Στα μυστικά του βάλτου/Κεφάλαιο ΛΑ

Από Βικιθήκη
Στα μυστικά του βάλτου
Συγγραφέας:
ΛΑ'. Ο Αντωνάκης ο γιατρός


Ο φόνος του Άγρα έπληξε όλο τον Ελληνισμό. Ο θάνατος του ήταν συμφορά μεγάλη για τον Αγώνα, η έλλειψη του αγιάτρευτη. Η ασύγκριτη παλικαριά του, όσο και οι στρατιωτικές του γνώσεις, η αγνότης του, η παιδική του χάρη όσο και η τολμηρότης του, τον είχαν κάνει θρυλικό. Τον ήξεραν ατρόμητο. Τον θεωρούσαν ανίκητο. Και όταν μαθεύτηκε πως πήγε στους Βουλγάρους για συνεννόηση, πως τον γέλασαν, πως τον συνέλαβαν, πως τον σκότωσαν, η πρώτη έκπληξη έγινε θυμός, ο θυμός μίσος, το μίσος λύσσα, και όλη η Μακεδονία σηκώθηκε σύσσωμη να τον εκδικήσει.

Το Κέντρο κινητοποίησε όλα τα ανταρτικά σώματα. Διαταγή δόθηκε να εκμηδενίσουν τους δολοφόνους, όπου τους βρουν, αμείλικτα, χωρίς καμιάν εξαίρεση.

- Τον Ζλατάν όμως, θα τον σκοτώσω εγώ! είπε ο Βασίλης του Περικλή, τα φρύδια ενωμένα, σκοτεινός, βαρύς, αργοπροφέροντας, σα να 'δινε όρκο: Θα τον σκοτώσω εγώ! Αλλιώς δε θα έχω εκπληρώσει την αποστολή μου στη ζωή.

Από την ώρα που βρήκαν κρεμασμένο το σώμα του Άγρα και του πιστού του Μίγγα, η δίψα της εκδικήσεως δεν άφηνε ησυχία στη μικρή παρέα. Το ανταρτικό σώμα του καπετάν Σεραφείμ ακολουθούσε καταποδιαστά τον Κασάπτσε, όπου περνούσε. Τον είχαν δει, πότε δω πότε κει. Και πάλι έφευγε, χάνουνταν, κρύβουνταν σε άγνωστους κρυψώνες, στα Βουλγαροχώρια. Και πάλι έπαιρνε τα βουνά, για πιο ασφάλεια, τραβώντας όλο και πιο νότια. Μα το λαγωνικό ο Αποστόλης, είχε εξιχνιάσει και εξακριβώσει πως ο Ζλατάν είχε χωριστεί από τον Κασάπτσε, και τρομοκρατημένος εγκατέλειπε το Βέρμιο με τα δάση του, που μπορούσαν να κρύψουν Έλληνες εκδικητές, και τραβούσε ανατολικά.

- Το πρόγραμμα του θα είναι να τραβήξει για τα Κουρφάλια, και από κει για τη Βουλγαρία... είπε η κυρία Ηλέκτρα, σκυμμένη πάνω σ' ένα χάρτη. Τρέμει, φεύγει σαν τον Κάιν, εμπρός στη ρομφαία του αγγέλου!...

Στο Σταυρό, στο σπίτι του παπα - Παχώμιου, όπου είχαν καταλήξει, ύστερα από μέρες και νύχτες στο ύπαιθρο, κυνηγώντας τους δολοφόνους, περίμενε η κυρία Ηλέκτρα, με τον Βασίλη και τον Περικλή, να επιστρέψει ο Αποστόλης, που είχε ανακαλύψει λέει σοβαρά ίχνη του Ζλατάν, ίχνη που μπορούσαν να τους βάλουν τελικά σε καλό δρόμο. Μα ήταν τρεις μέρες που είχε φύγει ο Αποστόλης, και καμιά του είδηση δεν είχε έλθει ακόμα.

- Αν δεν έλθει και αύριο, δεν περιμένω πια, είπε ο Βασίλης.

Είχε αλλάξει πολύ ο Βασίλης. Ώρες ολόκληρες έμενε σιωπηλός, ακίνητος, βυθισμένος στη μαύρη του συλλογή, χωρίς ν' ακούει ούτε να βλέπει. Και ξαφνικά, με το σκοτάδι, έφευγε παίρνοντας μαζί του τον Μάγκα, κι επέστρεφε ξημερώματα, τσακισμένος, σαν άνθρωπος που περπάτησε όλη νύχτα, κι έπεφτε και κοιμούνταν σαν το κούτσουρο, ή ξαναβυθίζουνταν στη συλλογή του, το κεφάλι σκυφτό, τα μαύρα του φρύδια ενωμένα. Σκυμμένος πλάγι στην κυρία Ηλέκτρα, μελετούσε και ο Περικλής το χάρτη. Τον είχε ξαναπιάσει θέρμη στο αδιάκοπο αυτό κυνηγητό του Ζλατάν, κι ένιωθε τις δυνάμεις του να φεύγουν... Μα για τίποτα δε θα τ' ομολογούσε. Θα 'πεφτε από τον κάματο κάλλιο, παρά να παραδεχθεί πως ήταν πια ανίκανος ν' ακολουθήσει. Ήταν νύχτα. Ο παπα - Παχώμιος είχε τραβηχθεί στο κελί του. Ο Βασίλης δεν είχε βγει εκείνο το βράδυ, και οι τρεις ξαπλώθηκαν χάμω στις βελέντζες να κοιμηθούν. Ο Μάγκας είχε κουλουριαστεί πλάγι στον Περικλή. Έξαφνα, πετάχθηκε πάνω, έβγαλε ένα πνιγμένο κλάψιμο, κι έτρεξε στην κλειστή πόρτα. Την ίδια ώρα, ένα σιγανό σφύριγμα ακούστηκε κάτω από το παράθυρο του. Η κυρία Ηλέκτρα πήδηξε στα πόδια της.

- Το σφύριγμα του Αποστόλη! ψιθύρισε. Μην κουνήσετε! Πάγω εγώ να του ανοίξω.

Πέταξε τα τσαρούχια της, και προσέχοντας μην τρίξει η σκάλα, πατώντας στα νύχια, κατέβηκε, τράβηξε τη μπάρα και άνοιξε. Ο σκύλος την είχε ακολουθήσει. Δυο σκιές στέκουνταν μισοκρυμμένες στο κούφωμα της πόρτας. Ο ένας ήταν ο Αποστόλης. Τον άλλο δεν τον αναγνώρισε η κυρία Ηλέκτρα, και απόρησε σαν είδε τον Μάγκα να πηδά απάνω του με φωνίτσες χαρούμενες. Μπήκε μέσα ο Αποστόλης, κρατώντας το σύντροφο του από το μπράτσο, κι έκλεισε η κυρία Ηλέκτρα την πόρτα. Μόλις μπήκε ο άλλος μέσα, μισοέπεσε χάμω και ακούμπησε στον τοίχο, πίσω του.

- Λίγο νερό, κυρία Ηλέκτρα, είπε χαμηλόφωνα ο Αποστόλης. Είναι ο Μήτσος. Ο Μάγκας τον αναγνώρισε. Και είναι πληγωμένος. Πρέπει να τον πάμε απάνω. Μόλις τα κατάφερα να τον φέρω...

Η κυρία Ηλέκτρα είχε σκύψει πάνω στον Μήτσο, προσπαθούσε να τον δει στα σκοτεινά. Μα ο Βασίλης είχε κατέβει με τον Περικλή, και, σιωπηλά, μισοκουβαλώντας τον Μήτσο, με τη βοήθεια του Αποστόλη και του Περικλή, τον ανέβασαν στην κάμαρα τους. Η κυρία Ηλέκτρα άναψε ένα λαμπάκι, έδωσε του μισολιγοθυμισμένου Μήτσου να πιει, έβρασε βαρύ τσάι με κονιάκ και του έπλυνε το αιματωμένο του κεφάλι, όπου είχαν κολλήσει σκόνες και λάσπες. Πλάγι της, θλιμμένος, σα να καταλάβαινε, κοίταζε ο Μάγκας το άρρωστο αφεντικό του. Ήταν πολύ αδυνατισμένος ο Μήτσος, και τον έκαιε πυρετός. Χωρίς λόγια αφέθηκε στα στοργικά χέρια της κυρίας Ηλέκτρας και του Περικλή, και τον έγδυσαν και τον ξάπλωσαν σ' ένα στρώμα, που το είχε πάρει ο Βασίλης από το σοφά της σαλίτσας, όπου δέχουνταν το ποίμνια του ο παπάς, κι έμεινε ακίνητος, σιωπηλός, σα να μην είχε καταλάβει τι γίνουνταν γύρω του, χωρίς καν να προφέρει μια λέξη, ούτε ένα ευχαριστώ.

- Έκανε πολύ κόπο να έλθει ως εδώ... εξήγησε χαμηλόφωνα ο Αποστόλης. Έλεγα πως θα πέσει στο δρόμο. Τον βάσταξε η θέληση του να έλθει να σας βρει. Μα είναι φλογωμένο το πόδι του από τη σφαίρα που έμεινε μέσα.

- Ποιος τον πλήγωσε; ρώτησε ο Βασίλης, που από τη στιγμή που αναγνώρισε τον Μήτσο, σα να ξύπνησε από τη δική του μελαγχολική νάρκη.

- Πληγώθηκε στη μάχη της Δευτέρας. Δεν τα μάθατε;

- Ποια μάχη;

Είχαν μαζευθεί παράμερα, γύρω στο λαμπάκι, ν' αφήσουν τον Μήτσο να κοιμηθεί, και μιλούσαν χαμηλόφωνα, μην τον ενοχλήσουν. Πλάγι στο στρώμα, όρθιος, ξυπνός, παραφύλαγε ο Μάγκας. Και ρώτησε ο Αποστόλης:

- Δε μάθατε πως χτυπήθηκε το σώμα του καπετάν Νικηφόρου του Δεύτερου με τους Τούρκους - και πως καταστράφηκε;

Αμίλητοι τον κοίταζαν οι τρεις. Και είπε η κυρία Ηλέκτρα:

- Μας κυνηγά λοιπόν η κατάρα του Θεού;... (Το είχε πει με λύπη, στοχαστικά. Και πρόσθεσε:) Το είχαμε μήπως πάρει απάνω μας... πως είμαστε πάντα νικητές;... Ο Περικλής άναψε.

- Ο Πρώτος καπετάν Νικηφόρος παντού νικούσε!... είπε. Μην έκανε καμιάν ανοησία ο καπετάν Νικηφόρος ο Δεύτερος; Τον διέκοψε ο Αποστόλης.

- Μην τον αδικείς! είπε. Ο Νικηφόρος ο Δεύτερος έπεσε ηρωικά!... Ήταν λάθος, ναι, που πήγε πολύ μακριά, και δεν πρόφθασε να ξαναμπεί στο Βάλτο πριν ξημερώσει. Είναι και κοντές οι νύχτες τώρα, και η Γουμένιτσα πέφτει μακριά...

- Πήγε ως τη Γουμένιτσα; Τι τρέλα!... μουρμούρισε ο Βασίλης.

- Δε λες πως πήγαινε στην Τσέρνα - Ρέκα, να χτυπήσει το βοεβόδα Λάζο, το Βούλγαρο κομιτατζή; είπε ο Αποστόλης. Το ήξερε πως ήταν τολμηρό, ο καπετάν Νικηφόρος. Μα ήταν παλικάρι ο γέρος! Μου είπε ο Μήτσος, που δεν τον συμπαθούσε άλλοτε, πως τον εθαύμασε. Είπε, φεύγοντας γι' αυτή την επιχείρηση: «Όποιος θέλει ν' αποθάνει, ας με ακολουθήσει»!

- Ωραίος λόγος! είπε συγκινημένη η κυρία Ηλέκτρα.

- Ναι, ωραίος λόγος! Και μεγάλος! Δέκα τον ακολούθησαν. Μαζί βέβαια και ο Μήτσος. Πήγαν στο Πέτροβο. Τους ήρθε διαταγή από το Κέντρο να γυρίσουν πίσω. Ο Αρχηγός δε θέλησε. Ήθελε και καλά να ξεπαστρέψει το βοεβόδα Λάζο, και να τραβήξει ύστερα για το Μαγιαδάγ, όλο και πιο βόρεια. Μα δεν πρόφθασε να μπει στη Γουμένιτσα. Τους πρόδωσαν χωρικοί Βούλγαροι, τους πρόφθασε στρατός· υποχώρησαν πολεμώντας στο Κοσίνοβο και στο Ράμελ. Μα είχε βγει στρατός και από τα Γιαννιτσά και τους Αγιους Αποστόλους, έφθασε και ο στρατός της Γουμένιτσας, βγήκαν Γκέγκηδες Τούρκοι, και Βούλγαροι χωρικοί, και τους περικύκλωσαν!

Δέκα άντρες είχε ο γέρος όλους όλους. Τους πλάκωσε πλήθος από εχθρούς. Οι Τούρκοι του φώναζαν να παραδοθεί. Τίποτα ο Αρχηγός! Όλη κείνη τη μέρα που καίνε φωτιές για τον Κλήδονα, πολέμησε απελπισμένα. Τη νύχτα κόπασε το τουφέκι. Μα τους είχαν κυκλωμένους. Έκαψαν ό,τι χαρτιά και βιβλία είχαν, έριξαν μπόμπες να φοβερίσουν τον εχθρό, και κατάφεραν να περάσουν μια πρώτη ρεματιά. Μα τους κυνήγησαν. Και η μάχη ξανάρχισε, πιο άγρια στα σκοτεινά, μια φούχτα άντρες απέναντι σε τόσο στρατό και οπλισμένους χωρικούς! Έγινε μακελειό. Φώναξε ο Αρχηγός το πρωτοπαλίκαρο του, τον Τσουρίλα: «Έλα να σου δώσω το κεμέρι!», του πρόσταξε. «Μάσε συ τα παιδιά να φύγετε, γιατί εγώ πληγώθηκα βαριά...». Μα και ο Τσουρίλας ήταν πληγωμένος, επίσης και ο Μήτσος, και ακόμα δυο. Όλοι οι άλλοι ήταν σκοτωμένοι. Προσπάθησε ο Μήτσος να πλησιάσει, μα οι σφαίρες έπεφταν βροχή. Τότε έβγαλε το πιστόλι του ο Αρχηγός, και πέταξε τα μυαλά του - μην πέσει ζωντανός στα χέρια των Τούρκων. Μου είπε ο Μήτσος, πως εκείνη η στιγμή και οι κατοπινές ώρες ήταν κόλαση. Έριξε πάλι μπόμπες ο Τσουρίλας, κι ενώ τρομαγμένοι έφευγαν οι Τούρκοι, σύρθηκαν οι πληγωμένοι έξω από την επικίνδυνη ζώνη. Ο Μήτσος έχασε τους άλλους, που τράβηξαν κατά το Ράμελ. Έφθασαν, δεν έφθασαν - δεν έμαθε. Όταν ξημέρωσε, από τα σιτάρια όπου είχε πέσει, έβλεπε μακριά το Βάλτο. Μια καλή γυναίκα, που θέριζε, τον βρήκε, τον έκρυψε, και το βράδυ του έφερε το παιδί της μ' ένα μουλάρι και τον πήγε στο Τσέκρι. Εκεί τον αντάμωσα την ώρα που έφευγα, και τον πήρα μαζί μου.

Ο Βασίλης αναπήδησε.

- Εσύ;... Εσύ πώς βρέθηκες στο Τσέκρι; έκανε με κομμένη ανάσα.

Ο Αποστόλης σήκωσε απάνω του τα μάτια του που άστραφταν.

- Το μάντεψες, κυρ Βασίλη. Ναι. Είναι στο Βάλτο ο Ζλατάν! αποκρίθηκε.

- Πού;... Τι ξέρεις;... Λέγε!

- Μου είπαν πως μπήκε κρυφά από το Γκολοσέλο. Πήγα ψάχνοντας. Είχε φύγει και κρύβουνταν, λέει, στο Ζερβοχώρι. Πήγα στο Τσέκρι να ζητήσω βοήθεια. Είχε γίνει η καταστροφή της μάχης, του Αη - Γιαννιού. Δεν είχαν να μου δώσουν άντρες. Έφευγα να πάγω στη Νίκη - όταν μια πλάβα έφερε τον Μήτσο. Ήταν χτυπημένος στο μερί και στο κεφάλι. Σαν έμαθε πως είστε στο Σταυρό, δε θέλησε ούτε να βγει στην καλύβα· ήθελε να σας βρει. Πήγαμε μαζί στου Βαγγέλη την καλύβα, μας έδωσαν τροφή και φυσίγγια, και μας έβαλαν στην ακρολιμνιά, αντίκρυ από το Σταυρό. Πως φθάσαμε ως εδώ, μην τα ρωτάτε. Δέκα φορές νόμισα πως θα ξεψυχήσει στα χέρια μου... πρόσθεσε γνέφοντας κατά το στρώμα όπου κοίτουνταν ο Μήτσος.

Η κυρία Ηλέκτρα πήγε στον Μήτσο κι έσκυψε πάνω του.

- Κύριε Μήτσο... μουρμούρισε.

Δεν της αποκρίθηκε. Ήταν σε βύθος. Η κυρία Ηλέκτρα σίμωσε τους άλλους.

- Πού να τον πάμε; Πώς να τον φροντίσομε; ρώτησε. Μα ο Αποστόλης μιλούσε με τον Βασίλη.

- Αν θέλεις να εκδικήσεις τον καπετάν Άγρα, πρέπει να πάμε αμέσως! είπε.

- Και τον καπετάν Άγρα, και το μικρό μου... αποκρίθηκε μουγγά ο Βασίλης.

Μια στιγμή έμεινε σιωπηλός, τα χέρια σταυρωμένα, τα μάτια στη φλόγα της πετρελένιας λάμπας. Συλλογίζουνταν! Αποφασιστικά είπε:

- Θα πάμε αμέσως! Εσύ, ο κύριος Περικλής, κι εγώ! Σε σένα, κυρία Ηλέκτρα, αφήνομε τον άρρωστο.

- Πού να τον πάγω; ρώτησε κείνη, έτοιμη για κάθε δράση.

- Να μείνεις, θα 'λεγα, εδώ. Θα τον φροντίσεις εσύ καλύτερα από κάθε άλλον, καλύτερα από τον κομπογιαννίτη γιατρό του χωριού.

- Και ο παπάς;

- Θα σε βοηθήσει. Είναι καλός άνθρωπος και αφοσιωμένος στον Αγώνα. Αν μπορείτε, φέρετε γιατρό από τη Θεσσαλονίκη. Έχεις κεφάλι, κυρία Ηλέκτρα, δεν έχεις ανάγκη από συμβουλές. Θα τα βγάλεις πέρα εσύ.

Ναι, είχε κεφάλι η κυρία Ηλέκτρα, και δεν έχανε καιρό. Παράβγαλε τους τρεις, με το σκύλο στην αγκαλιά του Περικλή, κλείδωσε την πόρτα, και πήγε ίσια στο κελί του παπα - Παχώμιου.

- Με τα ξημερώματα, του είπε, όσο φροντίζω εγώ τον άρρωστο, ξεπετάξου στου Χαλίλμπεη, παπά μου, πες πως φίλος του καπετάν Άγρα ψυχομαχά, και να τον φωνάξει κείνο το φίλο μας το γιατρό από τη Θεσσαλονίκη. Τον ξέρει. Αυτός φιλοξένησε και γιάτρεψε τον καπετάν Άγρα, σαν έφυγε πληγωμένος από την Κούγκα. Πήγαινε, παπά μου - εξυπηρετείς τον άγιο μας Αγώνα!...

Στα σκοτεινά, αμέσως, έφυγε ο παπάς, κι έφθασε, νύχτα ακόμα, στην Καβάσιλα. Έκανε να χτυπήσει, και πάλι φοβήθηκε. Τον Χαλίλμπεη να ξυπνήσει νυχτιάτικα; Θα τον έδιωχναν οι δούλοι με τις κλωτσιές. Ζάρωσε παράμερα, πίσω από ένα φράχτη και τον πήρε ο ύπνος. Ξύπνησε τρομαγμένος. Είχε ξημερώσει, και βήματα αλόγου ακούστηκαν... Ζαλισμένος από τον ύπνο, δεν είχε αντιληφθεί έναν καβαλάρη που πλησίαζε και ξεπέζευε. Τον είδε μονάχα σαν βρέθηκε μπροστά του, κρατώντας το άλογο του από το χαλινάρι.

- Πώς είσαι δω, παπά μου, τέτοια ώρα; τον ρώτησε ελληνικά. Ξαφνικά τον αναγνώρισε ο παπα - Παχώμιος.

- Ο γιατρός ο Αντωνάκης! Σε στέλνει η Παναγιά! αναφώνησε και σταυροκοπήθηκε τρεις φορές. Ο Θεός να σου χαρίζει χρόνια, όλοι οι Άγιοι να σε...

- Καλά, καλά! διέκοψε γελαστά ο γιατρός ο Αντωνάκης. Χαρά μου και τιμή μου αν μπορώ να σου κάνω καμιάν εκδούλευση, παπά μου. Πώς βρίσκεσαι δω; Ποιον γυρεύεις;

Με δυο λόγια του διηγήθηκε ο παπα - Παχώμιος το νυχτερινό αιφνιδιασμό, το φθάσιμο του πληγωμένου και την άμεση ανάγκη να προστρέξει στη βοήθεια του Χαλίλμπεη.

- Τι ανάγκη έχομε τον Χαλίλμπεη; διέκοψε με αυταρέσκεια ο γιατρός. Εγώ εδώ είμαι. Τι άλλο θέλεις;

- Θέλει η κυρία Ηλέκτρα να φέρει γιατρό από τη Θεσσαλονίκη... - ένα γιατρό γνωστό της, διορθώθηκε ο παπάς, με κάποιο δισταγμό, μήπως και πειράξει το φιλότιμο του κομπογιαννίτη γιατρού του Αντωνάκη, αν του έδειχνε δυσπιστία. Μα ο άλλος γέλασε.

- Γνωστό της, και φίλο της, και φίλο μου!... είπε. Τον ξέρω. Σαν πληγώθηκε κείνη στο Ζορμπά, πήγε σπίτι του. Μα έχομε τάχα ανάγκη τον Χαλίλμπεη; Δεν ξέρω 'γω να τον μεταφέρω στη Θεσσαλονίκη, αν είναι ανάγκη; Και θα είναι ανάγκη. Το σπίτι σου δεν είναι κατάλληλο για αρρώστους. Και αν είναι ακόμα η σφαίρα μέσα στο πόδι του...

- Είναι, είπε ο παπα - Παχώμιος. Και είναι φλογωμένο!...

Ο Αντωνάκης τον διέκοψε.

- Άιντε, ανέβα στα καπούλια του ζώου μου, παπά μου! είπε καλόβουλα. Θα είσαι κουρασμένος, κι έκανες δρόμο.

Καβαλίκεψε και ο ίδιος, και βήμα βήμα τράβηξε για το Σταυρό. Ήταν κοντός, ξανθός, γελαστός, ο Αντωνάκης ο γιατρός, με όμορφα χαρακτηριστικά κι έξυπνη έκφραση. Πηγαίνοντας κουβέντιαζε.

- Πού τον βρήκε τον πληγωμένο της αντάρτη η κυρία Ηλέκτρα; ρώτησε.

- Δεν ξέρω. Τον έφεραν νύχτα, όσο κοιμούμουν. Μου είπε μόνο πως εξυπηρετώ τον άγιο μας Αγώνα, και ήλθα.

- Καμιά μικροσυμπλοκή στο Βάλτο;... Ή κανένας καβγάς; ρώτησε πάλι ο γιατρός. Μα ο παπάς δεν ήξερε.

- Ήσουν τυχερός που με βρήκες, είπε καυχησιάρικα ο Αντωνάκης. Ο Χαλίλ δε θα σου 'κανε τίποτα.

- Γιατί;

- Γιατί είναι θυμωμένος. Με όλους τους αντάρτες, τους παπάδες και τους δασκάλους και την υφήλιο είναι θυμωμένος, γιατί άφησαν, λέει, τους Βουλγάρους να κρεμάσουν τον καπετάν Άγρα.

- Κι έχει δίκαιο, είπε θλιμμένα ο παπάς. Μα τι θα 'καναν; Έστειλε λέει το Κέντρο σώματα, και διαταγές, και χρήματα, και υποσχέσεις. Μα με τέτοιους, με συμπαθάς, διαβόλους, μπορεί κανείς να τα βγάλει πέρα; Τους κυνήγησαν, φαίνεται, τους δολοφόνους, μα δεν τους βρήκαν.

- Δεν τους κυνήγησαν καλά. Εγώ θα τους έβρισκα!

- Ε, βέβαια! Του λόγου σου τα ξέρεις πιο καλά, είπε ευπειθής ο παπάς. Γιατί δε σ' έστειλαν από το Κέντρο;

- Ε, ήταν ατυχία, αποκρίθηκε ο Αντωνάκης. Με είχε στείλει στο Ρουμλούκι ο κύριος Ιωαννίδης, και γύριζα από χωριό σε χωριό... Τα ξέρεις... όπλα και τα ρέστα! Ήμουν στην παραλαβή, σαν έμαθα πως τον κρέμασαν. Μεγάλος χαμός αυτός!

- Ναι, μεγάλος! στέναξε ο παπα - Παχώμιος. Μα πες μου, πώς σε βρήκα απ' έξω από του Χαλίλμπεη;

- Πήγαινα κι εγώ εκεί, σαν και σένα. Μου είπαν πως ήταν θυμωμένος και μας κάνει δυσκολίες. Με στείλανε να πάγω εγώ να τον ξεθυμώσω...

Γαβγίσματα άγρια ακούστηκαν, και από μια στάνη δυο τσοπανόσκυλα όρμησαν έξω, χύθηκαν στο άλογο, που τρομαγμένο έκανε να τρέξει, και σκόνταψε κάτω από το διπλό του φορτίο. Ο παπάς τρόμαξε και αυτός και σήκωσε ράσο και πόδια. Ο Αντωνάκης ο γιατρός προσπάθησε ν' απομακρύνει τα σκυλιά με το καλό. Όχι μόνο δεν το επέτυχε, αλλά και άλλα τρία σκυλιά κατάφθασαν, σηκώνοντας πανδαιμόνιο.

- Θες να γελάσεις, παπά μου;... Κοίταξε!... είπε βιαστικά ο γιατρός.

Κι έβγαλε μια φωνή τσιριχτή, δυνατή, μακριά, ανεβάζοντας την στις ψηλότερες διαπεραστικές νότες. Ουρλιάσματα του αποκρίθηκαν, κοντά, μακριά, εμπρός, πίσω, και με την ουρά στα σκέλια και το κεφάλι κάτω, το 'βαλαν στα πόδια τα μαντρόσκυλα και σκόρπισαν πιλάλα. Ο παπάς έμεινε! Ξιπασμένος, έκανε το σταυρό του.

- Το είχα ακούσει, είπε, πως διώχνεις τα σκυλιά. Μα τέτοιο πράμα δεν το φαντάζουμουν!...

Ο γιατρός γέλασε.

- Δε θα το 'κανα αν δεν είχε τρομάξει τ' άλογο μου, είπε. Δεν το κάνω χωρίς ανάγκη, γιατί φεύγουν τα σκυλιά απ' όλη την περιφέρεια, και στάνες και χωριά μένουν χωρίς φύλακες. Και το τρέμουν οι χωρικοί!... Τώρα, για δυο μέρες δε θα γυρίσει κανένα τους.

Και πρόσθεσε:

- Κρίμα! Κρίμα να μην έχομε να περάσομε σήμερα αντάρτες στη Λίμνη!...

- Έχεις όμως να πάρεις τον πληγωμένο μας! αναφώνησε ο παπάς.

- Καλά λες. Θα τον περάσομε αθόρυβα. Ξέρεις να 'χει τεσκερέ; Ή νοφούζι;

Μα ο παπάς δεν ήξερε.

- Αδιάφορο, είπε ξένοιαστα ο γιατρός, και χτύπησε την τσέπη του στήθους του. Εδώ έχομε απ' όλα, για κάθε περίσταση. Είναι νέος;

- Ναι.

- Ξυρισμένος;

- Όχι. Έχει γένεια.

- Και αυτό δε μας νοιάζει. Τον ξυρίζομε. Με τον Αντωνάκη το γιατρό, όλα βολεύονται!

Έφθασαν στο χωριό, ξεπέζεψαν, και μπήκαν πεζή, κρατώντας το άλογο από τα γκέμια. Οι χωριανοί όλοι έβγαιναν να χαιρετήσουν το γιατρό τον Αντωνάκη, μα και να παραπονεθούν πως έφυγαν ουρλιάζοντας όλα τα σκυλιά τους.

- Γιατί μας το έκανες αυτό, γιατρέ! έλεγαν και ξανάλεγαν. Έμεινε το χωριό χωρίς φύλακες!

Μιας όμως και ήλθε ο γιατρός, προσπαθούσαν, ποιος για έναν πόνο στην καρδιά, ποιος για ένα ρευματισμό, και ποιος για ένα βήχα, να τον πάρουν σπίτι. Μα ο γιατρός ο Αντωνάκης δεν έκανε πια το γιατρό, και κάθουνταν στη Θεσσαλονίκη, όπου είχε λέγει άλλη δουλειά. Μ' έναν καλό λόγο ή μια κομπογιαννίτικη συμβουλή, τους ξαπέστειλε ο Αντωνάκης, και μπήκε στο σπίτι του παπά.

Βρήκαν την κυρία Ηλέκτρα καθισμένη πλάγι στο στρώμα του Μήτσου. Του διάβαζε μια παλιά εφημερίδα της Θεσσαλονίκης, που βρέθηκε σ' ένα συρτάρι του παπά. Ο Μήτσος ήταν σχεδόν απύρετος, αλλά τον πονούσε η πληγή του ποδιού. Με χαρά αναγνώρισε τον Αντωνάκη το γιατρό. Τον είχε απαντήσει στο Βάλτο μια δυο φορές, κι εγκάρδια έσφιξε ο ένας το χέρι του άλλου, σαν παλιοί γνώριμοι και ομοϊδεάτες.

- Και τώρα που σε βρήκα, θα σε πάρω στη Θεσσαλονίκη, είπε ο Αντωνάκης ο γιατρός, αφού εξέτασε το πληγωμένο πόδι του Μήτσου. Και θα σε πάγω με αραμπά ως το σταθμό της Βέρροιας, έτσι που να μην κουραστείς!

Στενοχωρημένος είπε ο Μήτσος:

- Δεν μπορώ να πάγω με το τραίνο. Δεν έχω διαβατήριο!

- Τι να το κάνεις το διαβατήριο; Έχεις εμένα! είπε μεγαλόπρεπα.

Έβγαλε από την τσέπη του ένα ξυράφι.

- Δώσ' μου λίγο νερό, κυρία Ηλέκτρα, της είπε με φιάκα, κι ένα σαπούνι. Ξυράφι, σε σπίτι παπά, δε θα 'βρισκα βέβαια, μα έχω μαζί μου ό,τι μου χρειάζεται. Σε δέκα λεπτά, κυρ Μήτσο, θα σ' έχω κάνει Σωτήρη Μπαζούδη, νέο καστανό, ξυρισμένο, που το νοφούζι του είναι στην τσέπη μου...

- Τι λες καλέ γιατρέ! αναφώνησε η κυρία Ηλέκτρα. Μα εσύ είσαι θαυματουργός!

- Αμέ τι θαρρείς; είπε υπερήφανα ο Αντωνάκης. Μόνο να μου βγάλεις εσύ τ' αγορίστικά σου, κυρία Ηλέκτρα, να ντυθείς γυναικεία. Πιστεύω πως θα μας συνοδέψεις.

- Φυσικά, αποκρίθηκε απλά η δασκάλισσα· έχει ανάγκη από νοσηλεία ο κύριος Μήτσος.

Συγκινημένος είχε απλώσει ο Μήτσος το χέρι του, και πήρε κι έσφιξε το δικό της.

- Γιατρέψατε τον Περικλή. Τώρα σας φορτώνομαι εγώ. Μα τον διέκοψε η κυρία Ηλέκτρα:

- Να πάγει ο παπα - Παχώμιος να μας φέρει και γυναικεία και αντρίκεια χωριάτικα ρούχα, είπε του γιατρού. Θα παραγγείλομε και αραμπά. Προφθαίνομε το τραίνο;

- Προφθαίνομε! αποκρίθηκε με αυτοπεποίθηση ο Αντωνάκης. Μη σκοτίζεσαι! Άφησε τα όλα σε μένα. Όταν καταπιαστεί κάτι ο Αντωνάκης ο γιατρός, τα βγάζει πάντα πέρα. Εγώ γέμισα τη Μακεδονία αντάρτες, τουφέκια, φυσίγγια και μπόμπες. Κι έναν πληγωμένο δε θα μπάσω στη Θεσσαλονίκη;

Και γέλασε με αυταρέσκεια.