Στη δύση της γενεάς

Από Βικιθήκη
Σκαραβαίοι και Τερρακότες
Συγγραφέας:
Στη δύση της γενεάς


ΣΤΗ ΔΥΣΗ ΤΗΣ ΓΕΝΕΑΣ

ΠΕΣ μας τοὺς πόνους ποὖπες καὶ ξανᾶπες·
—Μὲ μοίρανε στὰ σπάργανά μου ἡ Μοῖρα
νὰ τραγουδάω τὶς στεῖρες τὶς ἀγάπες
καὶ τἄκαρπα φιλιὰ νὰ κλαίω τὰ στεῖρα.

Πέρ’ ἀπὸ μένα δὲ θὰ ξαναζήσῃ
ἡ ἀρχαία μας γενεὰ — πάπποι προσπάπποι,
καὶ πάντα μὲς τὸ ρόδινο μεθύσι
θὰ πνίγω μόνος τὴ στερνή μου ἀγάπη.

Κ’ ἔσωσα πρῶτος ὅπου σώνει ὁ δρόμος
ποῦ ἡ Θάλασσα ἡ Νεκρὴ τὸν κόβει, ἡ μαύρη·
τῆς τρίτης γενεᾶς μου ὁ κληρονόμος
τὸ ξένο κρῖμα μου ἄφταιγος δὲ θἄβρῃ.

Δὲ θἀναζῶ, ἀσυνόριστος δεσπότης,
σὲ μιὰ βαθειὰ γωνιὰ τοῦ αἵματός του
νὰ τοῦ τρυγάω τὸν πρῶμο ἀνθὸ τῆς νιότης
σὰν τὸ κρυφὸ σκουλήκι πόθου ἀρρώστου.

Σώνω στερνὸς ἐκεῖ ποῦ σώνει ἡ στράτα
ποῦ ἐμπρὸς τὸ δάσος τὸ ἄβατο τὴν κόβει·
μέσα θρηνοῦν τἀνώφελα τὰ νιᾶτα
καὶ τῶν τελείων θανάτων κλαῖν οἱ φόβοι.

Ἀχνὲς ὑστερικὲς Νύφες παθιάρες
ποῦ μὲ τὸ νόθο φῶς της ζῇ ἡ Σελήνη
στενάζουν στὶς κλαψάρες των κιθάρες
τὸ μοιρολόϊ τῆς γενεᾶς ποῦ σβύνει.

Σώνω στερνός, μαζί μου σώνει ἡ μέρα
κ’ οἱ Δυσμικὲς καλοῦν τὴ νύχτα νἄρχῃ·
ἥσκιοι θολοὶ κι ἀνήσυχοι ἀπὸ πέρα
τὸν πρῶτο οἱ ἀπόγονοι ἀκλουθοῦν γενάρχη.

Ὅλοι τους μ’ ἕν’ ἀγέρα μαθημένο
στὰ ἴδια χυμένο τὰ μοιασίδια γύρου,
σὰ νὰ μοῦ λένε «δὲ θὰ ξαναγένω»
βουβοὶ τὸ θρῆνο θρηνῳδοῦν τοῦ ἀκλήρου.

Σώνω στερνὸς ἐκεῖ ποῦ σώνει ἡ βρύση
ποῦ πότισε τὶς γόνιμες τὶς Μάννες...
Παίρνω καὶ κλαίω στῆς Γενεᾶς τὴ Δύση
τὶς ἄγονες ἀγάπες μας τὶς πλάνες.