Τα παιδία παίζει
←Μάτι και μάτι | Τα παιδία παίζει Συγγραφέας: Στον ίσκιο του πλατάνου |
Δυο φίλοι→ |
(Δημοσιέφτηκε στο Νουμά, κ. αρ. 437, 22 του Μάη, 1911.)
Αφιερώνεται του Φ. Φωτιάδη.
Ακόμη κανενός δεν το είπα· το φύλαξα μυστικό. Σήμερα πια το ξεμυστερέβουμαι στο Νουμά· κόντεψα να γίνω δάσκαλος — καθαρεβουσιάνος και γω σαν τους άλλους! Πολλοί νομίζουνε πως είμαι αγράμματος και για τούτο δε γράφω την καθαρέβουσα. Τώρα που ξέρουνε το κρυφό μου, ελπίζω να καταλάβουνε μοναχοί τους πόσο μ’ αδικούσανε. Μάλιστα! Προσπάθησα και γω να μάθω δυο γράμματα. Με τα σωστά μου σας το λέω· κόντεψα να γίνω δάσκαλος, βέρος καλαμαράς. Ήμουνε τότες έξι χρονώ παιδί και θυμούμαι λαμπρά την ώρα, τη στιγμή και το μέρος όπου άκουσα την πρώτη μου αρχαία λέξη.
Βρισκόμουνε απάνω στο σερβανί· σερβανί λέμε στην Πόλη το πιο αψηλό πάτωμα του σπιτιού. Η θέα μαγεφτική· το σπίτι μας στο Γαλατά, κι έτσι από το παράθυρο που στεκόμουνε κι ακουμπούσα, φαινότανε το παλιό ξύλινο Γεφύρι. Σφυρίζανε τα βαποράκια, να πάνε στο Μπογάζι, να πάνε στη Ρούμελη αντίκρυ, να πάνε στα Νησιά. Γλήγορα γλήγορα, σαϊτεφτά, περνούσανε το ένα στο άλλο κοντά· οι βάρκες και τα καΐκια, σα χελιδόνια, μαβρίζανε τα σμαράγδια του νερού που άφριζε με τα κουπιά. Κάτω, στον ηλιακό, κουβαλούσανε οι πλύστρες τα καλάθια με τα ρούχα, για να τ’ απλώσουνε απάνω στα τεντωμένα τα σκοινιά, κάτασπρα και φρέσκα. Οι μεσιές στο πλυσταριό σιδερώνανε και τραγουδούσανε. Αριστερά και λίγο παρέκει, τ’ αχούρι με τα κόκκινα τα κεραμίδια, και στ’ αχούρι δίπλα η μεγάλη μαβροσυκιά που την κόψαμε κατόπι. Χρεμετίζανε τ’ άλογά μας και το μικρό μου το μιντιλί γύρεβε να του δώσουνε τ’ άχερό του. Ανάμεσα στα δέντρα και τις φυλλωσιές, στη στέγη του λουτρού με τα στρογγυλωτά γυάλινα καπάκια, στα κεραμίδια, στις πέτρες, στα ξύλα, στον αχερώνα, στον μπαξέ, πηδούσανε τα σπουργίτια και φωνάζανε όσο μπορούσανε· όξω, στα κάγκελα του παραθυριού, είχα κρεμασμένα κλουβιά με καρδερίνες, σπίνους και φλόρια· κελαηδούσανε κι αφτά, που να βγάλουνε το λάρυγγά τους. Ήτανε ακόμη πρωί, μόλις η ώρα έξι. Μοσκοβολούσε το καλοκαίρι· γλυκομύριζε ως κι η δροσιά. Ο ήλιος ανέβαινε σιγά σιγά στον ουρανό και μοιάζανε όλα σα χρυσοραντισμένα, τα παλάτια, τα κύματα, οι δρόμοι. Αψηλά υψωνόντανε οι μιναρέδες. Ο Γαλατάς ξυπνούσε· μάνι μάνι ο καθένας πήγαινε στη δουλειά του· ανοίγανε τα μαγαζιά κι ο μαραγκός μας ο μαστρο-Θανάσης, που καθότανε τότες πλάγι στο σπίτι μας, έσιαζε κάτι σανίδια και κοίταζε απάνω, με το φίνο του, αγαθό χαμόγελο, να μου πει·
— «Δεν κατεβαίνεις, Αφεντικό, να κοπιάσεις και του λόγου σου εδώ, να μου δώσεις χέρι;»
Ο λαός δώθε κείθε στα σοκάκια περεχυμένος· παντού κίνηση και πλήθος. Στη θάλασσα και στη στεριά έτρεχε ολοένα, έτρεχε η ζωή.
Τώρα που γέρασα, όλα όλα τα βλέπω σα να τα είχα στα μάτια μου. Τότες εννοείται ήμουνε παιδί και δεν ήξερα να παρατηρήσω. Δεν πρόσεχα μήτε στη ζωή, μήτε στη δημιουργία. Πρόσεχα στα πουλιά μου κι έβαζα ξόβεργα, να ‘ρθούνε κι άλλα. Κάπου κάπου, απάνω στα γαλάζια τ’ ουρανού, θωρούσα κάτι στρογγυλούτσικα, χαριτωμένα συννεφάκια, ψιλά ψιλά κι άσπρα σαν το μπαμπάκι, που αγάλια γάλια τα χάδεβε απαλόπνοο αγέρι και τα ‘σερνε γλυκά μαζί του.
— «Αχ! τι νόστιμα που είναι! συλλογιόμουνε με το νου μου. Να μπορούσα να τα πιάσω! Να είχα ένα, θα το φιλούσα.»
Τη στιγμή που το ‘λεγα, να κι ο αδερφός μου ο Γιάννης που ανεβαίνει απάνω στο σερβανί. Θα τονέ θυμάστε ίσως κι από το Ταξίδι μου. Ο αδερφός μου ο Γιάννης ήτανε πολύ μεγαλύτερός μου. Μ’ αγαπούσε, καθότανε μαζί μου ώρες, έπιανε σωρό σωρό κουβέντες, του αρέζανε αναμεταξύ μας τα μωρολόγια, και πάντα έβρισκε κάτι να πει να γελάσουμε, καμιά νοστιμάδα καινούργια ή κανένα χωρατό. Λοιπόν, άμα με βλέπει, μου κάνει·
— «Μπρε αδερφέ! Μ’ έσκασε ο ανήρ.
Αρχίζει τότες και μου δηγάται για ένα φίλο του, που θύμωσε μαζί του απάνω στην ψαλτική, και κάθε τόσο να σου η φρασούλα μας·
— «Μ’ έσκασε ο ανήρ»
Το ‘λεγε και ξεκαρδιζότανε από τα γέλια.
Στην αρχή, δεν καταλάβαινα καλά καλά. Τι να είναι τάχα, και δω τι να γυρέβει ο ανήρ. Ρώτησα δειλά να μου το ξηγήσει·
— «Ανήρ, μου απαντά, είναι το ελληνικό.»
Δεν απόσωσε το λόγο του και μου φάνηκε ο ανήρ σαν κάτι ωραίο, σπάνιο, περίφημο, λαμπρό πράμα. Ελληνικό, λέει. Τι θες παραπάνω; Κόντεψα να τρελαθώ από τη χαρά μου. Μεμιάς ο νους μου φωτίστηκε. Ήξερα πια και γω τώρα ένα ελληνικό.
— «Το ελληνικό, συλλογιόμουνε και σήκωνα το κεφάλι, το ελληνικό είναι το μόνο το σωστό. Άλλο σωστό δεν υπάρχει.»
Αφτά μου τα λόγια, ελληνικά δεν τα ‘λεγα. Μα δεν πειράζει. Μήτε το ‘νιωθα τι σημαίνει ελληνικό, ποιο είναι και ποιο δεν είναι. Δε μ’ έκοφτε. Το κάτω κάτω, να που ο ανήρ ήτανε το ελληνικό. Τόσο μου έφτανε. Κάθε μέρα κυνηγούσα τον αδερφό μου το Γιάννη, να μου το ξαναπεί, να καμαρώσω. Να μην ακούσω άθρωπο μπροστά μου να ξεστομίσει το άνοστο άντρας. Τέτοια πρόστυχη, βάρβαρη λέξη που ελληνική δεν είναι, αφού ο ανήρ είναι το ελληνικό, τι θα την κάμεις; Με κολάκεβε φοβερά που εγώ κάτεχα το ελληνικό. Πήγαινα, το πρόφταινα και στους δούλους. Γύρεβα πίτηδες κουβέντες με τους μεγαλύτερους, να διούνε πως το ξέρω. Από το πρωί στο βράδυ, ανήρ έλεγα. Ότι που αντάμωνα τον αδερφό μου το Γιάννη·
— «Ανήρ, του φώναζα, καλημέρα!»
Ο αδερφός μου ο Γιάννης μου παρατηρούσε τότες πως σα φωνάζεις κανένανε, στην κλητική δηλαδή, το ελληνικό είναι άνερ.
— «Βέβαια! Βέβαια!» και καμωνόμουνε πως το ήξερα περίφημα.
Ξαναρχόμουνε στον ανήρ, που δυσκολίες δεν είχε, και χόρταινα. Στο τέλος κατάντησα να το βάζω παντού· μου φαινότανε πολύ νόστιμο, θυμούμαι, να λέω άξαφνα·
— «Ο σκύλος ο ανήρ! Η γάτα ο ανήρ! Το σπίτι ο ανήρ!» και σωρό άλλα τέτοια.
Ο αδερφός μου ο Γιάννης που είχε και κρίση, προσπάθησε να μου δώσει να καταλάβω πως δεν ταιριάζει παντού ο ανήρ και πως μου το είχε πει τις προάλλες, να γελάσουμε.
— «Δεν το λέμε πια εμείς, παρά έτσι μονάχα, για το γλέντι.»
Του κάκου. Δεν τον πίστεβα. Μέσα μου μάλιστα συλλογιόμουνε μήπως κι είναι αγράμματος Ακόμη και να είχε δίκιο, δε θα τον άκουγα. Μήτε πια καιρός να τον ακούσω, γιατί πήραμε δάσκαλο, ύστερις από ένα μήνα κι άρχισα πια στ’ αλήθεια να σπουδάζω τα ελληνικά.
Τα ελληνικά, δηλαδή, δεν τα σπούδαζα· τα ‘πινα, τα ρουφούσα. Ποιο να πρωτομάθω. Άλλη γλώσσα δεν ήθελα. Με το δάσκαλό μου δεν καταδεχόμουνε να μιλήσω παρά ελληνικά. Κι αν ανακάτεβα μερικά χυδαία, έλεγα πως δεν πειράζει· μ’ ένα ελληνικό μέσα στη φράση, πάβανε να είναι χυδαία όλα τ’ άλλα. Μόλις παίρναμε το βιβλίο στην παράδοση, και του έλεγα·
— «Νυν διαβαστέον!» επειδή πολύ νόστιμα το διαβαστέον, το περνούσα για ελληνικό, χωρίς να το υποψιαστώ πως έπρεπε τουλάχιστο να το πω διαβιβαστέον, που θ' άλλαζε και το νόημα.
Τα ελληνικά μου γεμίζανε το μάτι, τ’ αφτί και το στόμα. Με περεχούσανε περηφάνια.
— «Δάσκαλε, όλα θα τ’ αλλάξουμε. Αλλακτέα, θα κάμουμε μια μέρα τη γλώσσα μας γλώσσα. Το λοιπόν ομπρός κι ιτέον!»
Ως εκεί όμως δεν είχα μπει ακόμη ολότελα στο νόημα της ελληνικής. Όταν έμαθα μια μέρα, ξαφνικά, πως η αττική βάζει πλάγι πλάγι ενικό και πληθυντικό, τότες κατάλαβα την κλασική την ομορφιά, τότες θάμασα τη μοναδική την αρετή μιας γλώσσας που τολμά και λέει· τα παιδία παίζει.
Από κείνο τον καιρό, δεν μπορούσε πια κανείς να με πιάσει. Ένας άγνωστος θεός είχε καθίσει μέσα στην ψυχή μου και φούσκωνα, φούσκωνα ολοένα. Δεν ήτανε πια μόνο χαρά, που εγώ ήξερα τέτοια πράματα, ήτανε τρέλα, ήτανε ζάλη. Τα παιδία παίζει! Μου φαντάζανε τα λόγια τούτα σαν κάτι που έμοιαζε όλο μαζί παράξενο και θείο·
— «Διες γλώσσα εσύ που το λάθος σου το κάνει κανόνα, σου το κάνει αριστούργημα!»
Παρατήρησα κι άλλα κάμποσα, που άναψε πια ο νους μου. Τα μάζωνα με λατρεία· είχα διαβάσει άξαφνα στον Όμηρο τω δε ταχ' εγγύθεν ήλθον· και χείρε πετάσσας αμφοτέρας· στον Ξενοφώντα, τω χείρε ας· στο Δημοστένη, δικαστηρίοιν δυοίν εψηφισμένων· στον Πλάτωνα, δυνάμεις δε αμφότεραί έστον· το πιο νόστιμο στο Θουκυδίδη, ο άλλος στρατός ανέβαινον· και περιίσταθ’ όμιλος τερπόμενοι.
— «Γλώσσα, έλεγα, να γλώσσα, μωρέ! Καμιά σε τέτοιο σημείο δεν έφτασε, ούτε η δική μας, η πρόστυχη. Τα παιδία παίζει!
Δεν τολμούσα πολύ πολύ να μιλώ έτσι, όση όρεξη κι αν είχα. Μα κατάλαβα πως από την αττική στο εξής έπρεπε να παίρνουμε μαθήματα. Μερικά μάλιστα, μου φαινότανε πως μπορούσαμε κάπως εφκολότερα να τα μιμηθούνε. Λόγου χάρη, στη φράση εκείνη του Θουκυδίδη, καμάρωνα το περιίσταθ’ όμιλος.
— «Βλέπεις; Αντίς περιίστατο, επειδή έχει δασεία! Πώς να πω και γω τίποτις που να μοιάζει, να καταλάβουνε πως για τη δασεία το ξέρω;»
— «Ουχ οράς, άνερ, ως τα ζώα τρέχει;» γύριζα κι έλεγα του δούλου που με συντρόφεβε στο δρόμο, άμα έβλεπα καμιά γάτα που την κυνηγούσε κανένα σκυλί. Το ουχ οράς μου φαινότανε πετυχημένο. Φυσικά, δεν καταλάβαινε ο δούλος· μα εμένα δε με πείραζε. Καταντούσα να μην ακούω και να μη βλέπω· κοίταζα μόνο τη γραμματική, μου· συλλογιόμουνε μόνο τον αττικισμό μου.
Άμα βρισκόμουνε πουθενά, ή με φίλους, ή με παιδιά, ή σε καμιά παρέα, όποια κι αν ήτανε, τους άφηνα ήσυχα όλους ν’ αλέθουνε τα λόγια σαν τους μύλους, ενώ τους καταφρονούσα εγώ τους χυδαίους·
— «Οι κακόμοιροι! Δεν ξέρουνε αφτοί, εγώ ξέρω. Άσ’ τους να κουρέβουνται. Τα παιδία μωρολογεί.»
Ο κανόνας της αττικής είχε γίνει θησαβρός μου, χαρά μου, καμάρι μου, κάφκημά μου. Κάποτες ατένιζα τους μιναρέδες, θυμόμουνε τον κανόνα μου και μεγάλωνα μεγάλωνα.
— Τα παιδία παίζει. Ουξ Αττικής ανήρ έφη, εγώ δηλαδή, κι έριχνα στους μιναρέδες μια περήφανη ματιά.
Συχνά μας έρχεται μια ιδέα, χωρίς να μπορούμε να προσδιορίσουμε μήτε από πού, μήτε πώς μήτε γιατί μας ήρθε. Φαίνεται πως ανήξερά μας, μέσα μας, μαζώνουμε και μαζώνουμε γίνεται στο μυαλό μας μια σκοτεινή, μια κρύφια, μια υποσύνειδη εργασία, κι ένα πράμα που άξαφνα το λέμε πρώτη φορά, το συλλογιστήκαμε χρόνια. Έτσι και το μπουμπούκι που σκάνει την αβγή, ακόμη και στο χώμα μέσα, συνεφτιάνει τη θωριά του.
Μια μέρα διάβαινα με τον αδερφό μου το Γιάννη, από το μεγάλο το Γεφύρι. Ο αδερφός μου ο Γιάννης ήθελε να μου δείξει την Αγιά Σοφιά. Οι μιναρέδες, εκείνη την πρωινή, φαντάζανε δεν ξέρω πως σα σούβλες που πολύ δυσάρεστα μου τρυπούσανε τα γαλάζια τ’ ουρανού.
Εγώ κοίταζα και συλλογιόμουνε τον κανόνα μου. Τα παιδία παίζει.
Άξαφνα, παστρικά και δυνατά, μια φωνή μέσα μου δήλωσε·
— «Να φύγω! Να φύγω γλήγορις από δω! Και τόντις, δεν πέρασε καιρός, σα να τ’ ακούσανε οι γονιοί μου και με στείλανε να σπουδάσω στο Παρίσι.
Στο σκολειό, κατόπι στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού, έκαμα σωρό φίλους. Ο ένας ήθελε να γίνει μαθηματικός, ο άλλος ιστοριογράφος, ο άλλος ζουγράφος, ο άλλος, όξω από τα γράμματα σωτηρία δεν έβλεπε.
Αχ! τι δίκιο που είχε! Τα γράμματα και πάλε τα γράμματα! Η τέχνη! Να πει κανείς εκείνο που έχει μέσα του, να το πει με τα λόγια τα ζωντανά, όχι με λόγια ξένα. Και να τα πει όλα, όσα μπορεί, όσα όσα χωρεί ο νους του. Το συλλογιόμουνε, κι η δημιουργία μου φαινότανε αμέσως δική μου, δικός μου ο άθρωπος. Να περιγράψω τη δημιουργία, να ξεδιαλύσω την ψυχή του αθρώπου! Τι καλά! Μακάρι να μας βγούνε άξαφνα στην Ελλάδα ποιητάδες και πεζογράφοι ασκέρια! Πόσα μυστικά θα μας ξεσκεπάσουνε! Πόσα τραγούδια θα μας ψάλουνε! Πόσα πρωτόφωτα, πόσα θα μας μάθουνε πρωτάκουστα! Δεν τα βλέπεις όλα, καλέ, που τους προσμένουνε και τρέμουνε; Όλα τους ανάγγιχτα και φρέσκα! Εκείνο που γέρασε αλλού, εδώ είναι αβγερινό. Χαράματα έχουμε όχι μόνο στη γλώσσα μας, έχουμε χαράματα και στη ζωή μας. Με τη λέξη την καινούργια που θα διαλέξεις, γίνεται καινούργιος κάθε τόπος που περιγράφεις, γίνεται και κάθε σου αίστημα καινούργιο, μόνο που το εκφράζεις.
Η τέχνη! Αχ! η τέχνη! Ναι, ανάγκη και στην Ελλάδα να βγούνε από κείνους τους μεγάλους, που είναι του κόσμου η χαρά. Κοίταξε τι γλυκά που φυσά τ’ αγέρι στις φυλλωσιές, τι νόστιμα που σου χαδέβει τα μάτια ο ουρανός. Βάλε τ’ αφτί σου, άκουσε τι ψιθυρίζει μέσα της η καρδιά της Ρωμιοσύνης. Όλα τ’ ανείπωτα γυρέβουνε τον ειπωμό τους. Ο ποιητής μας πού θα βρεθεί;
Του κάκου! Δε φελούσε που αναστέναζα κι ονειρόπλεκα και λαχταρούσα να βγω ποιητής. Στ’ άλλα τα έθνη έχει νόημα η ποίηση· νόημα έχει ν’ απλώσει τα φτερά της η φαντασία. Σε μας δεν έχει· πρέπει πρώτα ν’ αποφασίσει σε τι γλώσσα θ’ απλώσει τα φτερά της, σε τι γλώσσα η ποίηση της ψυχής σου θα ξεχειλίσει. Δεν μπορούμε να κάμουμε ποίηση. Πρέπει πρώτα να κάμουμε γραμματική. Κι αφτό με βασάνιζε και με βαστούσε. Είχα διαβάσει στο σκολειό ίσια ίσια κάτι ωραία, κάτι μοναδικά ποιήματα για τα παιδιά, του Βίχτωρ Ουγκώ. Αχ! μια μέρα να κατάφερνα και γω τέτοια! Μα τη στιγμή που το ‘λεγα, θυμόμουνε με τρόμο τα μαθήματά μου τα πολίτικα με το δάσκαλό μου. Τραγικός μου φαινότανε ο περίφημος ο κανόνας, που τώρα μου έκοφτε την ορμή μου, ενώ τότες στην Πόλη, παιδί, μου άναφτε το νου. Τα παιδία παίζει. Ναι, βέβαια, έτσι μιλούσανε οι προγόνοι, σ’ ένα κομμάτι γης που λεγότανε Αττική. Μα κατόπι, σε όλη την Ελλάδα, το είπανε Τα παιδία παίζουσι. Και σήμερα θα πούμε· Τα παιδιά παίζουνε. Βοήθα, βοήθα, Κύριε! Ποιο είναι το σωστό; Ποιο δεν είναι λάθος; Δεν ήξερα κι απελπιζόμουνε και πελάγωνα και την πέννα μου δεν μπορούσα να πιάσω, να χαράξω λεξούλα για τα παιδιά.
Ένα πρωί, τη στιγμή, που ξυπνούσα, δεν ξέρω πώς, τα πρώτα λόγια που ξεστόμισα δυνατά, ήτανε τα τρία τ’ ακόλουθα·
— «Λάθος δεν έχει!»
Μάλιστα! Δεν έχει λάθος. Έχει εποχές. Δίκιο έχει ο καθένας στον καιρό του, στον καιρό του λέει ο καθένας το σωστό. Δίκιο είχανε οι Αττικοί, που λέγανε Τα παιδία παίζει·* Δίκιο οι κατοπινοί τους, που είπανε· Τα παιδία παίζουσι. Δίκιο εμείς που λέμε· Τα παιδιά παίζουνε. Να που τώρα με το φως το ιστορικό, άλλαζε το ζήτημα όψη και νόημα.
Όταν τα είδα έτσι τα πράματα, διαφορετικά, όσο γίνεται, από κείνο που τα ‘βλεπα στην Πόλη, στο σερβανί μας, ύστερα με το δάσκαλό μου, έπαιρνα πάλε όλες τις γνωστές μου τις λέξες μια μια, μια μια τις περνούσα με το νου μου· άντρας, γυναίκα, παιδί, αγόρι, κορίτσι, κόρη, γιος, νύφη, γαμπρός, πατέρας, μητέρα, γιαγιά, παππούς, αδερφός, αξάδερφος· πρόσωπο, μάτι, φρύδι, μέτωπο, αφτιά, μαλλιά, τρίχα, δόντια, χείλια, χέρια, νύχια, ποδάρια, ράχη, πετσί· άνοιξη, χειμώνας, καλοκαίρι, χινόπωρος, κεφάλι, μυαλό, δρόμος, σπίτι, κάμαρα, κρεβάτι, κούνια, μέρα, βδομάδα, μήνας, χρόνος, χρόνια — όλη μας, καλέ, η ζωή, όλη ξετύλιγε μέσα μου το άγιο πανόραμά της, κι όλα, όλα, μωρέ, μου φαινόντανε άγια τώρα, θεία όλα τους και σωστά κι αληθινά και ωραία.
Πώς το λοιπόν και με τι δικαίωμα πήγανε και μας τ’ αλλάξανε και στη θέση τους βάλανε ανήρ, γυνή, παις..., κοράσιον, θυγάτηρ, νιος, νύμφη, γαμβρός, πατήρ, μήτηρ, προμήτωρ, προπάτωρ, αδελφός, εξάδελφος· πρόσωπον, οφθαλμός, οφρύς, μέτωπον, ους, θρίξ, οδούς, χείλος, χείρ, όνυξ, πους, δέρμα, ράχις· έαρ, χειμών, θέρος, φθινόπωρον, κεφαλή, μυελός· οδός, οίκος, δωμάτιον, κλίνη, κοιτίς, ημέρα εβδομάς, μην, έτος, έτη; Πώς μας αλλάξανε όλη μας έτσι τη ζωή; Πρέπει τώρα, όσα μας χαλάσανε, να τα ξανασιάξουμε, όσα μας γκρεμίσανε χάμω, να τα ξαναστυλώσουμε εμείς.
Ήμουνε τότες αρχάριος και δεν είχα παραβαθύνει τα καθέκαστα. Τέτοια όμως στάθηκε η αρχή μου, από τέτοια μιαν αρχή ξεκίνησα — και πήγα ομπρός, επειδή έβλεπα πως δε με γελούσε. Το κατάλαβα, εκεί που κάποτες κόντεβα να τα μπερδέψω, γιατί έλεγα·
— «Να γράφουμε όπως μιλούμε, καλά! Τότες πρέπει να γράψουμε σωρό σωρό πράματα, που δεν έχουνε καμιά σκέση με κείνα που ήθελα εγώ να γράφουμε. Αμέ; πώς θα γράφουμε η συζήτησις, ενώ γράφουμε η ράχη; Δε συφωνούνε αφτά. Εμείς δεν έχουμε πια τέτοιες ονομαστικές. Πώς να κάμουμε; Να μη γράφουμε τέτοια χρήσιμη λέξη όπως είναι η συζήτησις; Να μη συζητούμε; θα πεθάνει χωρίς συζήτηση ο Ρωμιός.»
— «Μωρέ, κουτός που είμαι, αποκρινόμουνε στον εαφτό μου! Να, που και μονάχος σου μας το είπες συζήτηση, όπως μας είπες και ράχη. Γράψ’ το κιόλας να τελειώσει, να μη συζητούμε.»
— «Μα δεν είναι όλα δα τόσο εύκολα. Η συζήτηση πάει ρολόι, γιατί όλο συζητά ο Ρωμιός, και γλήγορα συμμορφώνει με τη φυσική λαλιά του, όσα ξένα συνηθίζει. Με τ’ ασυνήθιστα πως θα τα βολέψεις, αν τα ‘χεις ανάγκη; Τη Μούσα πως θα την κλίνεις, εσύ που θέλεις να γράφουμε όπως μιλούμε — και για τη Μούσα ποιος μιλά;»
— «Γαϊδούρι που είσαι, μωρέ (στον εαφτό μου τα ‘λεγα πάντα)! Όπως μιλούμε δε σημαίνει πως μιλούμε αλαμπουρνέζικα. Όπως μιλούμε δε σημαίνει πως θα γράφουμε αλλόκοτα, πως θ’ ανακατώνουμε τις εποχές. Την εποχή τη δική μας θ’ ακολουθήσουμε· δεν το είπαμε κιόλας; Αμέ; Της μούσης άραγες θα μας το κλίνεις; Τότες μια γλώσσα για σένα είναι καμωμένη από λέξες; Ο τύπος, να, το μόνο το γνώρισμά της. Κι ο τύπος θέλει της μούσας, αφού τέτοια σήμερις η γραμματική μας. Βέβαια. Σα λέμε γλώσσα που μιλιέται, φυσικά, τη γραμματική της εννοούμε, την ταχτική, τη σημερνή γραμματική της, καθώς μας την κάμανε οι αιώνες. Σε τσάκωσα το λοιπό, φίλε μου, και σώπα.»
— «Δε γλίτωσες ακόμη. Για πες μου τον κανόνα σου εκείνο της Αττικής...»
— «Ποιόνε; Τα παιδία παίζει;»
— «Ναίσκε! Σήμερα πως το κανονίζεις;»
— «Τα παιδιά παίζουνε. Ακόμη δεν το ξέρεις;»
— «Στάσου και μη θυμώνεις. Πώς έρχεσαι και αποφασίζεις πως θα γράφουμε τη γλώσσα που μιλούμε; Πρέπει πρώτα να μας ξακριβώσεις ποια γλώσσα μιλούμε, αφού και παίζουν και παίζουνε λέει ο κόσμος; Εδώ σε θέλω.»
Μου τσακίστηκε το θάρρος και ζεματίστηκα με την απροσμόνητη αντίρρηση του δέφτερου του εαφτού μου.
Δεν αποκρίθηκα τίποτα. Και μελέτησα. Το ‘ριξα στη σπουδή. Πάσκισα δηλαδή, όσο γίνεται, να μάθω τη γλώσσα που μιλιέται.
Σήκωσα στο τέλος το κεφάλι και με κάποιαν αφτάδεια, κοίταξα το άλλο μου το εγώ·
— «Δε σε φοβούμαι. Γιατί τώρα είδα πως πρέπει να διαλέγουμε, όταν έχουμε δυο τύπους ή και περσότερους.»
— «Να διαλέγεις; Τότες είναι κανόνας του κεφαλιού σου;»
— «Διόλου! Διαλέγεις τον τύπο πού είναι ο πιο συφωνότερος με τη γραμματική της γλώσσας που μιλιέται. Και μπορώ να σου αποδείξω πως ο καλύτερος είναι ο τύπος με το ε, παίζουνε, γιατί...»
Με αντίσκοψε ο άλλος ο εγώς, επειδή την απόδειξη καμιάν ανάγκη δεν την είχε. Την ήξερε. Γύρεβε μονάχα φιλονικίες.
— «Του κάκου! Εβγενική δεν είναι η γλώσσα σου. Και ξενίζει. Κοίταξε· το σπίτι, ξένο· του σπιτιού; βάρβαρο· αηδία ο πατέρας, αηδία οι γλώσσες, ενώ...»
— «Με σκότισες. Να μην τον ακούσω τον πατήρ σου. Μίσος μου έρχεται για τα τέτοια. Μίσος και σιχαμός. Οι γλώσσαι σου ακόμη πιο μισητές και σιχαμένες. Τα θαρρείς ελληνικά, σαν τα βλέπεις γραμμένα· διες τα προφερμένα και θα νιώσεις, αφού τα λες γλόσε και πατίρ. Ελληνικά είναι αφτά; Να τα χαίρεσαι. Τα δικά μου είναι. Στο σπίτι και στο σπιτιού μου, σώζουνται δυο παλιές δεφτερόκλιτες κατάληξες, που...»
— «Σώνει! Το ξέρω, μα δεν ήθελα να τα πω. Ρωμιός, βλέπετε, ο φίλος. Μα κι ο ίδιος άρχισε να το συλλογιέται με τα σωστά του, μια μέρα που από έναν άλλο Ρωμιό έτυχε ν’ ακούσει του πατήρ και τη σημείωσις·
— «Χαλνούνε τη γλώσσα, λέει, εκεί πού νομίζουνε οι κουτοί πως θέλει διόρθωμα. Διόρθωμα θέλει το κάφκαλό τους.»
Όταν αναγκάστηκε σε τέτοια παραχώρηση ο εσώψυχός μου αντίπαλος, πήρα πια την ανάσα μου και φώναξα·
— «Ζήτημα γλωσσικά δεν υπάρχει. Δεν υπάρχει συζήτηση καμιά. Υπάρχει εθνική γλώσσα — η γλώσσα που μιλιέται και που χρέος μας να τη γράφουμε από δω και ομπρός.
Από τότες, απόφαση το ‘καμα να μη γίνω δάσκαλος.
Την απόφασή μου όμως, δεν τη διατύπωσα μέσα μου ρητά. Την κατάλαβα, έτσι, από ένα περίεργο περιστατικό, επειδή κάποτες φτάνουνε ή ένα περιστατικό ασήμαντο ή ένας λόγος, για να νιώσεις όσα ίδια η λογική σου δε σου ξεδιάλυσε ακόμη.
Στεκόμουνε μια μέρα μπροστά στον καθρέφτη μου και με κάποια χαρά, μετρούσα τις τρίχες του μουστακιού μου·
— «Αχ! λέω, τι διαφορά με τον καιρό του σερβανιού, σα γύρεβα στην Πόλη να πιάσω τα σύννεφα, κι ένα πρωί ανέβηκε ο αδερφός μου ο Γιάννης, να μου μάθει τα πρώτο μου το ελληνικό! Πάνε που πάνε τα χρόνια τα παλιά! Να σου που άξαφνα βγαίνω και γλωσσολόγος. Να σου που δεν ντρέπουμαι πια τη μητρική λαλιά μου. Και βέβαια. Έτσι πρέπει, έτσι το σωστό. Δεν ταιριάζουνε τα παιδιακίσια, τώρα που αρχίζω και γίνουμαι... κόντεψα να πω ανήρ. Όχι! αδύνατο, νόημα δεν είχε, και είπα με ακλόνιστη απόφαση — τώρα που αρχίζω και γίνουμαι άντρας.
Μη θαρρείτε όμως πως ξέχασα τα μαθήματα του δασκάλου μου — μήτε τον κανόνα της αττικής.
Κάθε φορά που ακούω ελληνικούρες ή που διαβάζω καθαρέβουσα, συλλογιούμαι πως κάτι παιχνίδια είναι συνάμα και κωμικά και τραγικά άξια να καταντήσουνε. Τότες πάλε ψιθυρίζω λυπητερά·
— «Τα παιδία παίζει.»
Δεκαεφτά του Οχτώβρη, 1888. — Είκοσι πέντε του Απρίλη, τρίτη — παρασκεβή, πέντε του Μάη, 1911.