Εθνικόν Ημερολόγιον του Έτους 1891/Τω συμπαθεστάτω μοι Μυρώνι Νικολαΐδη

Από Βικιθήκη
Ἐθνικὸν Ἡμερολόγιον τοῦ Ἔτους 1891
Συγγραφέας:
Τῷ συμπαθεστάτῳ μοι Μυρώνι Νικολαΐδῃ, ἐπὶ τῇ σκληρᾷ καὶ ἀπιστεύτῳ ἀπωλείᾳ τῆς Δανάης του


ΤΩ ΣΥΜΠΑΘΕΣΤΑΤΩ ΜΟΙ
ΜΥΡΩΝΙ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ
ΕΠΙ ΤΗ ΣΚΛΗΡΑ ΚΑΙ ΑΠΙΣΤΕΥΤΩ ΑΠΩΛΕΙΑ
ΤΗΣ ΔΑΝΑΗΣ ΤΟΥ

ΟΧΙ! δὲν ἦταν σπλάχνο σου, δὲν ἤτανε παιδί σου
Ἡ κόρη ἡ ἀγγελόμορφη ’ποῦ λάτρευε ἡ ψυχή σου,
Παρ’ ὄνειρο ὁλοζώντανο, οὐράνια ὀπτασία,
Ποῦ καὶ ’ς τὸ ξύπνο μᾶς πλανᾷ ἡ ψεὺτρα φαντασία.
Κι’ ἂν εἶχε κάλλη ἀνθρώπινα καὶ ’σὰν Νεράϊδας κάλλη
Καὶ ’ς τὴ λαλιά της μουσικὴ ποῦ ξεπλανῶνταν κι’ ἄλλοι,
Κι’ ἂν εἶχε μάτια ὁλόφωτα καὶ χείλη ζαχαρένια
Καὶ ’ς τη γλυκειὰ της τὴ μορφὴ δροσιὰ τριανταφυλλένια,
Κι’ ἂν ἔστηνε, ’σὰν Παναγιά, τὸ θρόνο ’στὴν καρδιά σου
Κ’ ἦταν κρυφὸ καμάρι σου, κρυφὸ προσκύνημά σου,
Μὰ ὄχι! σὲ ’ξεγέλαε ἡ δόλια ἡ στοργή σου
Καὶ τ’ ἀγγελοῦδι τ’ οὐρανοῦ τό ’περνες γιὰ παιδί σου.
Γι’ αὐτὸ, ὅταν τῆς ἔπλεκες τοῦ γάμου τὰ στεφάνια,
Ἐκείνη, ἕνα πρωϊνὸ π’ ἀνοῖξαν τὰ οὐράνια,
Μ’ αὐτὰ ἐκρυφομίλησε, ’θυμήθη τὸ Θεό της
Κ’ ἐπέταξ’ ἀπ’ τὰ χέρια σου ψηλὰ ’στὸν οὐρανό της.
Κ’ ἔτσι, ἐοβύοτη τ’ ὄνειρο μὲ τ’ ἄπλαστά του κάλλη,
Κ’ εὑρέθηκες, σὰν ’ξύπνησες, στὴ σκοτεινιά σου πάλι.
[Ἐξ Ἀθηνῶν, 12 Δεκεμβρίου 1889]

Κωνστ. Φ. Σκοκοσ