Μάτι και μάτι

Από Βικιθήκη
Μάτι και μάτι
Συγγραφέας:
Στον ίσκιο του πλατάνου


(Δημοσιέφτηκε στο Νουμά, κ. αρ. 436, 15 του Μάη, 1911. Γράφηκε πρώτα γαλλικά και γαλλικά έμεινε ανέκδοτο.)


Αφιερώνεται του Κώστα Παρορίτη.


Παιδιά τους είχα γνωρίσει στην Πόλη και τους δυο. Άντρες τους ξαναείδα στο τελεφταίο μου το ταξίδι. Δεν έπρεπε ίσως να σας δηγηθώ τα ιστορικά τους· ο κόσμος τους ξέρει, θα καταλάβει αμέσως. Έπειτα, ίσως να είναι κρίμα, τέτοιο δράμα καρδιολογικό, που η ανάλυση του η ψυχολογική θα ήθελε τόμο, να το συμμαζώξει κανείς και να το στενέψει σε καμιά δεκαριά σελίδες.

Η μάνα τους τα ‘φταιξε όλα. Η μάνα τους απαρχής άναψε αναμεταξύ τους τη ζούλια, που πάντα υπάρχει αναμεταξύ δυο παιδιά, μάλιστα δυο αδέρφια. Η μάνα τους φυσούσε, ώσπου να κάμει τη ζούλια πυρκαγιά. Ζηλοί δε τε γείτονα γείτων, που λέει ο γέρο Ησίοδος. Μπορούσε να προστέσει· κι ο αδερφός τον αδερφό. Αγκαλά, μήπως ο ίδιος δεν είχε παράπονα με τον αδερφό το δικό του; Αφού είναι φυσικό μας να ζουλέβει το γείτονα ο γείτονας, που θα βρεις μεγαλύτερους γειτόνους από δυο αδερφούς; Ο γείτονας αγωνίζεται για το απάγγελμά του ο καθένας· αγωνίζεται για την εξουσία ο αδερφός, κι ο αγώνας μπορεί να γίνει θανάσιμος. Στο ρωμαίικο οι ψυχές κορώνουνε γλήγορα με τον ήλιο και με το πάθος.

Στην Πόλη άκουσα πάντα να λένε, σα να μιλούσανε για κανένα πράμα όπου συζήτηση δε χωρεί, πως ο μεγαλύτερος από τους δυο Κομινάδες — Κομινάς, το επίθετο του πατέρα — ο Νίκος, ήτανε φτωχόμυαλος, πως ήτανε, πέστε το κιόλας, ζεβζέκης. Τόντις, ο Νίκος έμοιαζε κι από πρώτη όψη, σα στενοκέφαλος· η καρδιά του όμως ίσια και ορθή. Ταχτικός, στενός, ξακριβολόγος, ψιλολογούσε ως και τις πιο ασήμαντες μικροδουλειές, μα ό,τι έκανε, το ‘κανε με πάστρα, η εργασία του σχολειό, μεθοδική, ως και στα παιχνίδια του ακόμη συγυρισμένος, όταν καθότανε ώρες δίχως ν’ αλλάξει θέση, χτίζοντας, μόνος πάντα, το ίδιο κάστρο ή το ίδιο σπίτι, πότε με το χώμα, στο Γαλατά, πότε με τον άμμο, στην εξοχή, μνήσκοντας από κάτω από τον ίσκιο του ίδιου δέντρου, να κάνει χωρίσματα καταγής, να κουβαλά φύλλα στο ένα που τα στοίβαζε, να στήνει πετρίτσες στο άλλο, για να φιγουράρει τάχα τα διαμερίσματα ενός τσιφλικιού. Να μη σας το κρύφτω, έχω κάποια προτίμηση για το φυσικό που φανέρωνε ο Νίκος. Το παιδί γίνεται άντρας και τέτοιοι άντρες, ήσυχοι, προσηλωμένοι, αφοσιωμένοι στην εργασία τους, δίνουνε τη χρειαζούμενη βάση σ’ ένα έθνος. Με την αγάπη προς το έδαφος το πάτριο, με την έννοια σου ν’ αβγατίσεις τα κλερονομημένα σου τα πατρικά, με το χρέος το καθεμερνό και την καθεμερνή τη δουλειά για μόνο σου σκοπό, μαζώνεται και συνεχίζεται, ο πλούτος της πατρίδας. Άλλοι, τάχα πιο φιλοσοφικοί ορίζοντες, δεν είναι αναγκαίοι και δεν τους είχε ο Νίκος. Πέρα δεν έβλεπε από τ’ αλέτρι, από τ’ όργωμά του το ακατάπαφτο και το ήσυχο. Θα φαινότανε κατόπι άξιος διάδοχος του μπαμπά του, που λογάριαζε αρίφνητα ποστατικά στα περίχωρα της Πόλης και στη Μικρασία. Θα φρόντιζε για δάφτα όπως ήξερε από γεννησιμιά του να φροντίζει για τα καθέκαστα, θα γινότανε τίμιος, αγαθός οικογενειάρχης, θα ‘μνησκε πάντα βέρος εργάτης.

Το δυστύχημα είναι, που από την κούνια του έλειψε το κάτι που ποτές δε λείπει σε κανένα παιδί· του έλειψε η χάρη. Του έλειψε η απροσδιόριστη εκείνη, αλλόκοτη, ψιλή φαντασία που τα μικρά σου τη φανερώνουνε σ’ ένα κίνημα λωλούτσικο, σ’ ένα λόγο τους απροσμόνητο. Στο ρωμαίικο, αρέσουνε, θαμάζουνται κιόλας έφκολα τα εξωτερικά μας τα χαρίσματα, όσα φαίνουνται δηλαδή, άξαφνα η αστειότητα, για ν’ αφήσουμε στην μπάντα το πνέμα το αληθινό ή την ξυπνάδα την πραματική. Τίποτα δεν έβλεπες στο Νίκο απ’ αφτά· για τούτο υποθέτω έβγαλε όνομα πως είναι μπουνταλάς· για τούτο βέβαια τον κοιτάζανε με καταφρόνιο και με κάποια λύπη. Απίθανο δεν είναι, ίδιος ο κ. Κομινάς να το πίστεψε στο τέλος το παραμύθι της μπουνταλοσύνης του Νίκου. Και τόντις το παιδί ποτές δε γελούσε, νοστιμάδες δεν ήξερε να πει, έμοιαζε σα μουδιασμένο πάντα, σαν παγωμένο, με το χοντρό του απελέκητο πρόσωπο, το σκληρό, το βουβό, το δίχως έκφραση.

Όσο για τη μάνα του, όχι μόνο τον καταφρονούσε, μα την πείραζε, την ερέθιζε φτάνει που τον έβλεπε. Φαίνεται πως το αίμα, πως η συγγένεια δεν αρκούνε για την αγάπη. Αναμεταξύ μας, όξω από το αίμα, υπάρχουνε, από τον ένανε στον άλλονε, συνταιριάσματα μυστικά. Ως και με τα παιδάκια μας, η αντίληψή μας αλλάζει και πότε μας τραβά προς το ένα μια ιδιόφυτή του αναλογία μαζί μας· πότε, ξεναντίας, χρειάζεται κάποια προσπάθεια, χρειάζεται ίσως και κάποιος κόπος για να καταλάβουμε, για να παραδεχτούμε το χαραχτήρα του αλλουνού. Στην Ελλάδα, το φαμελιακό το αίστημα έχει δύναμη μεγάλη· πρέπει ωστόσο να το μολογήσουμε, πως η δύναμη της αναθροφής είναι πολύ κατώτερη· δε μαθαίνουμε από τα μικράτα μας να παίρνουμε απάνω μας, να κυβερνιούμαστε. Τέτοια η Μπατουλίκα Κομινά, που αδύνατο της στάθηκε ποτέ της να κρατηθεί. Αλήθεια που όλες οι μάνες δεν της μοιάζουνε. Όπως κι αν είναι, λίγες γνώρισα που να μην έχουνε μια προτίμηση, τουλάχιστο που να το κατορθώνουνε να την κρυφτούνε, και που μια τέτοια τους προτίμηση να μην τις οδήγησε συχνά σε καμιάν αδικία, ίσως μικρή, άξια όμως πάντα ν’ αφήσει στην καρδούλα του παιδιού τη φαρμακεμένη της σταλίτσα. Η κ. Κομινά νόμο δεν άκουγε κανένα, όξω από το ψυχόρμητό της. Η κατάβαθη διαφορά που ύπαρχε αναμεταξύ της και του Νίκου στο χαραχτήρα, τ’ αναποδογύριζε όλα μέσα της, τα γύριζε σε ακράτητη αντιπάθεια, όχι τάχα πως η Μπατουλίκα ψυχολογούσε ή ξεδιάλυζε τα καθέκαστα της διαφοράς αφτής, παρά έτσι, γινότανε όξω φρενώ μόνο με το να θωρά το πρόσωπο του παιδιού, που στο πρόσωπό του έβρισκες σα ζουγραφισμένο, σα συγκεντρωμένο το είναι του όλο.

Η Μπατουλίκα Κομινά ήτανε μια ψυχή άγρια που άραξε, όταν ήρθε στον κόσμο, σ’ ένα κορμί κλασικής, ολύμπιας, ήσυχης ομορφιάς. Μα όλα μέσα της ανάποδα, στρεβλά και άταχτα. Είχε κάτι παιδιάτικο, αχαλίνωτο, με ζώου πρωτόπλαστου ορμές, με κάτι γούστα παράξενα. Κλειδωνότανε αλάκαιρη μια μέρα στην κάμερή της, πρόσταζε να της φέρουνε απάνω ειδώνε ειδώνε γλυκά, πιάτα με πάστες, με ζαχαρικά, και τα ρουφούσε, τα κατέβαζε λαίμαργα λαίμαργα, το στόμα της βόθρος μονάχος. Στο μεταξύ κάπνιζε, όχι μόνο τσιγάρα, παρά και πούρα που στις γυναίκες μας είναι πες σαν ασυνήθιστο. Φαγάδισσα και σαρκική από φυσικό της, τεμπέλισσα και σκληρή συνάμα. Τεμπέλισσα, χωρίς όμως να είναι σαχλή. Δηλαδή, έδειχνε σάχλα, δεν είχε. Βέβαια, όταν την έβλεπες έτσι ν’ αποτραβιέται, αμελώντας ως και το ντύσιμό της, με το βρόμικο της το χτενισματοφόρι, με τις στραβοπατημένες της παντόφλες, με το στόμα της μπουχτισμένο γουλιάρικα, θα την περνούσες αμέσως για καμιάν ακαμάτισσα και ξενεβρισμένη, ξεφυλισμένη. Εκείνη, ξεναντίας, ίσια ίσια σε τέτοιες ώρες, σαν το καλοξετάσεις, ξεδίπλωνε αφάνταστη ενέργεια, που α δεν την ξεδίπλωνε, αδύνατο κιόλας να καταλάβεις πως μπορούσε με τόση λύσσα, με τόση θέληση, με τόση δύναμη, να ξεχάσει τα πάντα, για να θυμηθεί μονάχα το πάθος της και να το διει χορτάτο. Αλλοίμονο αν άξαφνα κανένα εμπόδιο ερχότανε να τη στερήσει από το κομμάτι που ορεγότανε. Όταν ο σεκερτζής περνούσε από κάτω από το παράθυρό της, αμέσως η δούλα έπρεπε να κατεβεί, ν' αδειάσει τον ταβλά, να της φέρει απάνω τα σεκέρια, κι αν τυχόν αργούσε, ο θυμός της σηκωνότανε φουρτούνα, φουρτούνα της ψυχής αλάκαιρης που πολεμά για το πάθος της. Το πάθος της είναι η ζωή της και τη ζωή πειράζεις, άμα εναντιώνεσαι στο πάθος. Έριχνε τα πιάτα κατά γης και τα ‘σπαγε με θόρυβο· χτυπούσε τη δούλα· φώναζε δαιμονισμένη. Γινότανε θεριό, μια και το ζήτημα για το καπρίτσιο της. Ακαταδάμαστη. Αδιάφορη, ακούνητη, βουλιασμένη, για τ’ αποδέλοιπα.

Ο Κώστας, ο μικρότερος ο γιος της, ήτανε για τη μάνα του άλλο σεκέρι, σωστό γλιγούδι. Τον έτρωγε. Κι ενώ τον πυροφιλούσε, από μέσα, που να πεις, από τα φιλιά της, πετιότανε ακράτητα, ξεφρενιασμένα, το πρόσωπο του αλλουνού, σα λαβωματιά στα μάτια της*. Την πείραζε η διαφορά που είχανε στα μυσείδια τους, την πείραζε που δε μοιάζανε, τη δαιμόνιζε, μόνο που της θύμιζε ο Νίκος πως υπάρχει κι ένα της παιδί ολότελα διαφορετικό, κι έτσι δεν την άφηνε ανεμπόδιστα, ήσυχα, να καταπίνει τον Κώστα της στα χάδια και στα φιλιά της, παρά της φαρμάκωνε την άγρια την ηδονή της με το κεφάλι του το χοντρό το τερατώδικο, σαν το ‘βλεπε ας είναι κι από μακριά, με τους τρόπους του, με το ύφος του, με την ασκημιά του. Της κατάστρεφε σίγουρα τη χαρά της, αφού το’ φταιγε ο Νίκος που δεν είχε τον Κώστα της μοναχογιό. Η Μπατουλίκα Κομινά, ούτε για τα ζαχαρικά της ούτε για τα μητρικά της τα αιστήματα δεν παραδεχότανε καμιάν αντίσταση, δεν ήθελε το παραμικρό αντισκούντημα, το ελάχιστο τσουγκράνισμα, το πιο τιποτένιο τσαλάκωμα στ’ ομαλό το ατλάζι της ζωής της· έπρεπε, ο πόθος της, τ’ όνειρό της, έπρεπε να πηγαίνουνε ίσια ολόισα μπροστά της. Ο Νίκος στάθηκε πέτρα στο δρόμο της. Τότες της ήρθε τέτοιος θυμός που κατάντησε μίσος. Μίσος και σιχαμός. Τον τιμωρούσε που ήτανε Νίκος, που δεν ήτανε Κώστας.

Ο Κώστας, να το αληθινό λουκουμάκι. Τον κοίταζες και δεν μπορούσες παρά να τον αγαπήσεις, με κείνη την κομματάκι σαν υλική αγάπη, μάλιστα και σαρκική, την αγάπη που στα ζηλεμένα μας τα μικρά χαίρεται το δέρμα τους τ’ απαλό, τα βελουδένια τους τα μαγουλάκια. Είχε κάτι τσακίσματα, έκανε κάτι νάζια που ωστόσο αρέζανε και τραβούσαν. Το ήξερε, όπως τα ξέρουνε τα παιδιά τέτοια πράματα, με κάποια κρύφια τους υποσυνείδηση, και μάλιστα ξακολουθούσε, παρέκει από την ηλικία όπου ταιριάζει, τις χάρες του τις άνοστες, τις σαν ξεψυχισμένες. Δέκα χρονώ αγόρι όταν έγινε, άμα ερχόντανε σπίτι τους φίλοι, γύρεβε ακόμη φιλιά και χάδια, σα να μην είχε ξεπεράσει τα τέσσερα ή τα πέντε, πήγαινε στα γόνατά τους, έπαιρνε τα χέρια τους, τα σίμωνε μόνος του στο πρόσωπό του, θέλοντας πάντα και πάντα να καμαρώνει, να θαμάζει ο κόσμος τις ομορφιές του και τα λυγίσματά του. Ωστόσο είχε χάσει πια το χνούδι εκείνο το ροδακινένιο του μικρού, που κάποτες το φυλάγει τ’ αγοράκι. Το καταλάβαινες πως της μάνας η λυσσιασμένη αγάπη στάθηκε ο χαμός του· κατάστρεψε ως και τη φρεσκάδα του τη φυσική. Το στόμα του, που ολοένα το κρατούσε μισοάνοιχτο, σου ξεσκέπαζε κάτι γούλια σα σιροπωμένα και μάλιστα το σιρόπι έμοιαζε σα να στάζει από τα χείλια, σα να περιχύνεται στο πιγούνι που γυάλιζε και κολνούσε. Ήτανε από τ’ ακατάπαφτα ζαχαρικά που του έδινε η μάνα του. Κατόπι, τα χείλια του αφτά, σαν πρησμένα κρεμόντανε κάτω και δίνανε του Κωστή μια έκφραση χτηνώδικη, που ποτές δεν την είδε κανένας στο Νίκο, αν και περνούσε για ζώο από την περίσσια που λέγανε την κουταμάρα. Είχε τόντις κάτι ο Κώστας, κάτι ερωτιάρικο και φιλήδονο που σου έφερνε αηδία και που σε λέρωνε. Μια φυσιογνωμία φαρδιά και μπουνταλάδικη. Από παιδί μπορεί να μην τα είχε γεννητά του τέτοια κακά σημάδια. Το φυσικό του, πράο, πρόθυμο, εφκολολύγιστο. Μα η τρομερή μάνα του είχε μάθει να κάνει όλα του τα καπρίτσια, κι έτσι από την πραότητα του φυσικού του ξέπεσε, κατρακύλησε ο Κώστας σε μια τεμπελιά παράξενη, επειδή την τεμπελιά του την τάραζε πάντα, του την έδερνε, του τη χαλνούσε η θέρμη της θέλησης, που ακατάπαυτα ο δύστυχος ήθελε να θέλει, δοκίμαζε, δεν μπορούσε και τον αφάνιζε το σφόρτσο, ανάξιος καθώς ήτανε κι άθελος. Είχε ανάγκη από χέρι που να τον κυβερνήσει, κι η μάνα τον ανάγκαζε να κυβερνά. Ξεϊσοροπούσε λοιπόν ολοένα, κι ολοένα βασανιζότανε, μην ξέροντας τι να κάμει, πού να χυθεί και πού ν’ αποχυθεί, δεξιά ζερβιά, μην ξέροντας τι να στοχαστεί και τι ν’ αποφασίσει, επειδή ένιωθε μέσα του πόσο ανίκανος ήτανε να προστάζει, τον τυραννούσε η αδυναμία του και για τούτο προσπαθούσε με κάθε τρόπο, γύρεβε κάθε αφορμή να προστάζει, για να δοκιμάσει λες σαν τι πράμα να είναι η εξουσία. Σκλάβος γεννημένος που έκανε τον αφέντη.

Ο πατέρας, ο Παντελής Κομινάς, όσο παράξενο κι α φανεί σε όσους δε γνωρίζουνε τα ρωμαίικα τα ήθη, τα παλαιικά μας μάλιστα, ο πατέρας αγνοούσε την προτίμηση της μάνας και τις αδικίες της. Αριά και πού, μια υποψία, ένα κάποιο φως του περνούσε από το μυαλό. Μα τίποτα θετικό δεν έφτανε ίσια μ’ αφτόνε, γιατί στα χρόνια εκείνα ο οικογενειάρχης βρισκότανε τόσο αψηλά, που δεν τα ‘βλεπε τα τέτοια και μπροστά στο θρόνο του, όλα γράφανε απ’ όξω ησυχία, σαν την ακύματη, απλόστρωτη, γαληνεμένη θάλασσα που η απανωσιά της γελά, ενώ στα βάθια της κρύφτει ακαθαρσίες και θεριά. Τα παιδιά δε μιλούσανε τότες μπροστά στον πατέρα· κατόπι, ακόμη και σα γινόσουνε άντρας, στεκόσουνε όρθιος, μην τολμώντας να καθίσεις, αν ο κύρης δε σου έδινε την άδεια. Συναμεταξύ γιο και πατέρα, δεν ύπαρχε καμιά συγκοινωνία, τουλάχιστο κατεφτείας· μεσίτεβε πάντα η μάνα ή κανένας μεγαλύτερος συγγενής. Ο Νίκος και ο Κώστας το λοιπόν ακολουθούσανε κι οι δυο τους το νόμο τον πατροπαράδοτο, σωπαίνανε, όταν ήτανε ο πατέρας, και το στάσιμό τους μπροστά του, κανονικό, αψεγάδιαστο. Μα στο πρόγεμα, δηλαδή όταν έλειπε ο πατέρας κάτω στο γραφείο, αλλάζανε όψη τα πράματα· το τραπέζι μόλις σερβιρισμένο· δε φροντίζανε οι δούλοι, αφού ξέρανε πως δεν ερχότανε κανένας να καθίσει σε μια καρέγλα· κλειδωμένη στην κάμερή της η μάνα, με τα σεκέρια· τα παιδιά τραβούσανε το τραπεζομάντηλο, το ρίχνανε χάμω, να μην αφήσουνε ο ένας τον άλλον να φάει με την ησυχία του· φωνάζανε, πολεμούσανε, χτυπιόντανε, ανάφτανε μέσα τους κάθε μέρα περσότερο το πείσμα και την έχτρα, μην έχοντας κανέναν επιστάτη όξω από τα δουλικά.

Ο κρύφιος ο λόγος, το μυστικό της όμορφης, καμαρωμένης κωμωδίας που δίνουνε κάποτες σε μας, τα παιδιά μπροστά στον πατέρα, βέβαια πως το κάτω κάτω είναι το σέβας, είναι ωστόσο και ο φόβος. Ο φόβος ακόμη και της τιμωρίας. Παραδεγμένο πια πως ο πατέρας είναι ο δικιογνώστης, ο μεγάλος δικιοδότης, πες το καλύτερα, πως είναι αποσαρκωμένος ο νόμος. Ο πατέρας, το νόμο τον ορίζει, δεν τον ακούει. Κάνει ό,τι θέλει. Ακόμη κι όταν είναι στο χαραχτήρα του αδύνατος, ο φωτεινός στέφανος που σαν τους άγιους του ζώνει από αιώνες το κεφάλι, αποσκεπάζει τις αδυναμίες, τα λεκεδάκια της ψυχής. Επειδή κιόλας συνάφεια καμιά δεν υπάρχει αναμεταξύ του και των αλλωνώνε, δε βγαίνει στη μέση ο χαραχτήρας ή σωστότερα η έλλειψή του. Άλλοτες, στα παλαιικά τ’ αντρόγυνα δεν έβλεπες θάρρος, δεν άκουγες ούτε κουβέντα, που να πεις· γνωστό πως η γυναίκα δε μιλούσε του αντρός της στον ενικό· η εσώψυχη εμπιστοσύνη που έχει ανάγκη το αθρώπινο το πλάσμα να τη χαρίζει στο σύντροφό του, έμοιαζε σαν εξορισμένη, ώστε η γυναίκα, σα σκλάβα που στέκεται μακριά, δεν μπορούσε να ξεδιακρίνει τι λεκέδες μαθές είχε, μήτε το υποψιαζότανε πως είχε λεκέδες ο ήλιος του σπιτιού. Η κυρία Κομινά κατάπινε μέσα της, παράχωνε στα σωθικά της εκείνη τη φυσική της αγριάδα, την ορμή της, κι ήταν η μόνη φορά που έπαιρνε τόντις απάνω της. Η ομορφιά της η κλασική και ήσυχη, που είχε τόσο μεγαλείο, τη βοηθούσε ν’ αποσκεπάζει τις φουρτούνες που τη δέρνανε από μέσα. Και φρόνιμα έπραχνε και της σύφερνε η προσποίηση, επειδή αν τα μάθαινε ο Κομινάς, θα ‘πρεπε ν’ αλλάξει τρόπους από άκρη σε άκρη, θα ‘πρεπε πρώτα πρώτα να μην κλειδώνεται και λιχουδέβεται όπως συνήθιζε, θα ‘πρεπε να πάψει να είναι απόλυτη μονάρχισσα, με την απεριόριστη δύναμη που χαιρότανε όσο δεν ήτανε σπίτι ο άντρας, που το γραφείο του τον απασκολούσε περίπου όλη τη μέρα.

Τότες, δηλαδή όσο βασίλεβε σπίτι μόνη της η κοκόνα Μπατούκα, γενήκανε οι αδικίες οι τελειωτικές, σπάρθηκε το κακό που γιατρεμό δεν είχε. Ο Παντελής Κομινάς που ήτανε άθρωπος επιφυλαχτικός, συμμαζωμένος, πες και δειλούτσικος, ίσως προτιμούσε το Νίκο, αν ποτέ του δηλαδή έδινε προσοχή στα παιδιά του. Έλεγε κάποτες πως ο Νίκος ήτανε φρόνιμος, και τέτοιος έπαινος έμπαινε σε λογαριασμό από τέτοιο στόμα. Η μάνα το απομάντεβε πως ο πατέρας αφτού έκλινε, και αβγάτιζε το μίσος της, αφού κιόλας το κάτεχε πως ο Νίκος, ο μεγαλύτερος από τους δυο, θ’ αποχτούσε κατόπι το κύρος και την εξουσία. Δεν ξέρω τι έλπισε, μήτε ως πού να πήγε η ελπίδα της. Δεν ξέρω ούτε αν ποτέ της στάθηκε ικανή να σκεδιάσει τίποτις, ή να προσκεδιάσει, αφτή που με δυσκολία έπλεκε δυο λογισμούς τον ένανε με τον άλλονε· δεν πιστέβω ποτέ της να συλλογίστηκε άξαφνα με τι τρόπο να καταφέρει το θάνατο του Νίκου. Δεν έφτανε η ματιά της παρέκει από την ώρα την παρούσα, θαρρώ πως ακολουθούσε νέτα σκέτα το ψυχόρμητό της, και το ψυχόρμητό της ακατάπαυτα της φώναζε, πως την πείραζε να είναι ο Νίκος, αφού ήτανε ο Κώστας. Άμα ο Νίκος αρρωστούσε, αναγάλλιαζε, της ερχότανε γλύκα, έτσι σα να γλίτωνε, και ανυπομονούσε συνάμα που την ανάγκαζε να φροντίζει για το μούτσουνό του. Όταν πήγαινε να του δώσει το γιατρικό, του το ‘δινε με σκουντιές και με χτυπήματα, σα να ήθελε κάθε φορά να του το μπήξει στο στόμα. Τόνε μισούσε τότες ακόμη περσότερο. Μα η λύσσα της ξέσπανε πιο πολύ, κάθε φορά που τσακωνόντανε αναμεταξύ τους τα δυο αδέρφια. Κι αφτό δα τύχαινε κάμποσο συχνά. Ο Νίκος, για να παίζει, για να διαβάζει, για να μαθαίνει τα μαθήματά του, έπρεπε να γελάσει μάνα κι αδερφό, μη λάχει και τον καταλάβουνε τι κάνει, να τον εμποδίσουνε αμέσως. Έτσι ο Νίκος που ο νους του ήτανε περιορισμένος, μα τίμιος, έμαθε την απάτη, και του φαινότανε πως καλά έπραχνε να γελά τους δικούς του, μια και τους γελούσε για να μελετήσει, που χρέος είναι να μελετάς. Όσο το λοιπόν ο χαραχτήρας του πιο ίσιος, που να πεις, τόσο πιο πιτήδειος έβγαινε στο ξέχνιασμα. Ο Κώστας, άμα τον ξετρύπωνε σε μια γωνιά, τον έδιωχνε βιαστικά, κι αν ο Νίκος δεν ήθελε, φώναζε τη μάνα

— «Πες του Νίκου! αναστέναζε με την ξεσερμένη του φωνή, παραπονεμένα κι ελεεινά.

Η φρασούλα του αφτή, που την άκουγες τη μέρα χίλιες φορές, σήμαινε κάθε φορά πως ο Νίκος τάχα τον πείραζε, πως έπρεπε στο τέλος των τελώνε, ήσυχο να τον αφήσει, μ’ άλλα λόγια, να δείρει τον αδερφό του η μάνα. Και τον έδερνε. Ορμούσε καταπάνω του, τον πέθαινε. Συχνά μάλιστα, δίχως αιτία καμιά, έτσι, για το τίποτα, επειδή κι ο Κώστας ήτανε μπροστά, τσιμπούσε το Νίκο στο κριάσι, να διει το αίμα του. Έδινε, λέει, του Κώστα της απόδειξη αγάπης, τόσο πιο μεγάλη, όσο περσότερο τυραννούσε τον άλλονε. Δεν έπρεπε ούτε στιγμούλα να του περάσει τάχα του πουλιού της, δεν έπρεπε να το φοβηθεί κάνε, πως δεν είναι αφτός ο προτιμημένος της.

Όταν τα συλλογιέται κανείς όσα δω δηγούμαστε, θα πιστέβει πως ο Κώστας, αδύνατο να ζουλέβει τον αδερφό του, αφού βασίλεβε μόνος κι ολομόναχος. Διόλου. Τονέ μισούσε ξεναντίας. Και δεν το χόρταινε το μίσος του, επειδή και τον έτρεμε, το Νίκο. Ναίσκε! Τον έτρεμε, χωρίς ποτέ του να του κάμει τίποτα ο Νίκος, χωρίς να τονέ χτυπήσει, χωρίς κάνε να τον πειράξει. Τον τρόμαζε, τον τρέλαινε το πάχος του το ασάλεφτο· έμοιαζε ο Νίκος σαν πύργος που του κάκου, τη μούρη σου θα σπάσεις, δεν τονέ σπάνεις. Το πρόσωπό του, τα μυσείδια του, ταράζανε τα νέβρα του Κώστα. Η φωνή του η βαριά τον έβαζε άνω κάτω. Τα βήματά του στις σκάλες του πατούσανε τη χαρά του. Ο Νίκος κάποτες σήκωνε σφιχτά το γρόθο του, έπειτα, με τα μάτια του τα μικροστρόγγυλα, τα γεμάτα λογιώ λογιώ πράματα ή στοχασμούς ή φοβέρες κρύφιες, με τα βλέφαρά του που παίζανε ολοένα, κοίταζε μια στιγμή, κατέβαζε ήσυχα το χέρι, και το βλέμμα του το σκληρό, το κεφάλι του το ατάραχο και το πεισματωμένο, απολιθώνανε τον Κώστα. Ένιωθε πως δύναμη αφτό θα πει, αφτό ίσια ίσια που είχε ο Νίκος και που ο Κώστας δεν το είχε. Να τι του ήτανε ανυπόφορο, να τι του καταντούσε μέρα τη μέρα πιο μισητό. Για να μη βλέπει το Νίκο, έβαζε τη μάνα του να τον κλειδώνει στο κελάρι. Έτσι γύρεβε τουλάχιστο να ησυχάσει, να μην τον έχει μπροστά του. Και νόμιζε τότες πως Νίκος δεν υπάρχει. Κουράγιο δεν είχε κανένα ο Κώστας· το μόνο του κουράγιο, η μάνα. Ο ίδιος τίποτα δεν τολμούσε· τόλμη του η μάνα και πάλι. Έπαιρνε και λέρωνε πίτηδες τα ρούχα του αδερφού του, τις καινούργιες του τις κραβάτες, τσαλαπατούσε τα παιχνίδια του, γύρεβε και καλά να καταστρέψει ό,τι μπορούσε, ό,τι ανήκε του Νίκου. Ζούλεβε για το παραμικρό· δικά του έπρεπε να είναι όλα, όλα χτήμα δικό του. Ασυχώρητό του φαινότανε να φυλάγει ο σιχαμένος του, όποιο πλεονέχτημα κι αν είναι. Ο Νίκος, ακόμη και ξυπόλυτος στους δρόμους να περπατούσε το χειμώνα, δε θα του έφτανε του Κώστα για να μη ζουλέβει. Μα η ζούλια του κορυφώθηκε τη μέρα όπου ο πατέρας τους, άξαφνα συλλογίστηκε να βγάλει μια μεγάλη φωτογραφία του καθενός τους, μάλιστα να κάμει για τους δυο κορνίζες με το ίδιο μέγεθος. Η φωτογραφία τότες άρχιζε ν’ ακούγεται κι ο Παντελής Κομινάς, σαν απλοϊκός, αγαθός άθρωπος που ήτανε, το ‘κανε χάζι να βλέπει έτσι το πρόσωπό του βγαλμένο στο χαρτί, γιατί τραβούσανε πια και χάρτινες, αντίς να περιορίζουνται στις γυάλινες, καθώς πρώτα. Του Νίκου η φωτογραφία μπήκε το λοιπό σε όμορφη κορνίζα, που φρόντισε ο κ. Κομινάς να την κρεμάσουνε κιόλας στο σαλόνι. Στο σαλόνι δεν πήγαινε ποτέ του κανένας, μα σαλόνι όπως κι αν είναι, η πιο πλούσια αίθουσα του σπιτιού. Δε βάσταξε ο Κώστας· ανέβηκε σ’ ένα σκαμνί απάνω, τρεμάμενος, ολόχλωμος, και με την άκρη του μπαστουνιού, τρύπησε το δεξί μάτι του Νίκου.

Το άγριο το κίνημα, δεν το χώρεσε ο Νίκος στο μυαλό του. Πρώτα δεν κατάλαβε. Γιατί; Από πού κι ως πού; Να τρυπήσει ένα χαρτί; Το μάτι του να του βγάλει! Περίεργο! Κατόπι συλλογίστηκε· σαν το νερό που στάζει, λίγο λίγο, το κάμωμα του αδερφού του, έμπαινε, καταστάλαζε στην ψυχή του. Τότες του φάνηκε σα να του ριχνότανε του ίδιου. Πού να ξεχωρίσει το πρόσωπο από την εικόνα; Ένα και τα δυο. Τον πήρανε οι στοχασμοί. Λοιπόν, έτσι; Τη ζωή του θέλανε να του πάρουνε; Τού πονούσε τώρα το μάτι το αληθινό από την τρύπα εκείνη του ψέφτικου. Το ψυχόρμητο που καλά και σώνει θέλει να μας βαστάξει ζωντανούς, βρόντησε στα σπλάχνα του με την τρομερή βουή του. Και όμως, αδύνατο. Πάντα σα να μην καταλάβαινε καλά καλά, σα να μην έμπαινε στο νόημα καθαφτό. Ο Νίκος, ποτέ του, δε θα σακάτεβε τον αδερφό του, δε θα ‘κανε τέτοιο πράμα του Κώστα. Αποσβολώθηκε το παιδί· μέσα στα σωθικά του άρχισε από τότες να σαλέβει αργοκούνητος θυμός, βουβό γινάτι να τρέμει. Κοίταζε τον αδερφό του με το μάτι του εκείνο το γεμάτο λογιώ λογιώ πράματα. Κι απορούσε πάντα. Τι, σαν τι αλήθεια να τον άναφτε τον Κώστα έτσι; Γιατί, για ποιο σκοπό να τα βάζει μαζί του; Από πού κι ως πού η πληγή που χάσκει απάνω στο χαρτί του κάδρου του τρυπημένου; Και από ποιο λόγο τάχα, τη στιγμή που πήγε και το τρύπησε, να κερώσει ξαφνικά το πρόσωπο του Κώστα, να γίνουνε τα μυσείδια του άνω κάτω; Και τι σήμαινε η λύσσα, το στόμα τ’ αφρισμένο, το μούτρο που έδειχνε σα να πονούσε, που το ‘βλεπες πότε μάρμαρο, πότε πυρκαγιά;

— «Μα τι έχεις, τέλος πάντα, τι έχεις ενάντιο μου;» ρώτησε ο Νίκος.

— «Τι έχω; του αποκρίθηκε ο Κώστας. Έχω που σε μισώ, σε μισώ, επειδή κι είσαι συ.»

Να το λοιπόν το αξήγητο που ξηγιότανε μοναχό του. Πολλές φορές, τις περσότερες μάλιστα, το μίσος, όπως κι η αγάπη, άλλη αιτία δεν έχουνε παρά κάποιαν αξεδιάλυτη, πότε φυσιολογική, πότε ψυχολογική συμπάθεια ή αντιπάθεια. Του Νίκου και του Κώστα ούτε η ψυχή ούτε η σάρκα δε βαστούσανε φαίνεται από την ίδια την αρχή, αν και βαστούσανε από το ίδιο το αίμα. Όσο μεγαλώνανε, τόσο το νιώθανε πιο ξάστερα. Ο Κώστας, όσο μεγάλωνε μάλιστα, ένιωθε και κάτι άλλο, δηλαδή πως το να υπάρχει πλάγι πλάγι στην ύπαρξη τη δική του ο αδερφός του, ήτανε κίντυνος για τον εαφτό του, επειδή σε όλα έβγαινε ανώτερος ο Νίκος. Τα χρέη του σκολειό, καμωμένα πάντα προσεχτικά, τα μικρά τα βραβεία, κάτι άριστα που έπαιρνε, το θάρρος και δυο τρεις έπαινοι που του δίνανε, όλα, όλα σα να του λιγοστέβανε την ίδια του τη ζωή, αφού ό,τι άρπαζε ο Νίκος για λόγου του, δεν μπορούσε ο Κώστας να τ’ αρπάξει και πήγαινε χαμένο του. Λοιπόν ανάγκη να βγει από τη μέση ο ανυπόφορος αντίπαλός του, ο αδερφός. Τι καλά, να ήτανε δυνατό να μην ύπαρχε, να μην είχε υπάρξει ποτέ του ο Νίκος, να μην είχανε ποτέ τους υπάρξει τα πλεονεχτήματά του! Τα φρύδια του τα πηχτά όπου μαζωνόντανε κάτι μυστικές, άγνωστες συννεφιές, η πομονή κι η πιμονή, το πείσμα, που αβγάτιζε με τα χρόνια, όλα τους σα να ρίχνανε κάτω, σα να ταπεινώνανε τον τύραννο το φοβητσιάρη που δεν το κατάφερνε να φανεί βασιλιάς.

Η Μπατουλίκα Κομινά δεν έτρεμε· το μίσος της είχε περίσσια την ενέργεια και η ενέργεια φόβους δεν ξέρει. Μα φούσκωνε το μίσος της από το μίσος του Κώστα. Η καρδιά της λες κι άλλαζε θέση για να μπει στα στήθια του χαδεμένου της, πλάγι πλάγι στην καρδιά τη δική του, να χαίρεται μαζί του και μαζί του να μισά. Μαζί του, μέσα του να ραγίζει, να λαβώνεται από τις ίδιες λαβωματιές. Όταν έβλεπε το Νίκο με τα βραβεία του, όταν έβλεπε τον παραμικρό έπαινο που του γινότανε, φοβερό το βάσανό της. Στο τέλος των τελώνε, πέτυχε κείνο που γύρεβε χρόνια. Νίκησε η Μπατουλίκα. Έκαμε, πάσκισε, ξέχνιασε το γέρο. Τον έπεισε. Είχε δεν είχε, τον κατάφερε όπου τον ήθελε. Ο Νίκος είχε αποφοιτήσει από το γυμνάσιο. Καλό, λέει, να τονέ στείλουνε τώρα να μάθει αγρονομία σε κανένα μεγάλο κατάστημα της Εβρώπης — μια λέξη θαματουργή πού τόσο φαντάζει στο ρωμαίικο και σ’ όλη την Ανατολή μας. Ο κ. Κομινάς νόμισε πως ήτανε για το καλό συγκατάνευε, ο Νίκος έφυγε, πήρανε την ανάσα τους οι δυο, η μάνα κι ο ζηλεμένος της.

Εννοείται πως όταν αρρώστησε ο γέρος, μήτε το συλλογιστήκανε να τονέ φέρουνε πίσω, ακόμη λιγότερο να του μηνήσουνε τίποτα. Ψεφτιές, υποκρισία, προσποίηση, απιστία, λόγια ζαχαρένια και κάλπικα, όλα τα δοκιμάσανε και λέγανε πάντα στον ετοιμοθάνατο, πως βγάζανε κάθε μέρα τελέγραφο του Νίκου, πως όπου κι αν είναι θα φτάσει, πως ίσως και να είναι ποιος ξέρει από ποια αιτία εμποδισμένος, μπορεί να ‘χει άλλες δουλειές, και τον αφήνανε το γέρο σωρό σωρό πράματα να καταλάβει, σαν τους πανούργους. Ο δυστυχισμένος ο πατέρας το ποθούσε κατάκαρδα να ξαναδιεί το για του, να του δώσει τις στερνές του οδηγίες. Ο Κώστας — κι αδύνατο να μην το ‘νιωσε ο γέρος — για ένα χρόνο θα είχε πεταμένη όλη την κατάσταση στους τέσσερις ανέμους. Αγόραζε δεξιά κι αριστερά, λαίμαργα, όπως έτρωγε, όπως κατέβαζε τα σεκέρια. Κι ακατάστατα πάντα, όπως προσπαθούσε να κυβερνά. Δεκάξι χρονώ παιδί, έκαμε χρέη στα μαγαζιά του Σταβροδρομιού, ένα ένα· χρωστούσε ως και στη Χάλκη, όπου περνούσανε το καλοκαίρι. Προσπάθησε να τα κρύψει όσο μπόρεσε η μάνα· μαθέφτηκε, ξέσπασε η μπόρα, θύμωσε ο γέρος φοβερά. Ως και στο ψυχομαχητό του αθρώπου, δεν πέθνησκε ακόμη, ακόμη ζούσε ο πλούσιος που της ζωής του αλάκαιρης ο σκοπός στάθηκε ο αγώνας για τον παρά. Για τούτο ήθελε τα Νίκο του. Μα του κάκου. Δεν έφτανε που δεν έφτανε ο Νίκος.

Έφτασε, αφού ξεψύχησε ο πατέρας. Έλαβε τον τελέγραφο μόνο μερικές μέρες αφού έγινε το λείψανο. Του φάνηκε σκούρο. Κάτι αμέσως υποψιάστηκε. Και κατάλαβε, άμα που πάτησε σπίτι. Κατάλαβε με τα χοντρά του τα μυαλά, που από χρόνια τα δούλεβε καμιά ιδέα σκοτεινή. Τότες υποθέτω, τα παλιά τα ψυχόρμητα που η ξενιτιά τ’ αποκοίμισε, αβάσταχτα, ξυπνήσανε, σηκωθήκανε, αγριέψανε. Είδε την επίθεση, έδραμε η ψυχή του, όρμησε να διαφεντέψει, τον εαφτό του. Ο ίσιος, ο τίμιος και στενοκέφαλος άθρωπος θέλησε, όχι δε θέλησε, ασύνειδά του ένιωσε πως έπρεπε να γλιτώσει την κατάστασή του, τη ζωή του, ειδεμή θα τον τρώγανε η μάνα κι ο αδερφός. Ζύγωσε, λέει, πια η ώρα. Κι έγινε αστροπελεκίς το δράμα το τρομερό. Χύθηκε απάνω στον Κώστα, ξαφνικά, και του έβγαλε τα μάτια, τα δυο μάτια μαζί.


Κεριακή, δεκατρείς του Σποριά, 1910 — είκοσι μια του Φλεβάρη, τρίτη, 1911.