Εύα

Από Βικιθήκη
Εὔα
Συγγραφέας:
Διηγήματα τοῦ γυλιοῦ (1922)


Κείτεται ἡ γυναίκα ἡ πρωτόπλαστη, ξαπλωμένη στὴν παχιὰ χλόη, κάτω ἀπὸ τὸ λιοπύρι τοῦ Μαγιάπριλου. Ὁ Ἀδὰμ ὁ ἄνδρας της πέρα στὸ χωράφι ὀργώνει μὲ τὰ καματερά του τὴ γῆ, ἱδρώνει καὶ μάχεται, πληρώνοντας βαριὰ τὸ βαρύ του ἁμάρτημα. Καὶ ἐκείνη στυλώνοντας τὸ μάτι στὸν χαρούμενο κάμπο καὶ τ᾿ ἀγέραστα βουνά, εἰς τὰ δάση τὰ πυκνοντυμένα καὶ τὸ φιδωτὸ ποτάμι καὶ τὴ θάλασσα, εἰς τὰ ζωντανὰ τῆς γῆς καὶ εἰς τὰ πετούμενα τοῦ αἰθέρα, λέει συμπλήρωμα τῆς Δημιουργίας τὸν δουλευτὴ τὸν ἄνδρα της καὶ πὼς χωρὶς αὐτὸν καὶ τοὺς κόπους του, ὅλα θὰ ἦσαν ἄχαρα καὶ νεκρά. Καὶ ἀκόμα λέει, πὼς αὐτὴ εἶναι τοῦ ἀνδρὸς τὸ ταίρι καὶ τὸ συμπλήρωμα, ὁλάκερη ἡ Ζωὴ καὶ μὲ τὴ μεγάλη της κορμοστασιὰ ἐπροκαλοῦσε θαρρεῖς νὰ παραβγοῦν τὴ Γῆ - ἡ μήτρα ἡ ἀστείρευτη τὴν πλατιὰ κοιτίδα τῆς Ἀνθρωπότητος. Κάτω ἀπὸ τὰ πύρινα σκέλια της ἐκλωτσοῦσε πεισματικὰ τὸ χῶμα, ἔδερνε τὸν ἀέρα μὲ τὰ στιβαρά της μπράτσα καὶ δείχνοντας τοὺς λαχταριστοὺς λαγῶνες της, ἐτραγουδοῦσε μὲ περηφάνια τὴ μυστικὴ δημιουργία τῶν σπλάχνων της κι ἐκαλοῦσε τὰ σύμπαντα στὴ δούλεψή της: - Ἐγὼ φέρνω στὸν κόσμο τοῦ κόσμου τὸν ἀφέντη. Ὁ ἀέρας θὰ τοῦ δώσῃ ζωὴ καὶ ἡ Γῆ θὰ τὸν θρέψῃ καὶ θὰ τὸν μεγαλώσῃ. Ὁ οὐρανὸς θὰ χαρίσῃ στὴν ψυχή του χρώματα ἁρμονικὰ καὶ ὁ Ἥλιος τόλμην καὶ ἐνέργειαν. Ὁ Αἰθέρας θὰ τοῦ στείλει ὄνειρα καὶ ἡ ἀπέραντη θάλασσα ἀπέραντες ἐλπίδες. Ὅλα τὰ ψυχωμένα καὶ τ᾿ ἄψυχά του κόσμου γενεῖτε δοῦλοι μου. Ἐγὼ φέρνω στὸν κόσμο τοῦ κόσμου τὸν ἀφέντη...

Ὁ καλὸς Θεὸς κάπως ἄκουσε τὰ ἐγωιστικὰ αὐτὰ λόγια της γυναίκας καὶ ἐπρόβαλλε στὸ φρύδι τοῦ Παραδείσου ὀργισμένος:

- Βρὲ τὴ χαραμοφάγα! λέει. Ἐγὼ τὴν ἔπλασα νὰ συντροφεύῃ τὸν ἄνδρα της στοὺς κόπους καὶ τοὺς μόχθους τῆς ζωῆς κι ἐκείνη στὸν ἥλιο τ᾿ ἁπλώνει. Ἂν τὴν ἀφήσω ἔτσι, δὲ θ᾿ ἀργήσῃ νὰ κράξῃ κι ἐμένα γιὰ νὰ τῆς λυσωδέσω τὸ παιδί. Ἄ! δὲν εἴπαμε ἔτσι. Γιὰ νὰ τῆς εὕρω μία δουλειὰ ποὺ καὶ νὰ θέλῃ νὰ μὴν ἡσυχάζῃ νύχτα ἡμέρα.

Παίρνει ὁ Θεὸς μία χούφτα χῶμα, τὴν φυσᾶ τρεῖς φορὲς καὶ λέει:

- Καταραμένος ἐσὺ ἀπὸ ὅλα τὰ θηρία καὶ ἀπ᾿ ὅλα τὰ ζωντανὰ τῆς γῆς. Ἐπὶ τοῦ στήθους καὶ τῆς κοιλίας τῆς γυναικὸς βοσκήσῃς καὶ παχυνθῇς καὶ πληθυνθῇς ἀπὸ τοῦ αἵματος αὐτῆς καὶ ἀπὸ τῆς σαρκὸς αὐτῆς. Καὶ ἔχθραν θήσω ἀναμέσον σου καὶ ἀναμέσον της γυναικὸς καὶ τῶν δακτύλων αὐτῆς καὶ τοῦ σιέλου αὐτῆς. Σιέλῳ ὥσπερ ἰξὼ σιελισθῇς καὶ ὄνυχι ὥσπερ δοκάνῳ διασπασθῇς, ἀλλ᾿ οὐ μὴ λείψῃς εἰς τὸν αἰώνα. Ἀγαθὸς γὰρ ὁ σπόρος καὶ τροφαντὸν τὸ λιβάδι ὅπου ὑπάγῃς.

Καὶ τινάζει τὴ χουφτιὰ ἐπάνω στὸ κορμὶ τῆς Εὔας. Πετιέται ἐκείνη ἀλαφιασμένη, τρέχει ἀπὸ δῶ, φεύγει ἀπὸ κεῖ, πάει καὶ τρίβεται στοὺς κορμοὺς τῶν δέντρων, χώνεται ὡς τὸ πηγούνι στὰ νερὰ - τίποτα! Ἄγρια φαγούρα ἀνάβει τὸ κορμί της. Χίλια βελόνια κεντοῦν τὴ σάρκα της. Τί νὰ κάμει; Ξυλώνει τὰ φύλλα τῆς συκιᾶς ποὺ ἐσκέπαζαν τὴν γύμνια της καὶ βλέπει τὸ ἐλεφαντένιο της κορμὶ αὐλακωμένο ἀπὸ τὰ φουσάτα τῶν φύλλων. Καὶ ἀρχινάει τὸ ψυλλομάζωμα.

Ὁ Ἀδὰμ σήκωσε κάποτε τὰ μάτια ἀπὸ τὴ δουλειὰ καὶ τὰ ἔριξε στὴ γυναίκα του. Καὶ καθὼς τὴν εἶδε νὰ δέρνεται σὰν παλαβὴ καὶ νὰ μὴ βρίσκῃ ἡσυχία ἔβαλε δυνατὰ γέλια:

- Ηὖρε ὁ ἀνθὸς τὸν κλῶνο του κι ὁ κλῶνος τὸν ἀνθό του· εἶπε εὐχαριστημένος.