Μετάβαση στο περιεχόμενο

Το μαγεμένο κουτί

Από Βικιθήκη
Τὸ μαγεμένο κουτί
Συγγραφέας:
Διηγήματα τοῦ γυλιοῦ (1922)


Ἐπεράσαμε τὸ ποτάμι τῆς Καμινίτσας καὶ ἐσταθήκαμε εἰς τὰ Νιφορέικα. Τὸ χωριὸ εἶναι ἀπὸ χαμηλὰ σπιτάκια καὶ ἀπὸ λίγες καλύβες ποὺ κατοικοῦν ἀλβανόφωνοι ποιμένες καὶ γύφτοι. Θεωρεῖται ἀπ᾿ ὅλους ἡ μέση του δρόμου ἀπὸ Λεχαινῶν εἰς Πάτρας καὶ οἱ ταξιδιῶτες συνήθιζαν νὰ κάνουν ἐκεῖ τους πολυωροτέρους σταθμούς των.

Τώρα ὁ ἥλιος εἶχε δύσει. Τὸ σκοτάδι ἤρχετο καὶ οἱ καρολόγοι ἀπεφάσισαν νὰ ξενυκτίσουν ἐκεῖ. Ἐξέζεψαν τ᾿ ἄλογά τους καὶ ἀφοῦ τὰ ἔτριψαν καλὰ μὲ δεμάτι ἀπὸ ἄχυρο γιὰ νὰ στεγνώσουν τὸν ἱδρώτα τους, τὰ ἐσκέπασαν μὲ μεγάλα μάλλινα σκεπάσματα καὶ τὰ ἔδεσαν εἰς τὸ παχνί. Ἔπειτα ἐμπήκαμεν ὅλοι εἰς τὸ χάνι, γιατὶ καὶ τὸ ψύχος ἄρχισε νὰ τσούζῃ.

Τὸ χάνι ἦτο μικρὸ παλιόσπιτο μὲ αὐλὴν εἰς τὸ ὀπίσω μέρος, μὲ τὸ ἀπαραίτητο πηγάδι καὶ ὑπόστεγο γιὰ τ᾿ ἄλογα. Γιὰ τοὺς ἀνθρώπους καμιὰ φροντίδα δὲν ἔχει ὁ χαντζῆς, γιατὶ αὐτοὶ συνηθίζουν νὰ κοιμοῦνται κοντὰ εἰς τὰ πόδια τῶν ἀλόγων τους ἢ ἀπάνω εἰς τὰ κάρα.

Οἱ τοῖχοι τοῦ χανιοῦ ἀπὸ μέσα ἤτανε κατάμαυροι· ἡ ὀροφὴ γεμάτη ἀράχνες, τὸ ἔδαφος λασπερὸ καὶ ἄνισο. Μερικὲς σανίδες σκεπασμένες μὲ παλιόχαρτο ἔκαναν τὸν σκελετὸ γυμνῶν ραφιῶν. Στὸν ἕνα τοῖχο ὁ πάγκος μὲ ὀλίγα ποτήρια καὶ δύο φιάλες ἀκάθαρτες καὶ κατασκονισμένες ἔστεκε ἐμπρὸς καὶ μακρὺ τραπέζι ἔπιανε τὸν ἄλλο τοῖχο.

Ἐκαθίσαμεν εἰς τὴν μία ἄκρη τοῦ τραπεζιοῦ, γιατὶ στὴν ἄλλη ἐκάθουνταν ἤδη ἄλλη συντροφιὰ καρολόγων. Οἱ σύντροφοί μου ἔβγαλαν ἀπὸ τοὺς ντορβᾶδες ψωμὶ ἀπὸ ἀραποσίτι καὶ ἐλιὲς καὶ ἀρχίσαμε τὸ δεῖπνο. Ὁ χαντζῆς ἔφερε σὲ δύο μαστραπᾶδες τὸ σχετικὸ κρασί.

Οἱ καρολόγοι σχετίζονται εὔκολα μεταξύ τους. Ἀκολουθοῦν τὸν ἴδιον δρόμον, ὑποφέρουν τοὺς αὐτοὺς κόπους, δίδουν χέρι ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλον σὲ ὥρα ἀνάγκης. Ἐκτὸς τούτου ἔχουν νὰ εἰποῦν τόσα καὶ τόσα περὶ τῶν ἀλόγων των, περὶ τῶν συναδέλφων, περὶ τοῦ ταξιδίου των, ὥστε εὐθὺς φιλιώνονται μεταξύ των ἐνῶ δὲν γνωρίζουν οὔτε τὰ ὀνόματά τους. Τοῦτο ἔγινε σὲ λιγάκι καὶ μὲ τοὺς συντρόφους μου. Ἄλλαξαν ὀλίγας λέξεις, ἐκεράσθηκαν μεταξύ τους καὶ τέλος κατήντησαν στὸ τραγούδι:

Μπαίνω μὲς στ᾿ ἀμπέλι
σὰν νοικοκυρά,
νὰ κι ὁ νοικοκύρης
πό᾿ ῾ρχεται κοντά!...

Σὲ λιγάκι ἔτριξε ἡ πόρτα τοῦ χανιοῦ, ἄνοιξε καὶ μπῆκε μέσα ὁ μπαρπα-Παναγιώτης. Τὸν θυμοῦνται ὅλοι οἱ καρολόγοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης τὸν μπαρμπα-Παναγιώτη, γέροντα κοντόν, ξεραγκιανὸν μὲ ψαρὰ μαλλιὰ καὶ γενειάδα δασείαν, φρύδια πυκνὰ καὶ κατσουφιασμένο μέτωπο. Διέτρεχε τότε τὸ ἀπὸ Λεχαινῶν μέχρις Ἀχαΐας διάστημα, φέρων μαζί του ἕνα γυάλινο κουτὶ μὲ τέσσερες κοῦκλες μέσα καὶ τὸ μικρὸ μπουζούκι του. Ἐσταματοῦσε ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριό, ἀπὸ χάνι σὲ χάνι, ἐμπρὸς εἰς τὶς καλύβες τῶν ἀγροτῶν καὶ τὴν στάνη τῶν ποιμένων, εἰς τὸ δάσος, πολλὲς φορὲς κοντὰ εἰς τὸν δρόμον καὶ μὲ τὸ μπουζούκι καὶ τὰ νευρόσπαστά του ἐκέρδιζε τὸ ψωμί του. Ποιὸς ὅμως ἦτο ὁ ἄνθρωπος αὐτός, μυστήριον! Οἱ καρολόγοι - ἄνθρωποι ὄχι καὶ τόσον πιστευτοὶ - ἔλεγαν πολλὰ περὶ αὐτοῦ.

Ἕνας ἄνθρωπος, ἔλεγαν, ὑπόπτου ἐξωτερικοῦ μὲ τὸ μαῦρο φέσι του κατεβασμένο ὡς τ᾿ αὐτιὰ καὶ μικρὴ ξεσκισμένη καπότα, ἐστάθη ἕνα βράδυ εἰς τὴν ἄκρη μικρᾶς λίμνης. Ἡ λίμνη αὐτὴ λέγεται Κάρι-Κασέλα καὶ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴ Μανωλάδα. Κατὰ τὰ μεσάνυκτα ὁ Ἀράπης τῆς λίμνης, μὲ τὴ σιδερένια ματσούκα του ἐβγῆκε νὰ βοσκήσῃ τὰ φλωριά του. Ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος τὰ ἔβλεπε νὰ πηδοῦν ἀπάνω στὸ χορτάρι, κάτω ἀπὸ τὴν ἀστροφεγγιὰ τὰ φλωριὰ καὶ νὰ προχωροῦν ἀργὰ καὶ νὰ κουδουνίζουν σὰν κοπάδι ἀπὸ πρόβατα. Ὅλα ἦσαν κατακαίνουργα καὶ λαμποκοποῦσαν τόσο, ποὺ ἡ χλόη ἐφάγκριζε σὰν τὸ πρόσωπο λίμνης. Καὶ ὁ Ἀράπης ὀρθὸς μὲ τὴ σιδερένια ματσούκα του, τὰ σαλαγοῦσε μπροστά, τὰ μάζευε ἀπὸ δῶ, τὰ ἔσπρωχνε ἀπὸ κεῖ, ἐσφύριζε γιὰ νὰ μὴ πλανηθοῦν, νὰ μὴ σκορπίσουν στὰ χαμόκλαδα καὶ χάσῃ κανένα.

Ὁ ἄνθρωπος ἂν ἤθελε ἠμποροῦσε νὰ γίνῃ πλούσιος μὲ μιᾶς. Ἔφτανε νὰ ρίξῃ τὴν καπότα του καὶ τὴν αὐγὴ νὰ εὕρῃ πλακωμένο πλῆθος ἀπὸ φλωριά. Ἀλλὰ οὔτε τὸ σκέφθηκε. Τὸ γλυκὺ κουδούνισμά τους δὲν ἐκέντησε καθόλου τὴν πλεονεξία του. Ἐκάθητο μὲ τὸ κεφάλι στὰ γόνατα βαθιὰ συλλογισμένος. Μπορεῖ καὶ νὰ ἔκλαιε. Τοῦτο φυσικὰ ἔκαμε ἐντύπωση εἰς τὸν Ἀράπη, ἐπλησίασε καὶ τὸν ρώτησε:

- Τί κάνεις ἐδῶ, γέροντα;

- Ἔρχομαι ἀπὸ μακρινὸ τόπο καὶ νυχτώθηκα. Δὲν ἔχω ποῦ νὰ μείνω κι ἔγειρα ἐδεπᾶ νὰ πλαγιάσω.

- Σὲ βλέπω λυπημένο. Γιὰ πές μου· εἶσαι δυσαρεστημένος ἀπὸ τὴν τύχη σου;

- Εἶμαι λέει: Εἶμαι καὶ πολύ.

- Τί θέλεις; Θέλεις νὰ σοῦ δώσω φλωριά. Νὰ σὲ κάνω νὰ πλέεις στὸ μάλαμα καὶ στ᾿ ἀσήμι. Θέλεις;

- Δὲ θέλω φλωριά. Τὸ μάλαμα καὶ τ᾿ ἀσήμι δὲ γιατρεύουνε τὸν πόνο τῆς καρδιᾶς μου.

- Ἂμ τί θὲς κάνε;

- Ἔ! σὰν μ᾿ ἔχει ἡ τύχη μου νὰ ζήσω ἀκόμη, νὰ πίνω τὰ φαρμάκια, ἤθελα νὰ εἶχα τίποτα νὰ βγάνω τὸ ψωμί μου.

- Καλά! εἶπεν ὁ Ἀράπης.

Μπῆκε μέσα στὴ λίμνη καὶ σὲ λιγάκι γύρισε φέρων ἕνα κουτὶ σκεπασμένο μὲ κόκκινο πανὶ κι ἕνα μπουζούκι.

- Νά· εἶπε στὸν ἄνθρωπο. Μὲ τοῦτο θὰ κάμεις τὴ δουλειά σου... Ἂν μὲ χρειαστεῖς καμιὰ φορὰ λέγε «Κάρι κασέλα» κι ἐγὼ θὰ ἔρθω ὅπου καὶ ἂν εἶσαι.

Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦτο ὁ μπαρμπα-Παναγιώτης.

* * *

Αὐτὸς λοιπὸν ἅμα ἄνοιξε ἡ πόρτα ἐμπῆκε ἀτὸ χάνι, κρατῶν στὸ ἕνα χέρι τὸ μπουζούκι του καὶ στὸ ἄλλο τὸ κουτί, σκεπασμένο μὲ κόκκινο μισοτριμμένο πανί.

- Ἄ! ἄ!... καλῶς τὸν μπαρμπα-Παναγιώτη. Κάτσε κοντά. Μωρὲ καὶ μάνα καὶ πατέρα!.. ἐφώναξαν ὁμόφωνοι καὶ μὲ χαρὰν οἱ καρολόγοι.

Τὸ μάνα καὶ πατέρα, σημαίνει πὼς ἐστάθηκε τυχερὸς ὁ γέροντας γιατὶ τοὺς βρῆκε στὸ τραπέζι. Ἐκεῖνος ἐχαμογέλασε πικρὰ γιὰ τὸ τυχερό του αὐτό, ἐσούφρωσε τὰ φρύδια καὶ γνωρίζων ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι ἤθελαν τὴν χαρὰν καὶ πολὺ ὀλίγον ἐφρόντιζαν ἂν τὴν εἶχε καὶ αὐτός, ἔριξεν εἰς μίαν γωνιὰ τὴν κάπαν του καὶ ἐκάθισε μεταξύ τους στὸ τραπέζι.

- Φάε, γέρο μου, καὶ πιέ, νὰ κάνεις κέφι. θὰ τὸ σκούξομε ἀπόψε, θὰ βάλεις τὶς κοῦκλες νὰ χορέψουν τὸ τσάμικο! εἶπε κάποιος ἀπὸ τοὺς καρολόγους.

Καὶ χάϊδεψε τὸ γέροντα στὸν ὦμο.

Ὁ μπαρπα-Παναγιώτης ἐκίνησε τὸ κεφάλι παραδεχόμενος. Ἔφαγεν ὀλίγον, ἔπιεν ὀλιγοτερον καὶ ἔπειτα ἐτοποθέτησε ἀπάνω στὸ τραπέζι τὸ γυάλινο κουτί του, ἐσήκωσε τὸ κόκκινο πανὶ καὶ ἀφοῦ πῆρε τὸ μπουζούκι του, ἄρχισε νὰ παίζῃ τὸν καρσιλαμᾶν.

Μέσα στὸ κουτὶ ἐφάνηκαν τέσσερες κοῦκλες· δύο ἄνδρες καὶ δύο γυναῖκες. Οἱ ἄνδρες φοροῦσαν φουστανέλες καὶ οἱ γυναῖκες βλάχικα. Εἶχαν ἀνάστημα ἀπὸ μία πιθαμὴ κάθε μία. Ἅμα ὁ γέροντας ἄρχισε νὰ παίζῃ τὸ μπουζούκι καὶ νὰ τραγουδεῖ, τὰ νευρόσπαστα ἐκινήθησαν καὶ ἄρχισαν νὰ χορεύουν σύμφωνα μὲ τὸν ρυθμόν. Πότε ἐλύγιζαν τὰ γόνατα καὶ τὸ κορμί, ἐκουνοῦσαν τὸ κεφάλι, ἐσήκωναν τὰ χέρια καὶ ἔξαφνα ἐστριφογύριζαν διὰ μιᾶς ὅλες ὡς βακχίδες.

- Τοῦ διαβόλου τὰ πράματα! Κι ἔπειτα σοῦ λέει δὲν εἶναι διαβολικά! ἔλεγαν ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν οἱ καρολόγοι, κοιτάζοντες μὲ αὐξάνουσαν ἀπορίαν τὰς κινήσεις τῶν νευροσπάστων.

Ὡστόσο ὁ γέροντας ἐξακολουθοῦσε νὰ τραγουδῇ καὶ νὰ ταιριάζῃ τὸν ἦχο τοῦ μπουζουκιοῦ μὲ τὴ φωνή του. Τὸ μπουζούκι στὰ χέρια του καταντοῦσεν ἔμψυχον· ἔβγαζε γλυκιὲς καὶ μελῳδικὲς φωνές. Καὶ τὰ νευρόσπαστα μέσα στὸ γυάλινο κουτί τους ἐχόρευαν καὶ ὁ μπαρμπα-Παναγιώτης ἐτραγουδοῦσε διαφόρους χορούς: τὸν συρτό, τὸν Καλαματιανό, τὸν πηδηχτό, τὸν τσάμικο καὶ εἰς τὴν ἀλλαγὴν τῶν ἤχων τὰ νευρόσπαστα ὡς νὰ εἶχον αἴσθησιν, νὰ ἤκουον τὸν ρυθμὸν καὶ τὰς λέξεις ἄλλαζαν τάξιν, θέσιν, κινήσεις καὶ χορόν.

Ὁ χαντζῆς, ὁ κύριος δηλαδὴ τοῦ χανιοῦ κοντὸς καὶ ἀδύνατος, ἐκάθητο τυλιγμένος μέσα εἰς παλιὸ ἐπανωφόρι, μὲ τὸ κεφάλι στηριγμένο εἰς τὸν πάγκον κι ἐκοίταζε ἀφηρημένος τὰ διαβολικὰ πράματα. Ἡ γυναίκα του, ἐπίσης ἀδύνατη καὶ ζαρωμένη γερόντισσα, συμμαζεμένη ὡς γάτα κοντὰ στὴ γωνιά, ἔκανε κάποτε τὸ σταυρό της καὶ ἐψιθύριζε λέξεις ἀπὸ τὸ Πιστεύω καὶ ἔφτυνε ἀπάνω ἀπὸ τὸν ὦμο της, δηλαδὴ καταπρόσωπον τοῦ Ὀξαποδῶ. Οἱ καρολόγοι διαφοροτρόπως καθήμενοι εἰς τοὺς πάγκους, ἄφωνοι καὶ μισοφοβισμένοι ἐκοίταζαν μὲ νυσταγμένα μάτια πότε τὰ νευρόσπαστα καὶ πότε τὸν γέροντα ὁ ὁποῖος ἐμοίαζε ἐκείνη τὴν ὥρα πὼς κρατοῦσε τὴ σφραγίδα τῆς Σωλομονικῆς καὶ ἦταν κύριος εἰς τὰ ἀκάθαρτα καὶ πονηρὰ πνεύματα.

Ὁ μπαρμπα-Παναγιώτης ἔπαυσε τέλος τὸ τραγούδι του. Ἐσηκώθη μέσα εἰς τὴν γενικὴν σιωπήν, ἔσυρε ἀπὸ τὸ συλάχι τοῦ μικρὸ ξύλινο καυκὶ καὶ τὸ ἔβαλε ἀπάνω στὸ τραπέζι γιὰ νὰ μαζέψῃ τὴν ἀμοιβήν του. Οἱ καρολόγοι ὅταν θέλουν νὰ διασκεδάσουν ξοδεύουν ἀλύπητα.

Ὁ γέροντας ἐφάνη εὐχαριστημένος ἀπὸ τὸ ποσὸν ποὺ ἐσύναξε. Χωρὶς νὰ εἰπῇ λέξη ἐπῆρε τὴν κάπα του, ἐσκέπασε πάλι μὲ τὸ κόκκινο πανὶ τὸν θησαυρόν του, ἐκαληνύχτισε καὶ ἔφυγε.

- Γέρο στρίγκλε! Θὰ ἔχουμε λιβανίσματα τώρα!... ἐψιθύρισε ὁ χαντζῆς ὅταν ἡ πόρτα ἐκλείσθη ὀπίσω ἀπὸ τὸν γέροντα.

Ἐγὼ ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ὁ τραγουδιστὴς ἄρχισε τὰ παιγνίδια του ἕως τὴν ὥρα ποὺ ἔφυγε, δὲν ἐκινήθην καθόλου ἀπὸ τὴν θέσιν μου. Συμμαζεμένος μέσα εἰς μίαν φλοκάταν, ἐκοίταζα μὲ φόβον καὶ ἀπορίαν ἄλλοτε τὰ νευρόσπαστα καὶ ἄλλοτε τὸν γέροντα· ἄλλοτε τὸ χέρι του ποὺ ἐκινεῖτο γοργὰ καὶ ἀδιάκοπα ἐπάνω ἀπὸ τὶς χορδὲς τοῦ ὀργάνου. Ἀληθινὰ εὑρισκόμουν εἰς μεγάλην στενοχωρίαν ποὺ δὲν ἠμποροῦσα νὰ καταλάβω ποιὰ ἡ σχέσις τοῦ γέροντα μὲ τὰ νευρόσπαστα καὶ πῶς ἀκολουθοῦσαν τὰ τσακίσματα τῆς φωνῆς του μὲ τόσην ἀκρίβειαν. Ἤρχισα νὰ πιστεύω ὡς ἀληθινὰ τὰ λεγόμενα καὶ ὅλην σχεδὸν τὴν νύκτα ἐνόμιζα ὅτι εὑρισκόμην μεταξύ του φοβεροῦ Ἀράπη τῆς λίμνης καὶ τοῦ μπαρμπα-Παναγιώτη.

Ἀλλ᾿ ὅπως ὅλα τὰ πράγματα τὰ ξεκαθαρίζει ὁ καιρός, ἐξεκαθάρισε σὲ λιγάκι καὶ τὸ μυστήριον τοῦ μπάρμπα-Παναγιώτη. Ἔμαθα δηλαδὴ ὅτι ὄχι ὁ Ἀράπης τῆς λίμνης, ἀλλὰ πολυχρόνιος φυλακὴ τοῦ ἔδωκε τὸ μπουζούκι καὶ τὰ νευρόσπαστα.

Νέος ὁ μπαρμπα-Παναγιώτης παρεσύρθη ἀπὸ τὴν κακογλωσσιὰ τῆς γυναικός του εἰς φοβερὸ ἔγκλημα. Ἐσκότωσε τὸ μόνο παιδὶ ποὺ εἶχε ἀποκτήσει μὲ τὴν πρώτην του γυναίκα. Καὶ κατὰ τὴν πολυχρόνιον κάθειρξίν του ἐφεῦρε τὸν μηχανισμὸν νὰ τραγουδῇ καὶ νὰ χορεύουν τὰ νευρόσπαστα.

Πῶς τὸ κατόρθωσε, δική του δουλειά. Φτάνει ποὺ τὸ κατόρθωσε.