Το παιδί και τα δυο πουλάκια

Από Βικιθήκη
Το παιδί και τα δυο πουλάκια
Συγγραφέας:
Στον ίσκιο του πλατάνου


(Δημοσιεφτήκανε στο Νουμά, κ. αρ. 418, 9 του Γενάρη 1911.


Αφιερώνεται της Μέλπως Λογοθέτη.


— «Εγώ λέω να τραβήξουμε από δω ίσια ως την τρύπα...»

— «Καλέ, δε βαριέσαι! Για να μας πιάσουνε αμέσως;»

— «Αμέ, πώς να πάμε;»

— «Πολύ έφκολα. Ξεκινούμε από τη λέφκη όπου είμαστε, πετούμε στη βελανιδιά δίπλα, έπειτα στη συκιά παρέκει και τότες στην πρώτη τρύπα...»

— «Ποια πρώτη;»

— «Τούτη δα που είναι κατάντικρύ μας!»

— «Μα εκεί δεν έχει τίποτα.»

— «Δεν πειράζει. Ακολουθώντας την κορνίζα της πέτρινης φωλιάς του, περπατητά, φτάνουμε στην τρύπα, γραμμή.»

— «Γιατί να μη βρεθούμε γραμμή από δω;»

— «Τι θηλυκό αιώνιο που είσαι! Τι αστόχαστη πάντα!»

— «Το ‘καμα μια βορά και τίποτα δεν έπαθα.»

— «Κι όμως άξιζες να πάθεις!»

— «Δε σε καταλαβαίνω.»

— «Εγώ νόμιζα τουλάχιστο πως τη γεωμετρία σου την ξέρεις, αφού λένε κιόλας πως τα κινήματά μας όλα είναι γεωμετρικά.»

— «Και τι μ' αφτό;»

— «Δεν το συλλογίστηκες, πως από δω στην πρώτη τρύπα κι από την πρώτη στη δική του, γράφουμε ορθογώνιο σωστό;»

— «Και τι κερδίζουμε που ορθογωνιάζουμε;»

— «Κερδίζουμε, μπουνταλού μου, που αγάλια γάλια ζυγώνουμε, κατασκοπέβοντας, και δε μας παίρνει το μάτι του θεριού.»

— «Έλα δα και συ! Δε χαθήκαμε α μας διει το θεριουδάκι. Το κακό μας δε γυρέβει με τόσες μπιφτέκες που μας ετοιμάζει κάθε πρωί!»

— «Έτσι σου φαίνεται σένα. Μα φρονιμότερα θα πράξεις να μείνεις σπίτι και να καθίσεις στ’ αβγά σου, παρά να τρέξεις στη φωλιά τους, επειδή τα θεριά της ράτσας εκείνης, άλλο σκοπό δεν έχουνε και κάτεχέ το, παρά να πιάσουνε τ’ αθρωπάκια σαν και μας, είτε με μπιφτέκες, είτε με λογής λογής μαραφέτια.»

Οι μπιφτέκες, που έλεγε ο φίλος, ήτανε ψίχουλα ψωμί, παράθυρα ήτανε οι τρύπες, η φωλιά σπίτι, το σπίτι φωλιά, το θεριό ένα νόστιμο ήσυχο παιδάκι, και τ’ αθρωπάκια οι σπουργίτες, που στην αντίληψή τους περνούσανε γι' αθρώποι, καθώς και μεις στη δική μας.

Οι δυο σπουργίτες που διαλογούσανε όπως αναφέραμε πιστά πιστά την κουβέντα τους, αποτελούσανε ταίρι γλυκό και χαριτωμένο, μα και ταίρι που είχε περίφημη όρεξη, γιατί δε φαντάζεται κανένας τι δε χωρεί και τι φαγί δεν παίρνει το ελάχιστο ενός σπουργίτη στομαχάκι. Το παιδί τούς σερβίριζε κάθε μέρα μια θροφή που τα τρέλαινε τα σπουργιτάκια μας, τον κυρ-σπουργίτη και την κερα-σπουργίταινα, τους έδινε ψωμί, τους έδινε κάποτες και λιανοκομμένα μπισκοτάκια, που είναι σωστός μεζές. Φρόντιζε το καημένο να τους βάλει και λίγο νερό δίπλα σ’ ένα πιατάκι. Αμέ; Τι αγαθότερη δουλειά για τις διακοπές; Το παινεμένο μας το παιδί, ένα δεκατεσσάρω χρονώ αγοράκι, διάβασε προκομμένα όλο το χειμώνα. Τώρα, με τη φαμελιά του, βρισκότανε στην εξοχή, κοντά στη θάλασσα. Επειδή τεμπέλικο δεν ήτανε διόλου, είχε και το γραφείο του, απάνω αψηλά, στο δέφτερο και στερνό πάτωμα, μ' ένα παραθυράκι που μπροστά του περνούσε ο νεροσύρτης, όπου δηλαδή πέφτανε τα βροχονέρια και κατόπι κατρακυλούσανε κάτω, από το σουληνάρι του υδραγωγείου, για να μη μαζώνουνται στη στέγη και γίνεται κάθε τόσο πλημμύρα ο μπαξές. Με τη στέγνα, ξερός εννοείται ο νεροσύρτης, και κει μέσα τους νοικοκέρεβε το τραπέζι τους το παιδί μας. Ο πόθος του, η λαχτάρα του, να τους δείξει έτσι την αγάπη του, που μακάρι να μπορούσε να τους την πει, με τα λόγια. Έχανε το νου του για τα πουλιά. Να, θα ήθελε να ‘ρθούνε ξέθαρρα να καθίσουνε σ' ένα του δάχτυλο, να του τσιμπήσουνε από το χέρι μια βουκίτσα, να τον κοιτάζουνε, να τα κοιτάζει, να τα χαδέβει, αχ! μια σταλιά σταλίτσα, τρυφερά τρυφερά, να καταλάβουνε πια πως φόβος κανένας μαζί του δεν υπάρχει. Αφτά όμως, είδαμε πως φοβούνται, κι όπως τυχαίνει συχνά στ’ αθρώπινα, όπως τυχαίνει και στα ζώινα, ένα πικρό παρανόημα χώριζε πλάσματα που ζούνε πλάγι πλάγι, κι ωστόσο να σμίξουνε δεν μπορούνε. Τ’ αγόρι προσπαθούσε με κάθε τρόπο να τους φανερώσει την καρδιά του, ενώ τα πουλάκια μας δείχνανε κάμποση δυσπιστία, όσο ήμερα, όταν τα ‘βλεπε, όσο ακίνητα κι αν πάσκιζε να κάμει τα παραμικρά του τα κινήματα.

Περίεργο που η κερα-σπουργίταινα έμοιαζε σα να ‘χει περσότερη εμπιστοσύνη. Πώς σας φαίνεται; Λέτε ποτές ο κόσμος, την ηθική του, την ψυχική του την ένωση, να τη χρωστήσει της γυναίκας, που είναι καλή, αφού είναι μάνα; Βέβαιο πως η δημιουργία κάπως σκούρα τα βόλεψε τα πράματα ή πιο σωστά, δεν τα βόλεψε διόλου, επειδή τα δημιουργημένα της, συνεννόηση καμιά δεν έχουνε αναμεταξύ τους, κι όχι μόνο δεν καταλαβαίνουνε το ένα τη γλώσσα του αλλουνού, του αλλουνού το μυαλό από σόι σε σόι, μα κι από άτομο σε άτομο άπειρες φορές του ίδιου σογιού. Η γυναίκα με την καρδιά της μπορεί πολλά να καταφέρει, ας είναι και σπουργίταινα. Η δική μας έμοιαζε τόντις να είναι με το μέρος του παιδιού, να προστατέβει το θεριουδάκι, όπως τ’ ονόμαζε. Αφτό φάνηκε από κάποιο περιστατικό που ακολούθησε μια μέρα και που ήτανε πες μοιρόγραφτο ν’ ακολουθήσει. Το παιδί πρόσεχε μήπως ξεπροβάλει άξαφνα καμιά γάτα στο ποστατικό. Τις έδιωχνε αλύπητα όλες από μακριά μακριά, φτάνει τον ίσκιο τους ν’ αγνάντεβε στη στράτα. Να σου όμως ένα βράδυ που μια δούλα του σπιτιού, καλεσμένη σε γάμο φιληνάδας, πάει ένα χιλιόμετρο ενάμισι απόσταση στο χωριό, γυρίζει νύχτα, και διες! απαρατήρητα μια γάτα, που χάθηκε ή που έτσι την παράσυρε η φαντασία της όξω από τα λημέρια της, δεν ξεκόλλησε από το δουλικό, και το πρωί σεργιάνιζε ήσυχα ήσυχα στον μπαξέ με το κέφι της, στρώθηκε στο λιβαδάκι το ξεστρογγυλωτό, τσίμπησε δυο τρία πράσινα χόρτα, που είναι πολύ ωφέλιμα στην υγεία της, τραβήχτηκε αγάλια γάλια πίσω από ένα χαμόδεντρο, αφού σήκωσε πρώτα το μούτσουνό της στον αέρα, και τώρα γλειφότανε η μαργιόλα, κοιτάζοντας τη γνωστή μας τη λέφκη, απ' όπου συνηθίζανε να ξεκινούνε τα δυο πουλάκια.

Για καλή τους τύχη, κοίταξε από την τρύπα του, που λέγανε, και το παιδί μας. Μαργιόλικο και του λόγου του. Αμέ, ποιο παιδάκι δεν είναι; Πετάχτηκε από το γραφείο του κάτω στον μπαξέ, βρήκε άλλο χαμόδεντρο στην αντίθετη μεριά και πρόσμενε. Δεν άργησε. Ξέγνοιαστα κατεβαίνει ο σπουργίτης μας στο λιβαδάκι, περπατά πηδηχτά, κουνεί το κεφαλάκι του, καμαρώνει, χαζέβει, ενώ η γάτα, προχωρώντας σιγά σιγά τα μπροστινά της πόδια, σέρνεται σέρνεται ολόμαβρη, σαν ξετυλιγμένη, σαν ξετραβηγμένη χάμω και σιμώνει και σιμώνει, ν’ αρπάξει το πουλάκι, να το φάει. Ορμά το παιδί, προφταίνει τη στιγμούλα όπου μόλις ο σπουργίτης είδε τη γάτα, που με τη βέργα την κυνηγά όξω κι όξω το παλληκαράκι μας.

Έτρεμε ακόμη το πούπουλο του από το καρδιοχτύπι, όταν κάθισε ο καημένος μας ο σπουργίτης στα κλαδί απάνω της λέφκης. Η σπουργίταινα, που έλειπε στον πλαγινό λαχανόκηπο και ίσια ίσια γύριζε σπίτι, όταν ο φίλος μας ορμούσε στο λιβαδάκι, ζύγωσε κοντά κοντά στον άντρα της κι άρχισε με τη μυτίτσα της να του χτυπά τα φτερά, τα λαιμό, έπειτα και τη δική του τη μυτίτσα. Ήτανε τα χάδια και τα φιλάκια της σπουργίταινας. Άμα ψυχόπιασε λιγάκι ο άθρωπος, ορίστε πάλε οι κουβέντες·

— «Βλέπεις, βλέπεις τι σου έλεγα;»

— «Πού να θυμούμαι; Μου ψέλνεις τόσα και τόσα!»

— «Καμώσου πως δεν κατάλαβες, και πες μου πως δεν είσαι πάντα με το μέρος του θεριού, που το λες κιόλας θεριουδάκι — ώσπου να με σκοτώσει!»

— «Αφτό είναι, το θεριουδάκι, που σε γλίτωσε!»

— «Με γλίτωσε; Ωραίος γλιτωμός Χύθηκε σαν την μπόρα μέσα στα φύλλα, για να μας χτυπήσει και τους δυο μαζί, εμένα με τον άτιμο το σβερκοπνίχτη.» Τ’ όνομα γάτα δεν το ξέρανε τα πουλιά, παρά κάθε ζώο το παρατσουκλιάζανε — παρατσούκλι το κάτω κάτω είναι μια ονομασία — κατά την ιδιαίτερη πουλιάτικη αντίληψή τους, άξαφνα το σκύλο, που κάνει φοβερό κρότο, μα που δεν τα πειράζει, τόνε βγάζανε γαβγαβγάκο, που στην πουλήσια λαλιά έρχεται πολύ νόστιμα. Οι όρνιθες ήτανε οι απέταχτες, ο κόκορας ο λιμοκοντόρος· είχανε άλλες, όμορφες λέξες για τα σκουλήκια που στη θροφή τους είναι αρνιά, τα σκουληκάκια που τους είναι λαγοί, τα ζωύφια που τους είναι λαγουδάκια, μα δεν τις άκουσα καλά καλά, τις λέξες, για να σας τις αραδιάσω, θα παρατηρήσατε ωστόσο, πως έμοιαζε ο σπουργίτης μας σα να λυπάται το σβερκοπνίχτη τον ίδιο, αν και του κολνούσε το επίθετο άτιμος, που του άξιζε. Του κάκου. Όσο άτιμος ο σβερκοπνίχτης, πάντα ζώο. Για κοινό τους εχτρό περνούσε ο σπουργίτης τον άθρωπο.

Η σπουργίταινα τσίριξε απανωτά κουίκ, κουίκ, κουίκ. Θα πει πως γελούσε·

— «Περίφημα το πέτυχες!» — Και ξακολούθησε να κουικουίζει, δηλαδή να γελά, όχι δα μονάχα για να τον πάρει στο ψιλό, παρά γιατί χαιρότανε η κακομοίρα που δεν έπαθε τίποτα ο ζηλεμένος της. — «Μα, χριστιανέ μου, το θεριουδάκι έδιωχνε το σβερκοπνίχτη, για να μη σε πιάσει — που να μη φέξει!»

— «Μάλιστα! Για να με πιάσει και μένα!»

— «Έτσι; Λοιπόν εμάς τώρα μας πιάνουνε με μια βέργα, κύριε;»

— «Μίλα όσο θέλεις. Ήμουνε κει και ξέρω.»

— «Ήσουνε, αφέντη μου, δεν ξέρεις όμως, γιατί ούτε κοίταξες. Εγώ, να, όλα όλα τα είδα. Εμάς διαφεντέβει το θεριουδάκι.»

— «Σώπα, και σα γυναίκα που είσαι, είσαι άξια ν’ αγαπήσεις κι ένα θεριό.»

Τα 'λεγε, ίσως και χωρίς πια τώρα να τα πιστέβει καθαφτό. Από τότες άλλαξε μάλιστα με το παιδί. Σα ν’ αρχίζανε οι φιλίες. Αναγάλλιαζε το θεριουδάκι μας, που ίσως κιόλας να ‘λεγε με το νου του, πως δε φέρθηκε πάντα σαν άθρωπος κι είχε τύψες στη συνείδησή του. Θυμότανε πως μικρός ακόμη, έξι εφτά χρονώ αγοράκι, του είχανε χαρίσει ένα ψέφτικο πιστολάκι με κόκορα, πως αντίς μπάλες έβαζε μέσα μεγάλα μεγάλα καρφιά, έβγαινε στο παράθυρο, τραβούσε για να βαρέσει τα σπουργίτια. Το λοιπό, και του στραβού το δίκιο. Είχανε κάποιους λόγους τα πουλάκια ή κι όλα τα πετούμενα, σαν αγαπάτε, να φοβούνται τα θεριά που είμαστε. Το ‘νιωθε το παιδάκι μας και οι τρόποι του τώρα, τα κινήματά του, ένα χάδι μονάχο. Προσπαθούσε να μιμηθεί και τη λαλιά τους. Για να τους δώσει να καταλάβουνε πως σερβιρισμένο πια στο νεροσύρτη το τραπεζάκι τους, σφύριζε γλυκά γλυκά, έκανε με τη γλώσσα του, με το ακρόγλωσσό του περσότερο και με τον ουρανίσκο του, κάτι τσ, τσ, τσ, κάτι πιου, πιου με τα χείλια του, που τα κατάφερνε πολύ νόστιμα και πιτήδεια.

— «Καλέ, τι έπαθε;» ρωτούσε η σπουργίταινα το σπουργίτη. Αφτός που ίσια με σήμερα χοντροκελαϊδούσε, να τος άξαφνα που μιλά σαν και μας.»

Μα ο φίλος ήξερε όχι μόνο να μιλά σαν τα σπουργιτάκια μας, παρά κάτεχε και κάτι άλλα τερτίπια, κάτι άλλες μαργιολιές. Αντίς να στρώνει το φαγάκι τους μπροστά στην τρύπα της κάμερής του, έπαιρνε δυο τρία ψίχουλα στο χέρι, σφύριζε να τους μηνύσει και τα ‘ριχνε όξω. Προτού πέσουνε χάμω, γλήγορα γλήγορα ερχόντανε οι σπουργίτες μας και τ’ αρπάζανε στον αέρα. Η λαιμαργία, τι τα θες; Το παιδί μας, τι στοχάζεται; Μέρα τη μέρα, λίγο λίγο, δίχως βιάση καμιά, στενέβει ολοένα τον κύκλο το μισό ή πιο σωστά την παραβολή που περιγράφει ένα σώμα, σαν το πετάς, σου πετά λοιπόν το ψιχαλάκι πάντα πιο κοντά, τόσο κοντά που ο σπουργίτης κοντέβει να του αγγίξει το δάχτυλο, κοντέβει απάνω στο δάχτυλό του ν’ ακουμπήσει σα ν’ ακουμπούσε απάνω σε κλαδί.

Φαντάζεστε αν πήγε ή όχι να τα χάσει το παιδί μας. Φανταστείτε όμως άξαφνα τι του έγινε μέσα του, τι συγκίνηση βαθιόγλυκη του γέμισε την καρδούλα, όταν είδε τα σπουργιτάκια μας — η γυναίκα, φαίνεται, σα να είπε κανένα λόγο της πειθώς στου αντρός της το αφτάκι — ναίσκε, είδε τα σπουργιτάκια μας να κάθουνται και να τσιμπούνε τα ψίχουλά τους, πού θαρρείτε; στο ξύλο το ίδιο του παραθυριού, όπου τα είχε αραδιασμένα ξεπίτηδες ο κατεργάρης, να δοκιμάσει. Εκείνη τη στιγμή, έγραφε ο τσαχπινάκος στο γραφείο του. Η πέννα του απόμεινε αποβρόντητη. Στο κεφαλάκι του μέσα, λες και λογισμός δε σάλεβε, μη λάχει και τα τρομάξει.

Μα του κάκου! Όσο μεγάλη κι αν ήτανε η χαρά του, αφτός ονειρεβότανε μεγαλύτερη ακόμη. Τι να κάμω, που ήτανε τόσο και τόσο τρυφερή του αγοριού μας η ψυχίτσα; Να, ο πόθος του, ο πόθος του ο κρυφός, η λαχτάρα του, να γίνουνε φίλοι, φίλοι πιστοί, τα παιδιά κι οι σπουργίτες, να μη φοβούνται οι σπουργίτες τα παιδιά, τα παιδιά μάλιστα να βοηθούνε, να προστατέβουνε τα πουλάκια, επειδή και τα πουλάκια είναι μικρά, είναι αδύναμα, έχουνε ανάγκη από μας, και ποιος ξέρει τι όφελος ανέλπιστο δε θα τους είναι, άμα γίνει άξαφνα καμιά συφωνία, καμιά επίσημη συθήκη αναμεταξύ μας, να τα διαφεντέβουμε από τους εχτρούς τους; Για έφκολο, για πολύ έφκολο το ‘βλεπε κιόλας. Κάποτες, τι χρειάζεται, για να γλιτώσει ένας σπουργίτης, για να μην πέσει στα νύχια της γάτας;

Λίγη εμπιστοσύνη από το μέρος του πουλιού. Προσφέβγει στον άθρωπο και σώθηκε.

Πώς να τους το πει; Πώς να τους το ξεδιαλύσει; Πώς να τα πείσει τα πουλάκια; Να μπορούσε, Θε μου, μια φορά, καθώς κι απαρχής το πεθυμούσε, να τα κρατήσει μια στιγμούλα στιγμίτσα στα δαχτυλάκι του, κι απαλά, πολύ απαλά να τα χαδέψει, να καταλάβουνε πια την αγάπη που τους έχει!

Τα χάδι που ήθελε να τους κάμει τ’ αθώο το παιδί, το ‘καμε τόντις του σπουργίτη του καημένου, όχι όμως όπως έλπιζε ο αγαθός μας ο φίλος.

Ένα πρωί, γύριζε το αγοράκι μας από τ’ ακρογιάλι, από το μπάνιο. Και για θυμηθείτε τώρα που το λέμε, τι ωραία που μυρίζει το ξύλο εκείνο του λουτρού, το φρέσκο! Αχ! ότι που το θυμούμαι, λιγώνω, μέσα μου ξυπνά η ανάμνηση της Πόλης, σπαρταρά η αγάπη της πατρίδας. Αμέ, η πείνα εκείνη του παιδιού, ύστερις από το μπάνιο! Μη μου την ξεχνάτε. Πουθενά εμένα δε μου φαίνεται πιο μεγάλη, πιο νόστιμη παρά στα μέρη τα δικά μας, η πείνα. Γιατί να ξέρετε πως η πείνα του παιδιού ύστερις από τα μπάνιο, είναι από τα πράματα που ανεξαίρετα όλες οι φαμελιές τ’ αγαπούνε, το προσμένουνε κιόλας. Σε κάμποσα, ίσως σε πολλά, δε συφωνούνε πάντα οι γονιοί με τα παιδάκια. Το τάδε παιχνίδι δεν αρέσει· το τάδε γούστο του παιδιού, συχνά, ξετάζεται, συζητιέται. Η πείνα ύστερις από τα μπάνιο, παραδεγμένη, χωρίς ζήτημα να υπάρχει, χωρίς ρώτημα κανένα. Είναι από τους νόμους τους άγραφους και τους απαραπάτητους. Δικαίωμα του παιδιού να πεινά ύστερις από τα μπάνιο. Δικαίωμα του μάλιστα να θυμώσει, σα δεν του δώσουνε να φάει, άμα έρθει από το μπάνιο·

— «Ε; θα μου δώσετε να φάω; Από το μπάνιο έρχουμαι και πεινώ!»

— «Καλέ, βέβαια, δώστε του να φάει. Έρχεται από το μπάνιο. Πεινά!»

— «Μαμά, δε μου δίνουνε και πεινώ ύστερις από το μπάνιο!»

Ποιος να πρωτοτρέξει, να του δώσει. Το περιποιούνται, το νοιάζουνται, όλος ο κόσμος στο ποδάρι για το παιδί που πεινά ύστερις από το μπάνιο.

Τέτοιες γλυκές αντάρες γενήκανε και για το παιδί μας, σα γύρισε σπίτι από τ’ ακρογιάλι. Του φέρανε κομμάτι τσικολάτα με ψωμί, λίγο γλυκό και σώσε, Κύριε! κάτι μπισκοτάκια, μέλι μονάχο.

Εννοείται πως τρομερά πεινούσε, αφού ερχότανε από το μπάνιο. Και τόντις το κομμάτι τσικολάτα, το ψωμί και το γλυκό, τα κατέβασε μονορούφι. Φανερώθηκε ο ηρωισμός του στο στερνό, δηλαδή το καλύτερο, στο μπισκοτάκι. Μόλις έφαγε μια βουκίτσα και συλλογίστηκε τα πουλάκια του. Αλήθεια, το λησμόνησε να τους ετοιμάσει το συνηθισμένο τους το μεζελίκι. Πετάχτηκε. Ο καημένος ο φίλος μας ο σπουργίτης, βλέποντας πως στην τρύπα δεν είχε τίποτα, πετούσε δώθε κείθε, χαμηλότερα όμως παρά που συνήθιζε, να κυνηγήσει πουλιά, δηλαδή μύγες. Δεν έμοιαζε πολύ χαρούμενος· η σπουργίταινα μάλιστα δεν το κουνούσε από τη λέφκη της. Κατσιποδιές απανωτές έμελε να ‘χουμε σήμερις. Ακόμη και σαν ήτανε στο μπάνιο το παιδί μας, είχε καταιγιδιάσει ο καιρός και δε θ’ αργούσε να ξεσπάσει στη θάλασσα φουρτούνα, καταιγίδα στη στεριά. Ο ουρανός κατράμι. Φυσούσε αλάργα ένας άνεμος ξεμανισμένος, τόσο που τα θαλασσοπούλια, κάτι μάβρα, πελώρια, κακά πουλιά, κατεβαίνανε τώρα ίσια με τις δεντροκορφές του ξοχικού, όπου τα ‘σπρωχνε η μπόρα.

Φοβήθηκε το αγοράκι μας. Σφύριξε, άρχισε τα κελαηδήματά του. Κατάλαβε αμέσως ο φίνος μας ο σπουργίτης, αν και τονέ φώναζε σπίτι τους η σπουργίταινα, μήπως πάθει τίποτις μέσα στην παραζάλη. Νίκησε η λαιμαργία και δεν άκουσε τη γυναίκα. Το παιδάκι μας πάλε είχε απιθωμένα μόνο δυο τρία ψιχουλάκια στο νεροσύρτη, που καμωμένος σαν το χαντάκι, κερτός και βαθουλούτσικος, δεν τ’ άφηνε πολύ να ξεσκορπίζουνται με τον αέρα. Ίσια ίσια όμως για να μην τα πάρει ο αέρας, έβαλε τα περσότερα τα ψιχαλούδια του μπισκότου, απάνω στο σανιδάκι το ίσιο που σε κείνη την κάμαρα, βρισκότανε στη βάση του παραθυριού και προχωρούσε ως τα μέσα. Ο σπουργίτης μας ανέβηκε με μια φτερουγιά, έχαψε τα δυο ψιχουλάκια του νεροσύρτη, μ' ένα πηδηματάκι κάθισε στο κατώφλι που να πεις του παραθυριού, κοιτάζοντας λιμπιστικά το σανίδι· τρέχανε τα σάλια του. Εκείνη τη στιγμή, με φρίκη, βλέπει το παιδί μας αψηλά ένα θαλασσινό ξεφτέρι — έχει κι η θάλασσα τέτοια — που στριφογύριζε σα να ετοιμαζότανε να χουμήξει κάτω. Ένιωσε τον κίντυνο το παιδί μας το γενναίο, είχε μάλιστα το κουράγιο να πάρει απάνω του, και γλυκά γλυκά να τραγουδήσει τις σπουργίτικες μελωδίες, που τις ήξερε το πουλί, για να μπει μέσα και να γλιτώσει. Μα ο σπουργίτης νόμισε πως γύρεβε και καλά να τον πιάσει, πιο μαργιόλικο του φάνηκε υποθέτω να ξεφύγει, και κει που άνοιγε τα φτερά του, όρμησε απάνω του το ξεφτέρι. Έτυχε όμως, ένα ξεφτέρι μεγαλύτερο ν’ αρπάξει από το λαιμό το πρώτο, που έτσι δεν μπόρεσε να κρατήσει το σπουργίτη· κι έπεσε ο κακόμοιρος ίσια ίσια στο χαντάκι του νεροσύρτη.

Όσα δηγούμαστε δω φαρδιά πλατιά, συνεβήκανε πιο γλήγορα παρά που θέλει για ν’ αστράψει. Φριχτό πως πολεμιούνται αναμεταξύ τους τα ζώα! Μα τι κρίμα να χαθεί ο σπουργίτης μας ο αθώος! Τον είδε νεκρό τ’ αγοράκι μας, με τα δάκρυα. Τον πήρε στα χέρια του. Ζεστό ακόμη το στηθουλάκι του. Αχ! να τον άκουγε, το φίλο του, το φίλο του τον πιστό, δε θα κειτότανε στα μάτια του πεθαμένος. Γιατί ν’ αρνηθεί τη φιλία του; Δυστυχία μου! Δυστυχία του! Αναστέναζε το παιδί. Και φίλησε το πουλάκι, και το χάδι που δεν μπόρεσε να του κάμει, σαν ήτανε ζωντανό, του το ‘καμε τώρα που το θέρισε ο Χάρος.

Είπε στη λύπη του να το θάψει, να του στήσει μνηματάκι. Έπειτα στοχάστηκε πως προτιμότερο να τ’ αφήσει άθαφο στον μπαξέ. Αφτά λιώνουνε μοναχά τους, ασκέπαστα, στη Δημιουργία όπου ξαναδημιουργούνε ζωή. Έτσι λιωμένο και παραλιωμένο θα ‘τανε το κορμάκι του σπουργίτη μας, ύστερις από ένα χρόνο που ξαναήρθε στην εξοχή το παιδί μας. Θυμότανε ακόμη το σπουργιτάκι του κι έλεγε μέσα του, πως μοιάζουνε συχνά κι οι αθρώποι με τα πουλιά, πως δεν καταλαβαίνουνε πάντα το καλό τους, όσο είναι καιρός, και πρέπει κάποτες ένα χάδι σου να το χαρίσεις, αχ! με το νου σου μονάχα, μιας αγάπης σου ξεψυχισμένης, που δεν ένιωσες την ψυχή της. Μπορεί πάλε να μην πήγε χαμένος ο κόπος του παιδιού που γύρεβε να πιάσει φιλίες με τα πουλάκια, να τα πείσει κιόλας. Ένα πρωί που καθότανε στο γραφείο του κι έγραφε, βλέπει άξαφνα την καλή, τη γνωστή του την κερα-σπουργίταινα που έρχεται ξέθαρρη στο παράθυρο, πάει στο σανιδάκι, τσιμπά ένα ψίχουλο, κεφαλοκουνητά, με χαρούμενη την ουρά της, βουτά τη μυτίτσα της στο πιατάκι νερό, κοιτάζει το παιδί μας και φέβγει φέβγει ως τη λέφκη —όπου το αιώνιο θηλυκό της ξανάχτισε άλλη φωλιά.


Είκοσι εφτά του Σταβρού, τρίτη — εφτά του Άη Δημήτρη, παρασκεβή, 1910.