Ο Θεοδωράκης Γρίβας και η μάχη του Κουσσουλίου

Από Βικιθήκη
Ο Θεοδωράκης Γρίβας και η μάχη του Κουσσουλίου
Συγγραφέας:
Ηρωικά
Λυρικά ποιήματα, Αναμνήσεις


Ο ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ ΓΡΙΒΑΣ
ΚΑΙ.
Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΚΟΥΣΣΟΥΛΙΟΥ
ΠΛΗΣΙΟΝ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ
ΕΙΣ ΤΑ 1854.


Τῆς Ηπείρου νέος Ἀννίβας
Ὁ Θεοδωράκης Γρίβας.


Τί νᾆνε τὸ μπουμπουνητό, σὰν τί νᾆνε ἡ θολοῦρα
Ὁποῦ τὴν ῥάχη ἐπλάκωσε τοῦ Κουσσουλιοῦ τὴν ἄγρια;
Μήνα τὰ σύγνεφα βροντᾶν, μήνα ὁ βοριᾶς παλαίβῃ;
Μήνα τῆς Λίμνης τὸ στοιχειὸ τὰ κύματα φουσκόνῃ,
Σὰν χιονοσκέπαστα βουνά, τὸ κάστρο νὰ χαλάση;...
Βρέ, μήτε σύγνεφα γλακᾶν, μήτε ὁ βοριᾶς παλαίβει
Μήτε τῆς Λίμνης τὸ στοιχειὸ τὰ κύματα φουσκόνει.
Ὁ Γρίβας κάνει πόλεμο μ’ ὀγδῶντα παλληκάρια.
’Σ τὸν ὕπνο τὸν ἐπλάκωσαν κι’ ἀπάνω ’ς τὤνειρό του·
Τὸ πνεῦμά του κυμάτιζε σὲ φοβεροὺς πολέμους·
Τὴν νίκην ἔβλεπε ’μπροστὰ μὲ τὸ σταυρὸ ’ς τὸ χέρι...
Λαχτάρισε, πετάχθηκε, σὰν πατημένο φίδι,
Κι’ ἅρπαξε τὸ τουφέκι του τὸ εὐλογημένο χέρι.
Σουρίζουν βόλια, καὶ βροντοῦν τὰ φοβερά τουφέκια·
Τοῦ Κουσσουλιοῦ ἀπ’ τὰ θέμελα βογγᾷ καὶ σειέτ’ ὁ βράχος,
Καὶ λάμψαις ἄγριαις τῆς νυχτὸς τρομάζουνε τὸ σκότος...

Μεσάνυχτα, σὰν δαίμονας, σὰν τοῦ Θεοῦ κατάρα,
Ὁ Ἀβδῆ Πασσᾶς ἐκίνησε μὲ δυὸ, μὲ τρεῖς χιλιάδαις
Ἀρβανιτιὰ, καὶ τακτικὸ ἀσκέρι διαλεμμένο.
Τοὺς ἔσπρωχνε ὅλους ἡ χαρὰ τὸν Γρίβα νὰ τσακώσουν,
Τὸν Γρίβα, ποῦ τὸν ἔβλεπαν μὲς τὸ κλουβί κλεισμένο·
Βαστοῦν τουφέκι ’ς τὸ δεξὶ, ’ς τὴ ζώνη γιαταγάνι,
’Σὰ νύφαις ἐστολίστηκαν γαμπρὸ νὰ τόνε πάρουν,
Μόν’ ηὗρε, ἀλλοίμονο, ὁ Πασσᾶς τὸν Γρίβα ’ς τὸ τουφέκι.
Μανιόνει, ἀφρίζει, καὶ τραβᾷ τὰ γένειά του ἀπ’ τὸ πεῖσμα·
-«Βρὲ Γρίβα, ρίξε τἅρματα, βρὲ Γρίβα, παραδώσου,
Σὰν παλληκάρι ξακουστὸ ἐγὼ νὰ σὲ τιμήσω·
’Σ τὰ Γιάννενα, ’ς τὰ μνήματα, Χανούμισσαις προσμένουν
Γιὰ νὰ σὲ φέρω ζωντανὸ, δεμένο σὰν τ’ ἀρκούδι».–
Ἄγρια φωνὴ ἀντιβόησεν ἀπὸ τὸ μετερίζι,
-«Ποῦ πᾶτε, βρὲ χαλδούπιδες, κορμιὰ τοῦ χάρου λέσια;
»Μωρὲ τὸν Γρίβα’ς τὰ χαλκᾶ τὰ Γιάννενα δεν βλέπουν».-
Πέφτουν μολύβια σὰν βροχὴ ’ς τὰ τούρκικα κουφάρια·
Χουμᾷ τ’ ἀσκέρι τρεῖς φοραὶς καὶ τρεῖς κολόνει πίσω,
’Σ τὰ πόδια ρίχνει ἡ Ἀρβανιτιά παλληκαριὰ κι’ ἀξιάδα.
Τ’ ἀσκέρι ἀνεμοσκόπησεν, οἱ τοπιτσίδες μένουν
Τὸ τόπι νὰ δουλέψουνε, τὸν Γρίβα νὰ χαλάσουν.
Ὁ Γρίβας τότε θύμωσε, κακὴ φωνὴ πετάει.
-«Τώρα νὰ ἰδῆς, Ἀβδὴ Πασσᾶ ’ς τὴν Πόλι φημισμένε,
Πῶς πολεμοῦν οἱ Ἕλληνες, τοῦ κάμπου τὰ ξεφτέρια».-
Τὸ σισανέ του ἅρπαξε, ματιάζει καὶ τραβάει,
Τοὺς ρίχνει μιὰ, τοὺς ρίχνει δυὸ, κι’ ὁ χάρος ἐγελοῦσε.
Ῥημάξαν τὰ πυρόβολα, κ’ ἐπάγωσε τ’ ἀσκέρι·
Ῥίχνει τὴν τρίτη τὴν πικρὴ καὶ τὴν φαρμακωμένη
Καὶ μὲς τὸ χέρι τοῦ Πασσά καρφώθηκε τὸ βόλι,

Ὅπως ’ς τὴ σέλα τἅπλονε γιὰ νὰ καβαλικέψη....
Τοῦ βγάζει ὁ πόνος βογκητό κι’ ὁ φόβος τὸν νεκρόνει!
-«Ποῦ εἶσαι, γέρω Πίτσαρη; βρὲ θὰ μᾶς φάγῃ ὁ Γρίβας!»-
Καὶ ὁ γέρο λύκος τοῦ Σουλιοῦ ὁ Πίτσαρης τοῦ λέγει,
-«Ἐδῶ, πέρα δὲν θἄβγωμε, Πασσᾶ μου, ἂν νυχτωθοῦμε,
Μόνε τ’ ασκέρι σήκωσε ’ς τὰ Γιάννενα νὰ μποῦμε».-
Ὁ Γρίβας κράζει τὰ παιδιά, του λείπουν τρία γεράκια.
Μετρηοῦνται κ’ οἱ χαλδούπιδες καὶ λείπουν τετρακόσοι.