συχνοφέγγει ἀστραπή, σχίζει τὸ σκότος,
Καὶ τῆς βροντῆς πολυβουΐζει ὁ κρότος.
     
Καὶ τὰ κύματα πότε μᾶς πηδίζουν,
Ποὺ 'ς τὰ νέφη σοῦ φαίνεται πὼς νά σαι,
Καὶ πότε τόσο ἀνέλπιστα βυθίζουν,
Ποὺ μὴν ἀνοίξῃ ἡ κόλαση φοβᾶσαι·
Οἱ κουπηλάταις κατὰ μὲ γυρίζουν.
Βλασφημοῦν, καὶ μοῦ λένε Ἀνάθεμά σε.
Ἡ θάλασσα ἀποπάνου μας πηδάει,
Καὶ τὸ καράβι σύψυχο βουλιάει.
     
Μὲ χέρια καὶ μὲ πόδια ἐνῷ 'ς ἐκείνη
Τὴν τρικυμιά, ποὺ μ᾿ ἄνοιξε τὸ μνῆμα,
Τινάζομαι μὲ βία, καὶ δὲ μ᾿ ἀφίνει
Νὰ βγάλω τὸ κεφάλι ἀπὸ τὸ κῦμα,
Βρίσκομαι ἡ ἔρμη ἀνάποδα 'ς τὴν κλίνη,
Ποὺ ἄλλες φορὲς τὴ ζέσταινε τὸ κρίμα,
Καὶ πικρότατα κλαίω πῶς εἶναι δίχως
Τὸ στεφάνι, ποῦ μὤταξες, ὁ τοῖχος.