Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ο Ελληνο-ελβετικός πόλεμος

Από Βικιθήκη
Ο Ελληνο-ελβετικός πόλεμος
Συγγραφέας:
Στον ίσκιο του πλατάνου


(Δημοσιέφτηκε στο Νουμά, κ. αρ. 434, 1 του Μάη, 1911.)


Αφιερώνεται της Εβγενίας Ζωγράφο


Εκείνος ο φοβερός, ο απροσμόνητος, ο πρωτότυπος πόλεμος που ακολούθησε στα χίλια εννιακόσια πενήντα, μεταξύ Ελλάδας κι Ελβετίας, αν και περιβόητος, έμεινε ακόμη αδήγητος. Δεν ξέρουνε μάλιστα οι περσότεροι ποιο να στάθηκε το πρώτο αίτιο. Εγώ εκεί βρέθηκα τότες κι έτσι το ξέρω, να σας το πω.

Λοιπόν, την τριακοστή πρώτη του Άη Δημήτρη, χίλια εννιακόσια σαράντα τέσσερα, μέρα πέμτη — επειδή τόντις μια πέμτη έπεφτε η τριακοστή πρώτη — το μεσημέρι, στις δώδεκα πούντο, ένας νέος διπλωμάτης, Ρωμιός, ο Καφτανόπουλος, έφεβγε από την Αθήνα με το τρένο της Πάτρας, όπου έφτανε το βράδυ. Μπαρκαριζότανε αμέσως για τους Κορφούς κι από κει, την πρώτη του Σποριά, παρασκεβή, για το Μπρίντιζι. Στο Μπρίντιζι κατέβαινε στις τέσσερις ήμισυ το πρωί, δυο του Σποριά, σάββατο, έπαιρνε μισή ώρα υστερότερα το σιδερόδρομο που ανεβαίνει το ραχοκόκκαλο της Ιταλίας, προγεμάτιζε στη Φότζια, δειπνούσε στην Ανκώνα, έπινε καφέ με γάλα στο Μιλάνο, την αβριανή, κεριακή, τρεις του Σποριά, και την ίδια μέρα, κεριακή, τρεις — μέρα που μας τα χάλασε όλα — το μεσημέρι, έφαγε στη λοκάντα του σταθμού, στα σύνορα της Ελβετίας. Εννοείται πως ξακολούθησε το δρόμο σε βαγόνια ελβετικά.

Εγώ ταξίδεβα μαζί του. Μα δεν είχαμε ακόμη γνωριστεί. Πού για γνωριμίες η ψυχή μου; Ήμουνε αναποδογυρισμένος, ζαλισμένος από τον πόνο τον περίσσιο. Είχα, ίσια ίσια τις τριάντα μια του Άη Δημήτρη, αποχαιρετήσει την αγάπη μου τη μεγάλη. Τα μάτια μου βουρκωμένα και τα κρατούσα σφαλιχτά, να μη βλέπω τον γκρίζο, το συννεφιασμένο τον ουρανό, που άμα τον έβλεπα, με πνίγανε τα δάκρυα. Ερχόμουνε από τη χώρα του ήλιου και της φεγγοβολιάς· τον ουρανό μας ακόμη προσπαθούσα μέσα μου ν’ αγναντέψω, από κάτω από τα βλέφαρά μου τα κλειστά. Δεν ήξερα πως θα το καταφέρω ν’ αντέξω εκεί απάνω στη Δύση, όπου το φως το λιγοστό αιώνια θα μου θύμιζε τη στιγμή του μισεμού, σαν είδα γύρω μου όλα τα πράματα να λιγοστέβουνε λες, να χάνουνται, μαζί με την καρδιά μου, που και δάφτη μου λιγόστεβε κι όλο μου λιγόστεβε μέσα μου. Έπρεπε να μείνω έξι μήνες στη Λόντρα, ώσπου ν’ αποτελειώσω μια εργασία στο Βρετανικό Μουσείο, που είχα εντολή κι αποστολή από το Εθνικό Πανεπιστήμιο — βλέπετε τι προκομμένο πια σε κείνη την εποχή — να την περατώσω, για κάτι κείμενα δημοτικά του μεσαιώνα. Και τότες μόνο τα μάτια της να ξαναδιώ! Τι θα γινόμουνε στο μεταξύ; Τρόμαζα με τους τόπους τους απόμακρους, που έτσι βρισκόμουνε ξαφνικά σαν παραδοσμένος στη βάρβαρη την εξουσία τους. Ο Γκοτάρντος εκείνος, ο πληχτικός, ο ανυπόφορος, ο πελώριος, με τα τουνέλα του τ’ αμέτρητα, με τρέλαινε. Βουνά είναι αφτά; Κάτι απελέκητα, καμπούρικα πράματα, χοντρά, πρόστυχα, που σα να πέσανε από δεν ξέρω πού, χωρίς να βρούνε τον τρόπο να βολεφτούνε, να στρωθούνε και να στρώσουνε, να σου πάρουνε, αδερφέ, μια μορφή. Όγκοι άμορφοι κι άξεστοι κι άγραμμοι. Πού οι γραμμές οι δικές μας; Πού οι κορφούλες οι χαριτωμένες της Αττικής; Πού τα ξεστρογγυλωμένα μας τα βουναράκια τα μοναδικά; Να τα θωράς και χαρούμενη ν’ αναφτερώνεται στα στήθια σου η αγάπη, για ν’ ανεβαίνει γλυκά στην κορφή τους ή να κάθεται ειρηνεμένη στις πλαγιές τους. Και τώρα, να θωράς τον καταραμένο τον Γκοτάρντο, ενώ η αγάπη στα σπλάχνα σου σπαρταρά, σαν το πουλί, που πάει να το πλακώσει βράχος!

Ο κ. Καφτανόπουλος, αντίκρυ μου, στην αντίθετη γωνιά, ερωτεμένος σίγουρο πως δεν έμοιαζε να είναι. Δηλαδή, σφαλνούσε τα μάτια του σαν και μένα, μα ένας κρότος αλαφρός, ρυθμικός, έδειχνε πως ο άθρωπος δεν τα κρατούσε σφαλιχτά για να μη βλέπει τον Γκοτάρντο. Ρουχάλιζε.

Κρίμας που ένας αδιάκριτος υπάλληλος, έτσι, ξαφνικά, ήρθε να του κόψει τον ύπνο του το γλυκό. Από τον καιρό που δουλέβανε οι ελβετικοί σιδεροδρόμοι, ως τα χίλια εννιακόσια σαράντα τέσσερα που είχαμε, δεν άλλαξε μήτε η στολή, μήτε το ύφος, μήτε πες και το πρόσωπο του υπάλληλου, που ήτανε αμαξάρχης, μπιλιετατζής, οδηγός του τρένου, φτάνει όρεξη να ‘χεις, μας αραδιάζεις κι άλλα, επειδή στην παινεμένη την Ελλάδα μας, ακόμη και στα χίλια εννιακόσια σαράντα τέσσερα, ξακολουθούσανε να φτιάνουνε, για κάθε ανάγκη καινούργια, όρους όξω από τη ζωή παρμένους, που αδύνατο η ζωή να τους θυμάται· δεν τους ήξερε κανένας, ύστερις από αιώνες μαθήματα και σκλαβιά της καθαρέβουσας.

Ό,τι όνομα λοιπόν κι αν του δώσετε, ο λεγάμενος έμοιαζε απαράλλαχτο ιδιοκίνητο που καμιά, κρύφια μέσα του μηχανή, άμα την κούρδιζες, τον έβαζε σε κίνηση. Τον κούρδιζε για την ώρα η σωτηρία της Ελβετίας, ή σαν προτιμάτε, ο υπαλληλισμός. Έπρεπε να περάσει να διει αν είναι όλα σε τάξη, για το καλό, για την ασφάλεια, για τη φήμη του τόπου του. Με τις κοντές του τις φαβορίτες, με τη χοντρή του τη μύτη, με την κουμπωμένη ως το πιγούνι του τσόχινη μάβρη φορεσιά, που τα κουμπιά της γυαλίζανε από πάνω ίσια με κάτω και που στράφτανε τα κόκκινά της τα γαλόνια, με την κασκέτα του και τα στιβάλια του σαν Προύσσος στρατιώτης, ίσιος, αλύγιστος, και πάντα κουρδισμένος, σήκωσε τα πέντε δεξιά του δάχτυλα προς την κασκέτα του, πειθαρχικά, να χαιρετήσει μ’ όλο το σέβας έναν ταξιδιώτη πρώτης τάξης, μου γύρεψε το μπιλιέτο μου, του το ‘δειξα, κοίταξε στα πλεμάτια τα μπαουλάκια μου, τι λογής είναι. Μα εγώ που δεν ήθελα ούτε ομιλίες ούτε σκοτούρες, ίσια ίσια εκείνη τη στιγμή, προτού ξετάσει τίποτις, του έβαλα στη φούχτα δυο φράγκα, κι αφτός πάλε, με το ίδιο κούρδισμα, τα ‘βαλε στην τζέπη του.

Έπειτα προχώρησε προς τον κοιμισμένονε. Τον ξύπνησε αλύπητα. Ο δύστυχος άνοιξε τα μάτια του· ξεδίπλωσε το μπιλιέτο του που το είχε τυλιγμένο στην απόδειξη τη χάρτινη για τα μπαγάλια, την ξανατύλιξε με το μπιλιέτο στη μέση, βολέφτηκε στη γωνιά του και δώσ’ του κοιμήσι.

Κοντοστάθηκε η μηχανή, δηλαδή ο υπάλληλος, σα να πρόσμενε κάτι. Μήτε κάτι έφεξε μήτε διάολος. Κοίταξε δέφτερη φορά προς τα πλεμάτια. Πήρε τα μάτι του μια βαλίτσα κίτρινη και μακρούτσικη.

Χαιρέτησε με την κασκέτα·

— «Δική σας, είναι, Κύριε, η βαλίτσα;»

—«Δική μου, βέβαια», του αποκρίθηκε μαχμουρλίδικα ο Καφτανόπουλος, και του γύρισε τη ράχη!

Με ησυχία μεγάλη, με ειρήνη που να πεις — αν και το κίνημά του έμελε να μας φέρει τον πόλεμο — τράβηξε ο Ελβετός από το γελέκι του ένα μέτρο, κατέβασε τη βαλίτσα, δίχως να ζητήσει άδεια καμιά, τη μέτρησε, ξανάβαλε το μέτρο στην τζεπούλα του, μα δεν ξανάβαλε στη θέση της τη βαλίτσα, που τη βαστούσε και δεν έμοιαζε πρόθυμος διόλου να την αφήσει·

— «Δεν έχει, του κάνει, το νόμιμο μάκρος. Επιτρέπουνται πενήντα εκατοστόμετρα. Λογαριάζει αφτή πενήντα πέντε. Δεν μπορεί να μείνει εδώ. Πρέπει να την πάω στην αποθήκη με τα μπαγάλια, και την παίρνω μαζί μου.»

Ο κ. Καφτανόπουλος πια είχε ξυπνήσει. Αναπετάχτηκε·

— «Πώς το είπες; Να πάρεις, να πάρεις μαζί σου τη βαλίτσα μου; Των αδυνάτωνε το αδύνατο!»

— «Και γιατί, παρακαλώ;»

— «Γιατί απλή βαλίτσα δεν είναι· είναι βαλίτσα διπλωματική!»

Ο Θεός να κατέβαινε από τον ουρανό, να πρόσταζε της θάλασσας ο Θεός· «Μέχρι τούτου ελεύση, και ουχ υπερβήση», βέβαια πως δε θα το ‘λεγε με το μεγαλείο που τόνισε ο κ. Καφτανόπουλος τις δυο λέξες βαλίτσα διπλωματική. Βαλίτσα διπλωματική! Για στοχάσου το! Εκεί, στη βαλίτσα μέσα, είναι τα μυστικά του Κράτους. Κι α δεν είναι, δεν πειράζει. Επειδή, πρέπει να ξέρουμε πως η διπλωματική βαλίτσα, πάντα βαλίτσα δεν είναι. Μπορεί να ‘ναι ό,τι θέλεις, άξαφνα κάσσες ξύλινες με σωρό έπιπλα ή όπως έτυχε κιόλας μια φορά, με πιάνο μέσα. Μια κι έχει την επίσημη σφραγίδα της τάδε πρεσβείας ή της ντόπιας κυβέρνησης, πάβει να είναι κάσσα, γίνεται βαλίτσα. Όταν είναι πάλε καθαφτό βαλίτσα πέτσινη, χρησιμέβει το περσότερο για τσιγάρα ή πούρα της κόντρα μπάντας. Ο διπλωμάτης που ταξιδέβει με τη βαλίτσα, έχει εννοείται το δικαίωμα να βάλει μέσα τα πουκάμισά του, τα τσουράπια του, τα σώβρακά του, τα ξουράφια του και της ερωμένης του τα ραβασάκια. Η βαλίτσα του κ. Καφτανόπουλου θαρρώ πως τέτοια είχε, υποθέτω και μπουκαλάκια με αρώματα, γιατί μύριζε τρομερά. Και τι πειράζει; Μήπως δεν είναι πάντα βαλίτσα διπλωματική; Μυρωδάτη, όσο θέλεις, μα βαλίτσα.

Είχε σηκωθεί ολόρθιος ο κ. Καφτανόπουλος κι άπλωνε το χέρι, να ξαναπιάσει το φορτίο το ιερό.

— «Δε γίνεται, Κύριε!»

— «Δε γίνεται;!» Θύμωνε, άναφτε ο κ. Καφτανόπουλος.

— «Κανονισμένο», του αποκρίθηκε ψυχρά ψυχρά ο άθρωπος. Σε λίγο πανάλαβε·

— «Πενήντα εκατοστόμετρα, όχι παραπάνω.» Κι έφυγε ήσυχα με τη βαλίτσα. Ένιωθες πως του κάκου. Τη μηχανή του τρένου μπορούσες ίσως να σταματήσεις. Τη μηχανή της υπαλληλίας, μήτε να το συλλογιστείς.

— «Θα διεις! θα διεις! Και θα σου κοστίσει! θα σου κοστίσει γερά!» φώναζε ο κ. Καφτανόπουλος, δηλαδή ό,τι φωνάζει κανείς, σα βλέπει πως δεν μπορεί να κάμει τίποτα παρά να φωνάζει.

Έπειτα γυρίζει και με κοιτάζει. Δεν είχαμε μιληθεί ακόμη, με γνώριζε όμως από την Αθήνα, που μαζί ανεβήκαμε. Είχε ανάγκη να ξεθυμάνει·

— «Πώς σας φαίνεται αφτό, κύριε Αριστοτελίδη;»

— «Ανάθεμάν τα και τρις ανάθεμάν τα!»

— «Ορίστε;»

— «Μάλιστα! Να μην ήτανε, δε θα είχαμε τέτοιους μπελάδες!»

— «Ποια να μην ήτανε;»

— «Τα βουνά, καλέ!»

Με τήραξε τότες, σα να ήμουνε τρελός. Δεν καταλάβαινε πως για μένα η ανυπόφορη φασαρία, πως του υπάλληλου το φέρσιμο ερχόντανε όξω από την ώρα τους, να με σκοτίσουνε, να με ταράξουνε στου πόνου μου τη μοναξιά ή την απομόνωση, να μ’ αναγκάσουνε να βλέπω τον Γκοτάρντο, που τον καταριόμουνε άλλη μια.

— «Τα βουνά;» ρώτησε.

— «Τα βουνά! Η οργή να τα πάρει!»

— «Να πάρει μαζί όλη την Ελβετία!»

— «Κι όλους τους σιδεροδρομικούς υπάλληλους!»

— «Ακούτε κει! Τόση αφτάδεια!»

— «Και τέτοια προσβολή! Άτοπο, άδικο, αδύνατο να μείνει ατιμώρητη!»

— «Πώς όμως; Πώς;»

— «Δε βλέπω. Ένα ξέρω, πρέπει αναντίλεχτα, να βρεθεί τρόπος, αφού τονέ φοβερίσατε κιόλας. Το χρωστάτε και στον εαφτό σας. Ειδεμή, θα πέσετε μικρός. Μαζί σας πέφτει μικρό και το έθνος!»

— «Βέβαια! Γιατί τάχα είμαστε κράτος δίχως μεγάλη δύναμη, πρέπει τώρα να ‘ρχουνται να μας αψηφούνε οι χοντρόπετσοι κι ανίδεοι αφτοί, να μας φτύνουνε στη μούρη, να μας κλέφτουνε τις διπλωματικές μας τις βαλίτσες! Έλληνες είμαστε, Κύριοι!»

— «Δεν τα σηκώνουμε τα τέτοια!»

Ήμουνε όξω φρενώ — πάντα επειδή δε μου άφηνε ησυχία η καταραμένη δουλειά, θα ήθελα εκείνη τη στιγμή, να ξολοθρέψω τον Γκοτάρντο.

— «Αχ! να μπορούσα!» φώναζε ο Καφτανόπουλος, σφίγγοντας τις γροθιές του.

— «Μπορείτε!»

— «Πώς;...»

— «Ιδού. Πρώτα θ’ απαιτήσετε να πάψουνε τον υπάλληλο. Α δεν τον πάψουνε, πόλεμος! Νέτα σκέτα.»

Ξέσπασα πια και ξεστόμισα το λόγο τον τρομερό. Πόλεμο! Πόλεμο!

Σάστισε ο νέος με το ύφος το αποφασισμένο, το βροντοχτύπητο που το ‘λεγα. Τώρα ως και μπροστά μου πια θα ‘πεφτε μικρός, ακόμη κι αν υποθέσουμε πως δεν είχε όρεξη να πάνε τα πράματα ως το σημείο που του τα ‘φερνα, που του τα σκουντούσα με μια λέξη. Τόντις τον έσπρωχνα, καιρό δεν είχε ούτε να συλλογιστεί ούτε να τραβηχτεί, αν του περνούσε.

— «Να σας! Φτάσαμε στο Μπάζελ. Να κατεβείτε αμέσως. Να τρέξετε στο προξενείο. Να κάμετε τη χρειαζούμενη δήλωση, να δώσουνε είδηση στην ελληνική πρεσβεία στο Μπερν. Τίποτα· ή πάψιμο ή πόλεμο!»

— «Σας εφκαριστώ! Σας εφκαριστώ πολύ!»

— «Να πάρετε τη βαλίτσα εφτύς, που δεν μπορεί τόση ώρα ν’ ατιμάζεται μέσα στα πρόστυχα μπαγάλια!»

— «Έχετε δίκιο. Έχετε δίκιο. Απαραίτητο να κατεβώ!»

Και κατέβηκε, περήφανα, με τη βαλίτσα πια στο χέρι, τη διπλωματική.

Ουφ! Πήρα την ανάσα μου. Τον ξεφορτώθηκα κιόλας. Ίσως αφτό να γύρεβα. Εγώ εννοείται ξακολούθησα ως τη Λόντρα. Και στο δρόμο, κλειδωμένος στ’ απόβαθα της ψυχής μου, να ξεχάσω τη σκοτείνια της Δύσης, ανακαλιόμουνε την αγάπη μου τη γλυκιά, το εσώψυχό μου το φως.

Αφότου χωριστήκαμε ο κι Καφτανόπουλος, και γω, δεν μπόρεσα, φυσικά, να παρακολουθήσω τα γεγονότα όπως το ‘καμα ως τότες, και δεν είμαι σε θέση να σας τ' ακριβολογήσω με τις ίδιες λεφτομέρειες. Αγνοώ, λόγου χάρη, τι απόγινε στο Μπάζελ — που μόνο ένας γάιδαρος έχει το δικαίωμα να μας τ’ ονομάσει Βασιλεία, για να μας δείξει τάχα τη μάθησή του, εκεί που μας δείχνει πολύ περσότερο την απονέκρωση της λογικής του, το θάνατο κάθε ιστορικής του νοημοσύνης, γιατί παντάπασι αδιάφορο αν από τη Βασιλεία ετυμολογιέται το Μπάζελ, αφού βλέπουμε ίσια ίσια πως στον τύπο Μπάζελ καταστάλαξε και σώζεται η Βασιλεία.

Εμένα το χρέος μου ήτανε, καθώς σας το ‘ταξα στην αρχή του παραμυθιού, να σας ξεσκεπάσω το πρώτο αίτιο, να σας φανερώσω την πηγή του πολέμου. Τ’ αποδέλοιπα γνωστά. Ο διάλογος που σας ανάφερα μεταξύ μου και του συνταξιδιώτη μου, σας ψυχολόγησε κιόλας, από τα πρότερα, πως έμελε να ξετυλιχτούνε τα πράματα. Το φιλότιμο το ρωμαίικο άναψε, μάλιστα όταν η ελβετική δημοκρατία επίσημα δήλωσε πως δεν πάβει τον υπάλληλο. Την αβριανή, όλες οι Αθηναίικες φημερίδες μιλούσανε πια για την απαραίτητη έκρηξη του πολέμου. Πως το επεισόδιο της βαλίτσας στάθηκε, καθώς γράφανε, casus belli, δεν το αφισβητούσε κανένας. Το πιο νόστιμο είναι που το κακό δεν το ‘φερε, όπως είδατε, το επεισόδιο της βαλίτσας καθαφτό, παρά μόνο τα δυο φράγκα που ο διπλωμάτης δε στοχάστηκε να δώσει του υπάλληλου. Υπάρχουνε πόλεμοι, που τους προξενούνε πολύ πιο ασήμαντα περιστατικά.

Εκείνο που στην Αθήνα έκαμε τους περσότερους να φωνάζουνε Πόλεμο! πόλεμο, να ρητορέβουνε για τον πόλεμο σε χίλια δυο συλλαλητήρια, είναι που τέτοιος πόλεμος, ελληνο-ελβετικός, αδύνατο να γίνει. Έτσι το νομίζανε τουλάχιστο πολλοί δικοί μας. Έτσι το νομίζανε κι οι αγαθοί μας οι Ελβετοί, που χαχαχά! κι ολοένα γελούσανε, από την ώρα που κόψαμε μαζί τους κάθε διπλωματική σκέση. Αλήθεια που δε γελούσανε οι ξενοδόχοι. Απαγορεμένο από την κυβέρνηση σ’ όποιονε είναι υπήκοος Έλληνας, να πατήσει χώμα ελβετικό. Κατσουφιάζανε και κάμποσοι Ρωμιοί, που ένα ταξίδι, μια περήγηση στην Ελβετία τους είναι το άκρον άωτο του πολιτισμού και το γλέντι το αταίριαχτο. Οι φρόνιμοι μάλιστα λέγανε, πως πολύ άτοπο να κηρυχτεί πόλεμος με την Ελβετία, που από το Είκοσι ένα κιόλας φάνηκε τόσο φιλέλληνη.

Φιλέλληνη όσο θέλετε, όχι όμως ελληνογνώστρα· δεν ήξερε το Ρωμιό που ας αφήσουμε το Είκοσι ένα, πολύτροπος είναι, μάτια μου, από τα χρόνια του Οδυσσέα. Έπρεπε από το φιλελληνισμό της μάλιστα να στοχαστεί, πως ο ίδιος άθρωπος που χωρίς τίποτα, χωρίς παρά και χωρίς όπλο, σου κατόρθωσε μια πανάσταση, θα βρει τρόπο να σου σκαρώσει κι έναν πόλεμο με την Ελβετία. Τα θυμάστε δα· περιττό να σας τα πολυλογώ, θα σας τα συντομέψω, να μη με βαρεθείτε.

Το μεγάλο το κατόρθωμα του Ρωμιού στην περίσταση, στάθηκε που δε συλλογίστηκε ούτε στιγμή, που αψήφησε κιόλας το εφκολότερο μέσο, το πιο χερόπιαστο, ένα μέσο που ένα πρόστυχο, κοινό, μυαλό θα το παραδεχότανε αμέσως, δηλαδή ν’ ανεβεί σ’ αερόβατα κι από κει απάνω να ρίχνει μπόμπες στους Ελβετούς. Διόλου. Ελεεινό, χείριστο μέσο. Πρώτα, γιατί μπόμπες ή κουκούτσια στα βουνά εκείνα, το ίδιο. Έπειτα, με τ’ αερόβατα μπορούσε να κατεβεί κι ο Ελβετός στ’ άγια χώματα. Τότες, τι γίνεται ο Παρθενώνας; Όχι, έπρεπε να κάμουμε της Ελβετίας έναν πόλεμο που να μην μπορέσει αφτή να μας τον κάμει. Και το αριστούργημα του Ρωμιού ήτανε, που αποφάσισε να της κάμει πόλεμο ναφτικό!

Καιρός του χρειάστηκε να το καταφέρει, αφού στα χίλια εννιακόσια σαράντα τέσσερα, δυο μήνες ύστερις από την τραγωδία της βαλίτσας, τα δυο έθνη ανακαλέσανε τους πρέσβηδές τους το καθένα, και μόνο στα χίλια εννιακόσια πενήντα, έξη χρόνια κατόπι, άρχισε ο πόλεμος, εκεί που δεν το πρόσμενε κανένας. Τέτοιος ο Ρωμιός. Αναποφάσιστος και χασομεράς. Μα καιρό να του δώσεις κι όλα σου τα καταφέρνει. Βοήθησε κάμποσο το Ρωμιό και η αδιαφορία, πες, σαν προτιμάς, η καλοσύνη του Ελβετού. Πού να το κουνήσει αφτός; Ούτε πήγε ο νους του σε αερόβατα και μπόμπες. Δε βαριέστε; Με την Ελλάδα τώρα θα τα βάλει; Κολοκύθια. Τους άφηνε, λέει, να κάνουνε τους φωνακλάδες. Ο ήσυχος, τίμιος και χοντρούτσικος Ελβετός, έβρισκε αφορμή να γλεντήσει και μας έπαιρνε στο ψιλό. Έτσι δεν παρατήρησε κάτι περίεργο που από τα χίλια εννιακόσια σαράντα οχτώ, ακολουθούσε στα σύνορα της Ελβετίας· κάθε βδομάδα, κάθε δεκαπέντε μέρες, ξεφούρνιζε ο σιδερόδρομος κάτι Νέμτσους παράξενους, που μιλούσανε ακόμη πιο παράξενα νέμτσικα, με περούκες ξαθόχρωμες, με ματογυάλια βαμμένα, κι όλοι τους αφτοί, με τη σειρά, κατεβαίνανε στο ίδιο μέρος, κάπου σε μιαν ακρογιαλιά της Λίμνης της Γενέβης. Ανάγκη να σας πω δεν είναι πως οι Νέμτσοι μας Ρωμιοί, Ρωμιοί, φίλε μου, από τον πρώτο στο στερνόνε, μαζί καμιά χιλιάδα νομάτοι. Ο μαργιόλος, ο κατεργαράκος, ο διαολεμένος ο Ρωμιός, κοιτάξτε τι πήγε και στοχάστηκε. Θα το ‘χετε ακουστά πως ακόμη και στα παλιά τα χρόνια, στα χίλια εννιακόσια δέκα έντεκα, ξέρανε να φτιάνουνε σπίτια, που να τα πούμε, ξεκομματιστά. Δηλαδή, αντίς να είναι κάπως μονοκόμματα η πιο σωστά να βαστιούνται αναμεταξύ τους τα διάφορα κομμάτια, τοίχοι, ταβάνια, πατώματα, σκάλες, με καρφιά, με τράβες, ή με ασβέστη, βρήκανε σύστημα καινούργιο και συναρμόζανε τα διάφορα κομμάτια με τρόπο που μπαίνανε το ένα μέσα στ’ άλλο, καθώς, λόγου χάρη, τα διάφορα ξύλα μιας βιβλιοθήκης. Έτσι, βολετό σου άξαφνα και να μεταφέρεις το σπίτι σου μαζί σου, όπου πας. Το ξεκομμάτιαζες, έπειτα το συγκομμάτιαζες και τέλειωνε η δουλειά. Ένας Ρωμιός, τετραπέρατος, συλλογίστηκε ακόμη καλύτερα να κάμει ξεκομματιαστό, ψυχίτσα μου, θαρακωτό· για τούτο βάσταξε κιόλας έξι χρόνια, που πολλά δεν είναι, από τα σαράντα τέσσερα στα πενήντα. Λοιπόν οι χίλιοι Ρωμιοί που το στρώσανε σ’ έναν όχτο της Λίμνης, κουβαλούσανε ο καθένας είτε στην τζέπη του, είτε σε μια βαλίτσα — να σκάσεις! — που δεν ξεπερνούσε στο μάκρος τα πενήντα κανονισμένα εκατοστόμετοα, κουβαλούσανε από ένα κομμάτι του θαρακωτού. Οι ερίφηδες! Φανταστείτε τι αλύπητη δουλειά που σου την κατεβάσανε. Μια νύχτα μονάχα τους χρειάστηκε για να συγκομματιάσουνε το θαρακωτό και ν’ αγκυροβολήσουνε στη Λίμνη. Τότες άρχισε πια το κακό. Προτού προφτάσουνε οι καημένοι Ελβετοί να τρίψουνε τα μάτια τους, που βλέπανε στη Λίμνη τους θαρακωτό, δώσ’ του και δώσ’ του κανονιές. Κανονιές και φωνές·

— «Θέλεις βαλίτσες; Να σου βαλίτσες!»

— «Θέλεις Γκοτάρντους; Να σου Γκοτάρντους, μωρέ!» Και τους πετούσανε κάτι μπάλες, μάνα μου, σαν τα βουνά τους.

Εννοείται, δεν μπόρεσε, όπως ξέρετε, να βαστάξει τέτοιος πόλεμος. Αναγκαστήκανε οι δικοί μας να παραδοθούνε, από την πείνα. Με τα ψάρια της Λίμνης δεν έβγαινε προκοπή και να κατεβούνε, μήτε λόγος. Τι τους έμελε κιόλας; Δε βγαίνανε τάχα νικητάδες αφτοί; Κι όταν ο Ρωμιός νικά, για τίποτις άλλο δεν τον κόφτει στον κόσμο. Οι Ελβετοί όμως σκυλιάσανε. Καλοί αθρώποι, όσο δεν τους πειράζεις, όσο δεν τους πεισματώνεις. Μα το παρακάμανε πια οι δικοί μας! Κι ένα τους θύμωσε τους Ελβετούς πιο πολύ απ όλα, που στον πυροβολισμό τους ξεστομίζανε τόσα λόγια κακά για τον Γκοτάρντο. Δεν το σήκωνε τέτοιο πράμα το φιλότιμό τους·

— «Σταθείτε να σας μάθουμε!» είπανε.

Και τόντις τους μάθανε. Λυπητερό φοβερά στάθηκε το θέαμα εκείνο που η αγάπη μου και γω είδαμε, ύστερις από τον πόλεμο, κατεβαίνοντας στην Ελλάδα και περνώντας από τον Γκοτάρντο. Ήμεστα πια παντρεμένοι και γυρίζαμε από μια περήγηση στην Εβρώπη. Σ’ ένα σταθμό, βλέπουμε άξαφνα ένα τρένο που δεν ξέρω γιατί, μου χτύπησε αμέσως την προσοχή μου. Ρίχνω μια ματιά. Βέβαια! Δε γελιούμαι. Είναι στα βαγόνια μέσα Ρωμιοί, μόνο Ρωμιοί. Αχ! τους δυστυχισμένους! Σε τι χάλια που τους είδαμε! Λιγνούς, χλωμούς, κίτρινους, λιωμένους, αφανισμένους. Τέτοιος ο νόμος του πολέμου. Ό,τι θέλεις κάνεις, σαν έχεις τη δύναμη. Τι να γίνει; Πλεροφορήθηκα και μου είπανε πως ήτανε οι αιχμάλωτοι. Από τους χίλιους του θαρακωτού είχανε απομείνει πενήντα, που ήτανε δα μισοπεθαμένοι και που γλήγορα θ’ ακολουθούσανε στα Τάρταρα τους άλλους εννιακόσιους πενήντα. Πεθάνανε, λέει, γιατί τους αναγκάσανε, σε τρένο χωριστό, ν’ ανεβοκατεβαίνουνε τον Γκοτάρντο, να χαίρουνται τα τουνέλα του, δυο φορές κάθε μέρα και να βαστάξει τέτοιο ταξίδι αλάκαιρο ένα μήνα. Οι Ελβετοί το στοχαστήκανε για το καλό, λέγοντας να συνενώσουνε την τιμωρία με τη διδαχή· Παιδαγωγικά, τι τα θέλετε; Μα ο Έλληνας δεν μπόρεσε ν’ αντέξει στην ασκημιά του Γκοτάρντου, και ξεψυχούσανε τώρα ένας ένας.

Έφριξα. Θυμήθηκα την τρομερή εντύπωση που στον πηγαιμό μου είχε δώσει ο Γκοτάρντος, έσφιξα το χέρι της καλής μου κι αναγάλλιαζα που εμείς τουλάχιστο κατεβαίναμε προς τα βουνά μας τα όμορφα, προς την Ελλάδα, προς το φως.


Κεριακή, τρεις του Σποριά, 1895. — Δεφτέρα, εφτά — κεριακή, δεκατρείς του Σποριά, 1910.