Οι Καλικάντζαροι

Από Βικιθήκη
(Ανακατεύθυνση από Οι καλικάντζαροι)
Οἱ Καλικάντζαροι
Συγγραφέας:
Δημοσιεύθηκε στο Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1889 του Κωνσταντίνου Σκόκου


ΟΙ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ
ΔΙΗΓΗΜΑ ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΔΟΣΙΝ
ΥΠΟ
ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑ


Ἀνδρέας Καρκαβίτσας
— Ἔλα ’συχάστε, διαβολάκια!·

— Γιαννάκη Γιαννακάκη—κομμάτι κρεατάκι!…

Εἰς μεγάλην στενοχωρίαν εὑρίσκετο ὁ Γιαννάκης, ὁ υἱὸς τοῦ κὺρ Νικόλα, τοῦ μυλωθροῦ. Ὅπου καὶ ἂν ἔστρεφε τὸ βλέμμα, ὅπου καὶ ἂν ἔτεινε τὴν χεῖρα, δὲν συνήντα παρὰ Καλικαντζάρους· μὲ τὸ βραχὺ ὡς καρύου ἀνάστημά των, τοὺς τραγίνους πόδας, τὴν μακρὰν γενειάδα, τὸν ὀξὺν πηχυαῖον σκοῦφον καὶ τοὺς μικκύλους ὡς κόκκον καρδάμου ὀφθαλμοὺς, πυρώδεις ἕνεκεν τῶν ὀρεκτικῶν διαθέσεων ὑπὸ τῶν ὁποίων εἶχον καταληφθῆ πρὸ τοῦ ψηνομένου κρέατος τοῦ Γιαννάκη. Καὶ ἔτρεχον ἐδῶ κ’ ἐκεῖ, πέριξ καὶ τὸν περιεκύκλουν ἐν θορύβῳ, ὡς τὴν χωρικὴν αἱ ὄρνιθες κατὰ τὴν ὥραν τῆς τροφῆς καὶ ἐφώναζον ὅλοι ὁμοῦ, κινοῦντες πρὸς αὐτὸν τὰς χεῖρας.

— Γιαννάκη Γιαννακάκη — κομμάτι κρεατάκι!…

— Ἔλα· ’συχάστε, διαβολάκια· ἔλεγεν ὁ Γιαννάκης, θωπευτικῶς.

Καὶ ἔρριπτε πρὸς αὐτοὺς, ἐξάγων τῆς σούβλας, τεμάχιον τοῦ ψηνομένου κρέατος. Οἱ Καλικάντζαροι ἐπέπιπτον ἐπ’ αὐτοῦ, ὡς πεινασμένοι σκύλοι καὶ τὸ κρέας ἐγίνετο εὐθὺς ἀνάρπαστον καὶ ἐπανελάμβανον οἱ ἀδικηθέντες τὰς φωνάς των, τὰς δυσήχους πάντοτε καὶ ἀνυποφόρους. Ὅμως τὰ τεμάχια τοῦ κρέατος ἓν πρὸς ἓν ὠλιγόστευον ἐνῷ ὁ Γιαννάκης ἐπείνα πάρα πολύ. Ὁ πατήρ του, ἀρρωστήσας, εἶχε φύγει ἀπὸ πρωΐας τοῦ μύλου καὶ ἔμεινεν αὐτὸς νὰ ἐπαρκέσῃ εἰς τὰ τόσα ἀλέσματα τῶν χωρικῶν. Κάθε ὥραν φόρτωμα καὶ ἐκφόρτωμα τοῦ σίτου ἀπὸ τοῦ ζῴου εἰς τὴν σκάφην τοῦ μύλου καὶ ἀπ’ ἐκεῖ πάλιν τὸ ἄλευρον θερμὸν θερμὸν εἰς τὸν σάκκον· δὲν τῷ ἔμεινε στιγμὴ ἀναπαύσεως. Εἶχεν νυκτώσῃ ὅτε ἀπέπεμψε τὸν τελευταῖον πελάτην καὶ ἤδη ἤναψε πυρὰν εἰς μίαν γωνίαν καὶ ἔψηνε τὸ κρέας του ἵνα φάγῃ. Ἔξαφνα ὅμως, ἐνῷ ὑπέθετεν ὅτι ἐτελείωσαν αἱ ἁμαρτίαι του, παρουσιάζοντο αὐτοὶ καὶ τὸν ἠνώχλουν καὶ ἤθελον παιχνίδια. Ἀλήθεια, μεγάλην ὄρεξιν θὰ εἶχον!.. Ἀλλὰ μήπως ἐκοπίασαν καὶ νὰ μὴν ἔχουν!.. Κάθηνται ὅλην τὴν ἡμέραν ἐξηπλωμένοι εἰς τὰ σπήλαιά των, τρώγοντες ἀμερίμνως τὰς σαύρας καὶ τοὺς ὄφεις, τοὺς ὁποίους συλλαμβάνουν καὶ ἐξέρχονται τὴν νύκτα νὰ πειράζουν τοὺς ἀνθρώπους. Καλὸ κι’ αὐτό!… Καὶ ὁ Γιαννάκης δὲν ἤξευρε τίνα τρόπον νὰ εὕρῃ νὰ τοὺς πείσῃ νὰ τὸν ἀφήσουν νὰ φάγῃ.

— Νὰ σᾶς ’πῶ, ρὲ παιδιά· εἶπεν αἴφνης πρὸς αὐτοὺς μειλιχίως.

— Νά μᾶς ’πῆ ὁ ἄγουρος — ὁ κολοκυθομάγουλος!.. νὰ μᾶς ’πῇ ὁ ἄγουρος — ὁ κολοκυθομάγουλος!… ἐπανέλαβον οἱ Καλικάντζαροι ἐν χορῷ.

Καὶ συνήχθησαν ὅλοι πρὸς αὐτὸν, ἀναρριχώμενοι ἐπὶ τῶν γονάτων του, ἐπὶ τῶν ὤμων, ἐπὶ τῆς κεφαλῆς· ἄλλοι ἐκρεμάσθησαν ἀπὸ τοὺς μύστακας καὶ τὸ βραχὺ γένειον καὶ τὰ ὦτα, ὥστε τὸν ἐκάλυψαν διὰ μίαν στιγμὴν ὅλον, ὡς ἀνεκτικὸν γατάκι οἱ ποντικοί. Καὶ παπᾶς θὰ γένῃς Κῶστα; — ἔτσι τὤηφερ’ ἡ κατάρα· ἐσκέπτετο ὁ Γιαννάκης. Καθὼς εὑρέθη μόνος, καταμόναχος εἰς τὸν μύλον του, ὅλα ἔπρεπε νὰ τὰ ὑποφέρῃ· τίποτε δὲν ἠδύνατο νὰ κάμῃ. Ἔπειτα ἐγνώριζεν ἐκ παραδόσεως ὅτι οἱ Καλικάντζαροι τὰ Δωδεκάημερα, παραιτοῦντες τὸ δένδρον τὸ ὁποῖον πριονίζουν εἰς τὰ ἔγκατα τῆς γῆς, ἐννοοῦν νὰ ἔλθουν εἰς τὸν κόσμον καὶ νὰ πειράζουν, φοβερὰ νὰ πειράζουν. Ἀλλ’ ὅ,τι ἔκαμαν ἔκαμαν· τὰ δωδεκάημερα ἔληγον αὔριον τὴν αὐγήν, θὰ ἠγίαζον τὰ νερὰ καὶ οἱ Καλικάντζαροι θὰ ἔφευγον νὰ κρυβῶσιν, ὡς οἱ Ἑβραῖοι κατὰ τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ μὲ αὐτὴν τὴν ἰδέαν παρηγορεῖτο ὁ νέος μυλωθρὸς δι’ ὅσα ὑπέφερεν ἀπόψε. Ἠπίως καὶ μὲ γλυκὺ χαμόγελο εἰς τὰ χείλη, ἀπεδίωκεν ἀπ’ ἐπάνω του τοὺς Καλικαντζάρους, μὴ θέλων νὰ δείξῃ καθόλου τὴν δυσαρέσκειάν του, ἐκ φόβου μὴ πάθῃ χειρότερα.

— Μὰ ’συχάστε λοιπὸν νὰ σᾶς πῶ! ἐψιθύριζε.

— Ἔλα λέγε…

— Καθῆστε πρῶτα χάμου…

Ἠκούσθη εὐθὺς ἓν φάπ! δυνατὸν φάπ!, ὡς νὰ διερράγη αἴφνης εἰς τὴν γῆν κἀμμία κύστις πλήρης ἀέρος καὶ ὅλοι οἱ Καλικάντζαροι εὑρέθησαν καθισμένοι πέριξ, ὅμοιοι πρὸς μικρὰ καρβουνάκια, κεχυμένα χαμαί. Ἐνῷ δὲ αὐτοὶ ἀνέμενον περίεργοι τοὺς λόγους τοῦ Γιαννάκη, οὗτος σιωπηλὸς, μὲ ἦθος σοβαρὸν, ἀπέσυρε τὴν σούβλαν ἀπὸ τῆς πυρᾶς καὶ ἐξάγων ἕν ἕν τεμάχιον, ἔτρωγε βεβιασμένως, ὡσεὶ βουλιμιῶν.

— Ἔλα, θὰ μᾶς πῆς! εἶπον πολλοὶ Καλικάντζαροι, ἀνυπομονοῦντες.

— Μπρὲ θὰ μᾶς πῆς! προσέθηκε κἄπως θυμωδῶς καὶ ὁ Μπάμπακας.

Ὁ Μπάμπακας ἦτο γερόντιον μὲ γενειάδα λευκὴν καὶ μακρὰν, ὅσον δύο ὀργυιὲς καὶ ἀπὸ κάθε τρίχα της ἐκρέματο καὶ ἕνας μικρὸς Καλικάντζαρος, ὅπως εἰς τοὺς κλῶνας οἱ καρποὶ τοῦ φοίνικος. Εἰς τὴν χεῖρα ἐκράτει μακρὰν λεπτὴν ῥάβδον διὰ τῆς ὁποίας ἐπεβάλλετο εἰς τοὺς ἄλλους καὶ προεῖχεν ὁλοκλήρου τοῦ ὁμίλου. Τὸ γερόντιον ἤδη πλῆρες θυμοῦ διὰ τὴν σιωπὴν τοῦ Γιαννάκη, ἔνευσε πρὸς τοὺς Καλικαντζάρους, ὡς στρατηγὸς, διατάσσων τὴν διαρπαγὴν κυριευθείσης πόλεως. Εὐθὺς οὗτοι ὥρμησαν ἐπὶ τῆς σούβλας καὶ ἐσκόρπισαν κατὰ γῆς, λακπατοῦντες τὰ τεμάχια τοῦ κρέατος.

— Τρίτσι, τρίτς!… τρίτσι, τρίτς!… ἐγρύλλισαν ὅλοι, εἰρωνικῶς προσβλέποντες τὸν Γιαννάκην.

Ὁ μυλωθρὸς εἶχε φάγει ὀλίγον καὶ ἂν δὲν εἶχε χορτασθῇ τελείως τοὐλάχιστον κἄτι συνεκράτησε τὴν πεῖνάν του. Ὥστε δὲν τὸν ἔμελλε καὶ τόσον διὰ τὸ κρέας. Θυμωθεὶς ὅμως πολὺ διὰ τὴν εἰρωνείαν μεθ’ ἧς τῷ ὡμίλουν, ἔλαβεν ἀνημμένον δαυλὸν καὶ ἔρριψεν αὐτὸν ἐν μέσῳ τοῦ ὁμίλου τῶν Καλικαντζάρων.

— Τρίτσι, τρίτς!… τρίτσι, τρίς!…

Καὶ ἐσκορπίσθησαν ὅλοι μακρὰν ἐδῶ κ’ ἐκεῖ, ὡς ποίμνη προβάτων ὅταν πέσῃ μεταξὺ αὐτῶν λύκος. Διότι οἱ Καλικάντζαροι φοβοῦνται τὸ πῦρ ὅσον ὁ διάβολος τὰ ἱερὰ λόγια. Πρόσφατον παράδειγμα εἶχον οὗτοι τὴν γραῖαν ἥτις κατώρθωσε νὰ κλείσῃ πολλοὺς τούτων εἰς μικρὸν βυτίον καὶ νὰ τοὺς καύσῃ ἐκεῖ ὁλοζώντανους, ἐκδικουμένη τὴν ὕβριν ἦν ἔκαμον πρὸς τὴν θυγατέρα της.

Ὁ Γιαννάκης ἐν τούτοις ἐσυλλογίζετο ἤδη πῶς ν’ ἀπαλλαγῇ αὐτῶν ἐντελῶς. Ἡ νὺξ εἶχεν ἀρκετὰ προχωρήσῃ· αὔριον ἐξημέρωνε παραμονὴ τῶν Φώτων καὶ ἔπρεπεν αὐτὸς ἤδη νὰ ἦνε εἰς τὴν οἰκίαν του, νὰ φέρῃ τὸ ἄλευρον ἵνα ζυμώσουν τὰ ψωμιά. Ἀλλὰ πῶς ν’ ἀποφύγῃ τοὺς Καλικαντζάρους, οἱ ὁποῖοι ἐκόλλησαν ὡσὰν τσιμπούρια ἐπ’ αὐτοῦ καὶ δὲν ἐνόουν νὰ τὸν παραιτήσουν καθόλου μέχρι τῆς αὐγῆς;…

— Παιδιὰ, χορεύουμε! ἐφώναξεν αἴφνης εὐθύμως, ἐγειρόμενος.

— Ναὶ, χορεύουμε· ἀπήντησαν ὅλοι μὲ προθυμίαν.

Καὶ ἤρχισαν νὰ κινῶσι τοὺς ἀραχνοειδεῖς πόδας των, ἄλλοι ν’ ἀνατείνωσι τὰς χεῖρας καὶ νὰ ἐκφέρωσι βραγχώδεις φωνὰς, ἄλλοι νὰ συρίζωσι καὶ ἕνας μικρὸς ἥρπασε ῥάκος πανίου ὅπερ εὗρε χαμαὶ καὶ τὸ ἀνεκίνει διὰ μανδῆλι δῆθεν.

— Μὰ ὄχι μέσα· εἶπεν ὁ Γιαννάκης· ἔξω, ’ς τὸ φεγγαράκι νὰ βγοῦμε....

— Ναὶ, ἔξω· ἐπεκρότησαν ὅλοι.

Ἡ νὺξ εἶχεν ἀρκετὰ προχωρήσει. Οἱ ἀστερισμοὶ τῆς αὐγῆς, ὁ εἷς μετὰ τὸν ἄλλον, προέβαλλον εἰς τὸν ὁρίζοντα φεγγοβόλοι· ὁ ἀὴρ, ὅστις ἀνεκίνει θορυβωδῶς τὰ δένδρα, εἶχε καθαρίσει παντὸς νέφους τὸν οὐρανὸν, ὁ ὁποῖος καταγάλανος κατηυγάζετο ὑπὸ τοῦ φωτὸς τῆς σελήνης πέραν οἱ βουνοὶ διεκρίνοντο ὡς μελανοὶ ἐξ ἄνθρακος ὄγκοι, περικλείοντες πανταχόθεν τὴν πεδιάδα· τὰ φυλλώματα τῶν δένδρων ἔστιλβον κατάμεστα τῆς νυκτερινῆς δρόσου.

Οἱ Καλικάντζαροι, ἔχοντες εἰς τὴν μέσην τὸν Γιαννάκην, ἐχόρευον ἤδη εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ μύλου. Αἱ βραγχναὶ φωναί των ἀντήχουν εἰς τὴν σιγὴν τῆς νυκτὸς καὶ ἐμίγνυντο μὲ τὸ κἄπου κἄπου ἀκουόμενον λάλημα τοῦ κόκκυγος.

— Μωρέ παιδιὰ τ’ ἄλογο φρυμάζει· εἶπεν ὁ Γιαννάκης· γιὰ νὰ ἰδῶ μιὰ στιγμὴ κ’ ἔφθασα.

Καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸν μύλον. Οἱ Καλικάντζαροι ἐν τῇ ἀκατασχέτῳ εὐθυμίᾳ ἣν εἶχον πρὸς τὸν χορὸν δὲν ἐπρόσεξαν καθόλου εἰς τὴν φυγήν του. Ὁ εἷς μετὰ τὸν ἄλλον ἤρχοντο ἐμπρὸς καὶ ἐχόρευον ἐν δαιμονιώδει δίνῃ ὅλοι καὶ ἐτραγώδουν ἀπαύστως κ’ ἐκ περιτροπῆς!

— Χορεύ’ ἡ λάσπη κ’ ἡ σβουνιὰ
κ’ ἡ γιδοκακαρέντζα....
Χορεύει τὸ παληόσκουτο
μὲ τὴν παληανδρομίδα!…

— Μωρ’ ὁ μυλωνᾶς; εἶπέ τις αἴφνης.

— Ναὶ, ὁ μυλωνᾶς! ἐπανέλαβον ὅλοι.

Καὶ ἔσπευσαν εἰς τὸν μύλον, ἀνερευνῶντες παντοῦ, ἐδῶ κ’ ἐκεῖ· ἀλλ’ ὁ Γιαννάκης δὲν ἐφαίνετο πουθενά.

— Ἔφυγε· εἶπον, προσβλέποντες ὁ εἷς τὸν ἄλλον ἐκστατικοί.

Τῷ ὄντι ὁ Γιαννάκης μόλις εἰσῆλθεν εἰς τὸν μύλον, ἐφόρτωσεν ἐπὶ τοῦ ἵππου δύο σάκκους ἀλεύρου, ἔπεσε καὶ αὐτὸς εἰς τὸ μέσον, περιβληθεὶς ἕτερον σάκκον καὶ μαστίσας τὸν ἵππον ἔφυγε διὰ τῆς ὀπισθίας θύρας.

— Τί νὰ κάμουμε; ἠρώτησαν τόρα μεταξύ των.

— Νὰ τὸν φτάσουμε.

Καὶ ἐχύθησαν ὅλοι, ὡς ἀνεμοστρόβιλος, πρὸς τὰ ἐμπρὸς, καταπατοῦντες τοῦ δρόμου τὸν βόρβορον ἐν συμμιγεῖ θορύβῳ καὶ ἀλαλητῷ, ὡς ἀγέλη θωῶν ὠρυομένων. Μετ’ ὀλίγον ἐπρόφθασαν τὸν ἵππον τοῦ Γιαννάκη, διευθυνομένον πρὸς τὸ χωρίον, ἀφανὲς ἀκόμη ἐκ τῆς ἀποστάσεως καὶ τοῦ σκότους. Ἐκύκλωσαν εὐθὺς τὸν ἵππον ὅλοι καὶ παρετήρησαν ἐδῶ ἐκεῖ διὰ τὸν Γιαννάκην.

— Νὰ τὧνα πλευρὸ, νὰ καὶ τἄλλο, νὰ καὶ τ’ ἀπανογῶμι, μὰ ὁ μυλωνᾶς ποὖνε; ἔλεγον μεταξύ των, δυσανασχετοῦντες.

— Πίσω θά ’μεινε· εἶπεν ὁ Μπάμπακας φρυάττων.

Καὶ ἔτρεξαν ὅλοι ὀπίσω, μετὰ βοῆς πάντοτε, ὡς σμῆνος μελισσῶν, φυγὸν τῆς κυψέλης. Ἠρεύνησαν ὅλον τὸν δρόμον, εἰς τὰς τάφρους καὶ τοὺς βάτους, παντοῦ, ἔφθασαν μέχρι τοῦ μύλου ἀλλὰ πουθενὰ δὲν εὗρον τὸν μυλωθρόν. Ἐπέστρεψαν οὕτω δυσηρεστημένοι παρὰ τὸν ἵππον ὅστις ἐξηκολούθει πάντοτε ἡσύχως τὸν δρόμον του καὶ ἐπανέλαβεν τὰς ἐπ’ αὐτοῦ ἐρεύνας.

— Νὰ τὧνα πλευρὸ, νὰ καὶ τἄλλο, νὰ καὶ τ’ ἀπανογῶμι, μὰ ὁ μυλωνᾶς ποὖνε;

— Μωρὲ, μπροστὰ θὰ πάη! ἐφώνησε πάλιν ὁ Μπάμπακας.

Καὶ ἤδη ἐτράπησαν πρὸς τὰ ἐμπρός. Ὁ Γιαννάκης ἐν τῷ σάκκῳ, ἂν καὶ φοβούμενος μὴ τὸν ἀνακαλύψωσιν, ἐγέλα μὲ τὴν ἀδημονίαν αὐτὴν τῶν Καλικαντζάρων καὶ ἀνακύπτων ὀλίγον τὴν κεφαλὴν, παρετήρει πρὸς τὰς ἐμπρὸς μή που ἀνακαλύψῃ τὸ χωρίον του. Αἴφνης αἱ λάμψεις τοῦ γλυκοχαράγματος ἔδειξαν αὐτὸ μακρὰν, ἀριστερά, εἰς τὸ τέρμα τοῦ δρόμου, μὲ τὰς πυκνὰς συκομωρέας του καὶ τὰ χαμηλὰ σπητάκια του, ὡς μίαν κηλίδα ἐν τῇ λευκαζούσῃ πεδιάδι.

— Ξύλα κούτσουρα, δαυλιὰ καϋμένα!… ἐφώναξεν εὐθὺς μὲ ὅλην τὴν δύναμιν τῶν πνευμόνων του.

Οἱ Καλικάντζαροι ἔστρεψαν καὶ διέκρινον καὶ οὗτοι τὸ χωρίον. Κρύος τρόμος κατέλαβεν εὐθὺς ὅλους καὶ ἔμειναν ὅπου εὑρέθη ἕκαστος, ὡσεὶ καρφωμένοι. Αἴφνης ἠκούσθησαν ἀπὸ τοῦ χωρίου καὶ οἱ πετεινοὶ κράζοντες τὸ ἑωθινὸν, ἐμπνεύσαντες ἄλλον φόβον εἰς τοὺς Καλικαντζάρους.

— Πάμετε· εἶπε μετὰ πικρίας ὁ Μπάμπακας· δὲν εἶνε πιὰ δουλειὰ γιὰ τὸν κόσμο, οἱ ἄνθρωποι μᾶς ’πέρασαν.

Καὶ ὑψώσας τὴν ῥάβδον του προηγεῖτο φεύγων ἐνῷ οἱ λοιποὶ τὸν ἠκολούθησαν ὄπισθεν, ὠρυόμενοι ἐν χορῷ:

— Φεύγετε νὰ φεύγουμε.
γιατ’ ἔφτασ’ ὁ ζουρλόπαπας
μὲ τὴν ἁγιαστήρα του
καὶ μὲ τὴν πλαστήρα του.
Μᾶς ἔβρεξε, μᾶς ἅγιασε
καὶ μᾶς ἐζεμάτισε!…

Καὶ ἀπεμακρύνοντο ὅλοι πρὸς τὴν δύσιν, ὡς μαῦραι σκιαὶ τῆς νυκτὸς, φεύγουσαι τὸ φῶς τῆς ἡμέρας.