Τί νᾆνε ὁ βόγγος ὁ φρικτὸς κ’ ἡ ταραχὴ ἡ μεγάλη;
Μήνα βουνὰ συγκρούωνται, μήνα στοιχειὰ παλεύουν;
Οὐδὲ βουνὰ συγκρούονται, οὐδὲ στοιχειὰ παλεύουν,
Εἶναι τὰ βόλια ὁποῦ βροντοῦν τὰ κλέφτικα τουφέκια,
Καὶ τὸ σπαθὶ τοῦ Μπότσαρη ’ποῦ τὴν Τουρκιὰ τρομάζει!
—Ὁ Μάρκος ὅπου μάχεται, ἡ δόξα ἐκεῖ πετιέται
Νὰ τραγουδήσῃ τοῦ Σουλιοῦ τῶν λιονταριῶν ταὶς νίκαις.—
Ἀπὸ τὴν ῥάχη τοῦ βουνοῦ ς’ τὸν κάμπο ῥοβολάει
Δεξιὰ, ζερβιὰ, ῥίχνει ματιαὶς καὶ βροντερὰ φωνάζει,
Ὡσὰν τὸ κῦμα τἄγριο ποῦ μὲς τὸ βράχο σκάζει!
—«Καιρὸς δὲν εἶνε μπαρουτιοῦ, δὲν εἶνε γιὰ τουφέκι,
»Μόνε τὰ ξίφη δράξετε, καὶ σπάσετε ταὶς θήκαις!»—
Εἶπε· βαρειὰ τὧνα βουνὸ, μ’ ἄλλο βουνὸ ἀντηχάει,
Καὶ τὰ Σουλιώτικα σπαθιὰ, μέσα ’ς τὸν κάμπο τρίζουν!
—«Ἐσὺ πουλάκι ποῦ πετᾷς, καὶ πᾷς κατὰ τὸ Σοῦλι,
»Γιὰ μεῖνε λίγο γιὰ νὰ ’δῇς τί πόλεμος εἶν’ τοῦτος!
»Μόνε ψηλὰ μὴ λαβωθῇς σήκω, πουλὶ, καὶ μέτρα,
»Μέτρα κορμιὰ ποῦ πέφτουνε, κεφάλια ὁποῦ κυλάνε·
»Καὶ σὰν ἰδῇς ξανθὰ μαλλιὰ αἱματοκυλισμένα,
»Καὶ σὰν ἰδῇς τὰ σπλάχνα μου λαχταριστὰ ’ς τὸ χῶμα,
»Ῥίξου, πουλάκι, ἀπάνω μου καὶ πάρε τὴν ψυχή μου,
»Καὶ φέρτηνε τῆς μάννας μου, τῆς δόλιας γυναικός μου,
»Πὤχει δυὸ λόγια νὰ τῆς πῇ, δυὸ μυστικὰ μεγάλα....
»Νὰ ’πῇ πῶς πάω ’ς τὸν οὐρανὸ, νὰ δεηθῶ γιὰ κείναις,
»Νὰ ’βρῶ τ’ ἀδέρφιά μου τὰ δυὸ, ποῦ τἄφαγε τὸ βόλι!» —