Μετάβαση στο περιεχόμενο

Στα μυστικά του βάλτου/Κεφάλαιο ΛΒ

Από Βικιθήκη
Στα μυστικά του βάλτου
Συγγραφέας:
ΛΒ'. Στα νερά του Βάλτου


Νύχτα βαθιά ακόμα έφθασε ο Βασίλης με τον Περικλή και τον Αποστόλη στου Βαγγέλη την καλύβα, αφού είχαν αφήσει τον Μήτσο με την κυρία Ηλέκτρα στο Σταυρό. Μια πιστολιά είχε φέρει δυο πλάβες στην ακρολιμνιά, και, πεθαμένοι από την κούραση, είχαν πλαγιάσει και οι τρεις στο ραγάζι που τους είχαν στρώσει οι αντάρτες, και κοιμήθηκαν ως το πρωί.

Ξημερώματα έκαναν συμβούλιο με τον άλλοτε υπαρχηγό του Άγρα, τον καπετάν Νίκο, που φύλαγε τις Κάτω Καλύβες, του Βαγγέλη και της Αγια - Μαρίνας. Για τον Ζλατάν δεν ήξερε αυτός, δεν είχε ακούσει, λέει, τίποτα. Μα να πήγαιναν στην Κούγκα. Ίσως εκεί θα μάθαιναν. Ο καπετάν Τυλιγάδης, που φύλαγε τη θρυλική καλύβα, θα είχε ρίξει στα ίχνη του Βουλγάρου όλα του τα λαγωνικά... Κι έφυγαν.

Ξαναθυμήθηκε ο Αποστόλης τις πρώτες μέρες, όταν με το πλατσί στο χέρι, όπως τώρα, οδηγούσε τον καπετάν Άγρα σε αναζήτηση της Κούγκας. Ήταν τότε φθινόπωρο, τα καλάμια άρχιζαν να κιτρινίζουν και να ξεραίνονται. Και με το αγορίστικό του γέλιο και τ' αστραφτερά του μάτια, με κανένα χωρατό ή κανένα εγκαρδιωτικό λόγο, ρίχνουνταν ο Άγρας στο νερό, και αδέξια, μα με ζήλο, έκοβε αγκαλιές τα μισοξεραμένα καλάμια, για να δώσει, πρώτος αυτός, το παράδειγμα στους χωρικούς, και ν' ανοίξουν καινούρια μονοπάτια. Τώρα ήταν καλοκαίρι. Η πυκνή, χυμούς γεμάτη βλάστηση, δάσωνε το Βάλτο, φούσκωνε ολόγυρα, και στον πάτο του νερού, απ' όπου τα πράσινα βλαστάρια ξεπετάγουνταν σφριγερά, γυρεύοντας το φως και τη ζέστη της επιφάνειας.

Μελαγχολικά μα γοργά, δούλευε ο Αποστόλης το πλατσί του, έκοβε δρόμο από τα κρυφά του μονοπάτια. Και τρέμοντας από πυρετό, με το Μάγκα στην αγκαλιά, που καιροφυλακτούσε έτοιμος να δώσει το σύνθημα του κινδύνου, κοίταζε ο Περικλής τον πράσινο πλούτο γύρω του, ενώ καθισμένος στην πλώρη, με το τουφέκι στο χέρι, το κοντάκι στον ώμο, και το δάχτυλο στη σκανδάλη, έψαχνε ο Βασίλης με το βλέμμα καλαμιώνες και βάτους, μην κρύβουν εχθρό πίσω απ' όλη τους αυτή την ομορφιά. Κανένας δε μιλούσε. Μα η Λίμνη όλη ηχούσε από κρότους, από κελαηδίσματα, κακαρίσματα, πιπίσματα, φωνές και τσιρίγματα όλων των ειδών των ζώων που μερμήγκιαζαν στην πυκνή φυτεία.

Άνθρωπος όμως δε φάνηκε. Κι έφθασαν στην Κούγκα το προμεσήμερο, χωρίς αργοπορία και χωρίς επεισόδιο. Βουτημένος στο πένθος τους δέχθηκε ο καπετάν Τυλιγάδης. Ο φόνος του Αρχηγού του τον είχε τσακίσει. Δε συγχωρούσε τον εαυτό του, που τον είχε υπακούσει και τον άφησε να φύγει μόνος.

- Αν ήμουν μαζί του, δε θα πήγαινε έτσι, σαν το αρνί στο μακελειό. Δε θ' άκουα κανένα, δε θ' άφηνα τα παιδιά ν' απομακρυνθούν, ούτε τους κυρίους προύχοντες να τον αφήσουν στην τύχη του. Θα γίνουνταν ματοκύλισμα - μα δε θα 'παιρναν τον Αρχηγό, να τον σέρνουν ξιπόλητο στα βρωμόχωρά τους, και να τον εξευτελίζουν... τον Αρχηγό μου... τον καπετάν Άγρα!... έλεγε και ξανάλεγε θλιμμένα.

Είχαν καθίσει χάμω, μες στην καλύβα, ο Τυλιγάδης, ο Βασίλης, ο Αποστόλης και ο Περικλής. Και είπε ο Βασίλης με ποιο σκοπό ήλθαν, πως είχε κατορθώσει να μάθει ο Αποστόλης άτι βρίσκουνταν ο Ζλατάν στο Ζερβοχώρι, και πως ήλθαν να μάθουν μήπως ήξερε ο Τυλιγάδης σε τίνος σπίτι κρύβουνταν...

- Καλά κάνατε και ήλθατε σε μένα, είπε ο καπετάν Τυλιγάδης. Γιατί και ξέρω και ετοιμάζω την εκδίκηση!

Τα μάτια του Βασίλη άστραψαν.

- Τι ετοιμάζεις; ρώτησε.

- Τι ετοιμάζω λέει;... Αμέ τι! Μόνο αυτός είναι πονηρός; Θα βρει το μάστορη του! αποκρίθηκε σφίγγοντας τα δόντια του ο Τυλιγάδης.

- Δεν τον ξεπερνά κανένας στην πονηριά και στην κακουργία, είπε ο Βασίλης. Μη γυρεύεις να τον συναγωνιστείς σ' αυτά. Θα σε παίξει!

- Και οι πονηριές ήταν αντίθετες με τις αρχές του Αρχηγού... Δεν πρέπει με πονηριά να τον πιάσομε, αλλά με παλικαριά, είπε ο Περικλής, τρίβοντας νευρικά τα δάχτυλα του ανάμεσα στ' αυτιά του Μάγκα.

Ο Τυλιγάδης άναψε.

- Στήθος, με στήθος, ε;... έκανε κοροϊδευτικά. Αυτά έλεγε και ο Αρχηγός. Μα αυτά, φίλε μου, γίνονται με τα παλικάρια - όχι με φονιάδες! Αυτός είναι φονιάς! Και είναι και αλεπού, και είναι αιμοβόρος, και είναι δειλός!.. Ποτέ δε θα βγει να μετρηθεί με σένα ή με μένα. Η μαχαιριά στη ράχη, από τα κρυφά, είναι τ' όπλο του. Μόνο με το ίδιο όπλο θα τον πιάσομε!

- Δεν πρέπει... Δε θα το ήθελε ο Αρχηγός, είπε πάλι ο Περικλής.

Ο Αποστόλης δε μιλούσε. Τα ξυπνά του μάτια πήγαιναν από τον ένα στον άλλο, άκουε του καθενός τη γνώμη, και μέσα του οι αντίθετες τους απόψεις μαλλιοκουβαριάζουνταν.

- Για ν' ακούσομε το σχέδιο σου, καπετάν Τυλιγάδη, είπε ο Βασίλης.

Και τους είπε ο Τυλιγάδης:

- Θυμάστε ένα Βούλγαρο, Χρήστοφ Μπόζαν, που τον έπιασε ο καπετάν Ματαπάς μια νύχτα, και του χάρισε τη ζωή, και από την καλύβα της Τερχοβίστας τον έφεραν εδώ; Αυτόν τον έστειλα λοιπόν στο Ζερβοχώρι όπου κρύβεται ο Ζλατάν, να τον βρει και να του πει πως θέλω να του μιλήσω, να παύσουν οι καβγάδες μας εδώ, και να ειρηνεύσομε το Βάλτο...

- Και θα το πιστέψει; διέκοψε ο Βασίλης.

- Σαν του το πει ο Βούλγαρος;

- Κι έχεις εμπιστοσύνη στο Βούλγαρο;

- Τι λες! Μας χρεωστά τη ζωή του!... Κάθε άλλος από τον Ματαπά και σας όλους, θα τον είχε σφάξει!

- Και καλά θα 'κανε! Εμείς ζεστάναμε φίδι στον κόρφο μας!

Και γυρνώντας στον Αποστόλη, που άκουε σιωπηλός, πίνοντας λαίμαργα κάθε γνώμη, είπε ο Βασίλης:

- Πες του εσύ τι ξέρεις!

Και είπε ο Αποστόλης, με φωνή κομμένη από συγκίνηση:

- Είχα ένα μικρό φίλο... - τον ξέρεις, καπετάν Τυλιγάδη;

- Τον παραγιό σου τον Γιωβάν; Βέβαια τον ξέρω! αποκρίθηκε ο Τυλιγάδης.

- Πέθανε τώρα... Τον σκότωσαν αυτοί...

- Τον Γιωβανάκο;... Το καημένο! αναφώνησε ο Τυλιγάδης.

- Τον είχα στείλει να παραφυλάγει τον Αρχηγό, σαν ήλθε δω ο Ζλατάν να του μιλήσει, εξακολούθησε όλο και πιο ταραγμένος ο Αποστόλης. Και σα χωρίστηκαν, και γύρισε ο καπετάν Άγρας στην Κούγκα και ο Ζλατάν στο Ζερβοχώρι, ακολούθησε τον δεύτερο ο Γιωβάν, και στη συνοδεία του είδε τον Χρήστοφ Μπόζαν. Ήταν κατάσκοπος και προδότης.

Ο Τυλιγάδης έμεινε. Σαστισμένος κοίταζε τον Αποστόλη. Ο Βασίλης γέλασε πικρά.

- Και θέλεις, τσολιά, να παραβγείς στην πονηριά με το Βούλγαρο Ζλατάν! του είπε. Ίσιασε τους ώμους του και τη ράχη του, και πρόσθεσε:

- Θες να εκδικήσεις τον Αρχηγό; Έλα μαζί μου! Έχω κι εγώ λογαριασμούς να ξεδιαλύνω μαζί του. Σκότωσε το παιδί μου... το μικρό τον Γιωβάν που ξέρεις, και που τον νομίζαμε όλοι Βουλγαράκι... Αδιάφορο. Εγώ όμως θα πάρω πίσω το αίμα του. Έρχεσαι μαζί μου Τυλιγάδη;

- Έρχομαι! Μα πού;

Ο Βασίλης κοίταξε τον Αποστόλη.

- Βρες τον εσύ, πρόσταξε. Και σαν τον βρεις, δώσε το σημείο. Θα τον σφάξω εγώ!

Και κατάστρωσε το σχέδιο, που όλη νύχτα και όλη μέρα το είχε ωριμάσει στο κεφάλι του: Θα πήγαινε ο Αποστόλης στο Ζερβοχώρι, στο σπίτι όπου κρύβουνταν ο Ζλατάν.

- Να που το ξέρεις εσύ, Τυλιγάδη. Θ' αρμηνέψεις το παιδί.

Και σαν τον έβλεπε ο Αποστόλης, και βεβαιώνουνταν πως είναι εκεί, θα επέστρεφε ολοταχώς, και θα έφευγε ευθύς ο Βασίλης, θα πήγαινε στο σπίτι, και, όπως το έκανε ο καπετάν Γαρέφης για τους Βουλγάρους Λούκα και Καρατάσο, θα τον πιστόλιζε ή θα τον μαχαίρωνε μες στο σπίτι του.

- Καλά... είπε συλλογισμένος ο Τυλιγάδης. Μα να ξέρεις πως εσύ δε γλιτώνεις! Θα σε σφάξουν!...

Ο Βασίλης σήκωσε τους ώμους.

- Και ύστερα; έκανε. Τι έχω πια να χάσω;... Ούτε γυναίκα, ούτε παιδί, ούτε άλλο τίποτα δε μου άφησαν. Σαν τον σκοτώσω, θα 'χω ξοφλήσει!... Και πρόσθεσε: Θα φύγεις αμέσως, Αποστόλη. Και σαν επιστρέφεις, αν είναι βία, δυο πιστολιές απανωτές, και ξεκινούμε ευθύς για το Ζερβοχώρι, και σ' απαντούμε στο δρόμο!

Έφυγε ο Αποστόλης και κάθισαν οι άλλοι και περίμεναν. Πόση ώρα ήθελε να πάγει; Πόση να γυρίσει; Αν τον έβρισκε αμέσως, μπορούσε πριν νυχτώσει να είναι πίσω, λογάριαζε ο καπετάν Τυλιγάδης. Διηγούνταν ο Τυλιγάδης τη ζωή του Βάλτου. Μονότονη, βαρετή, απελπιστικά ανούσια, ξετυλίγουνταν η μέρα, από τα ξημερώματα ώ'ς το ηλιοβασίλεμα. Σαν έφυγε ο Άγρας από το Βάλτο και τραβήχτηκε ο Νικηφόρος στο Τσέκρι, νέκρωσε ο Αγώνας, έσβησε η ζωή. Τώρα έφυγε και ο Νικηφόρος, σκότωσαν τον Άγρα, καταστράφηκε το σώμα του Νικηφόρου Β'.

- Μόνο τ' αγρίμια πια ακούμε, είπε ο καπετάν Τυλιγάδης. Ακόμα και οι Βούλγαροι σώπασαν.

Κάπου κάπου, λέει, έβγαινε μ' ένα δυο άντρες του, σίμωνε τις παράπλευρες βουλγάρικες καλύβες... Γιατί, έτσι να κάνεις, αν δεν ήταν καλοκαίρι και φουντωμένα τα φύλλα, θα την έβλεπες τη μια, εκεί δίπλα μας!... Και τραβούσε κανένα δυο τουφεκιές, έτσι για το χάζι, να ξυπνήσει λίγο ο Βάλτος. Απαντούσαν και αυτοί, ψόφια, χωρίς καρδιά, και ξαναγύριζε ο αντάρτης στην Κούγκα, βαρεμένος, αηδιασμένος από την ανεργία. Σπάνια ν' απαντήσει μια ή δυο μαζί εχθρικές πλάβες στις περιπολίες του, και ν' ανταλλάξει ένα δυο βόλια. Οι Βούλγαροι είχαν περιοριστεί στο απόρθητο σύμπλεγμα από οχυρωμένες καλύβες τους, προς το Ζερβοχώρι, το Γκολοσέλο και την Πλάσνα, και δεν επιχειρούσαν ποτέ πια καινούριες κατακτήσεις. Ψόφησαν και αυτοί θα 'λεγες, σαν έλειψε η ψυχή του Βάλτου. Και πρόσθεσε θλιμμένα:

- Κάτι ήξεραν αυτοί, που τον έλεγαν Γενικό Αρχηγό των Ελλήνων...

Είχε βραδιάσει. Ο Τυλιγάδης άναψε τη λάμπα, έκλεισε το μουσαμά της εισόδου, μη φαίνεται το φως σαν κράχτης, και οι τρεις βγήκαν στο πάτωμα και ξαπλώθηκαν στη δροσιά. Ο καθένας βαστούσε από ένα φυλλωμένο κλαρί κι έδιωχνε τα κουνούπια, που, σμήνος, βούιζαν γύρω τους. Ο Περικλής είχε ρίξει το χέρι του γύρω στο σκύλο του, και κάτι σιγομουρμούριζε.

- Τι λες, κύριε Περικλή; ρώτησε ο Βασίλης.

Μα ο Περικλής δεν του αποκρίθηκε. Αντιλήφθηκε πως παραμιλούσε και δεν ήθελε να προδοθεί. Έκλεισε τα μάτια του, τάχα πως κοιμάται.

- Αργεί ο Αποστόλης... είπε ο Βασίλης.

- Μπορεί να μη βρήκε αμέσως το σπίτι, αποκρίθηκε ο Τυλιγάδης.

Άναψαν και οι δυο από ένα τσιγάρο, για ν' απομακρύνουν τα κουνούπια, και περίμεναν σιγοκουβεντιάζοντας. Μα νύχτωσε ολότελα, οι βίγλες άλλαξαν και ξανάλλαξαν, και ο Αποστόλης δε γύρισε. Μπήκαν όλοι στην καλύβα, αφού πρώτα έκαψαν χλωρά κλαριά, που να βγάλουν πολύ καπνό και να διώξουν τα κουνούπια, κι έπεσαν να κοιμηθούν. Σε μια γωνιά είχε πέσει και ο Περικλής με τον Μάγκα, που ανήσυχος τον παραφύλαγε και του έγλειφε κάθε λίγο τα καυτά του χέρια, σα να ήθελε να του τα δροσίσει.

Κατά το πρωί, ενώ άντρες και αρχηγοί κοιμούνταν ακόμα, παρουσιάστηκε ο Αποστόλης. Ήταν κατάκοπος και ζήτησε ένα κουπάκι δυνατό καφέ.

- Δεν πρέπει να κοιμηθώ, είπε, και πέφτω από τον ύπνο!

- Τον βρήκες; ρώτησε ο Βασίλης, που τον βοηθούσε να ξεκουμπώσει το αντερί του, να ξεπλύνει τις σκόνες του προσώπου και του λαιμού του, και να δροσιστεί.

Ο Αποστόλης σήκωσε τα φρύδια του αρνητικά.

- Είχε φύγει, αποκρίθηκε. Μπήκε στο Βάλτο. Φοβάται. Θέλει να τραβήξει για τη Βουλγαρία. Μα τον πήρα καταπόδι. Όπου πήγε, πήγα κι εγώ, τάχα πως με στέλνει ο Κασάπτσε να του μιλήσω. Μα στο μεταξύ είχα μάθει πως σκοτώθηκε ο Κασάπτσε...

- Σκοτώθηκε; Πού; αναφώνησε τρέμοντας από συγκίνηση ο Τυλιγάδης.

- Στο Ξηροβούνι, κοντά στη Δόλιανη. Τον σκότωσε ο καπετάν Σεραφείμ. - Έδωσε μάχη;

- Ναι! Έφευγε και αυτός σαν τον Κάιν, που λέγει η κυρία Ηλέκτρα, και τον πρόφθασε ο καπετάν Σεραφείμ, κι έγινε μακελειό. Με το χέρι του τον σκότωσε ο καπετάνιος!

- Και τον είδες τον Ζλατάν; ρώτησε σκοτεινός ο Βασίλης.

- Όχι. Δε μ' άφησαν να μπω στην καλύβα όπου κοιμούνταν. Φοβάται και φυλάγεται. Μα ξέρω πού είναι. Πάγω, σα θες, κυρ Βασίλη. Να πάμε όμως αμέσως, μη μας φύγει, γιατί από τη μια καλύβα περνά στην άλλη. Τέτοιο φόβο έχει να μην τον πιάσομε!...

Ο Περικλής είχε σηκωθεί και πλησίασε τρικλίζοντας.

- Θα 'ρθω κι εγώ μαζί σου, Βασίλη!... είπε. Μα ο Βασίλης τρόμαξε σαν τον αντίκρυσε.

- Εσύ είσαι άρρωστος, κύριε Περικλή! Πρέπει να φύγεις για τις Κάτω Καλύβες! αναφώνησε.

- Δεν έχω τίποτα, αποκρίθηκε ο Περικλής. Θα έλθω μαζί σου!

Μα ήταν σταχτής - το πρόσωπο σα συσπασμένο, τα μάτια βουλιαγμένα.

- Δε σε παίρνω! είπε συγχισμένος ο Βασίλης. Να μείνεις και ν' αναπαυθείς! Εσύ θα πέσεις στο δρόμο!

- Δώσ' μου και μένα έναν καφέ, κακοκοιμήθηκα τη νύχτα... μουρμούρισε ο Περικλής.

Μα ο Αποστόλης τραβούσε τον Βασίλη από το μανίκι.

- Αν είναι να πάμε, να πάμε αμέσως!... του ψιθύρισε. Σε μια ώρα θα είναι αργά, θα έχει πετάξει το πουλί!

- Να φύγομε ευθύς, είπε ο Βασίλης. Καπετάν Τυλιγάδη, δώσ' μου ένα σου παιδί...

- Εγώ! αναφώνησε ο Περικλής, που τον ακολούθησε έξω στο πάτωμα.

Ο Βασίλης γύρισε, τον είδε πάλι, και αποφασιστικά είπε:

- Είσαι πατριώτης και παλικάρι, κύριε Περικλή! Μη μας εμποδίζεις στη δουλειά μας! Σήμερα παίζομε κορόνα γράμματα. Είσαι άρρωστος. Εμείς θα παλέψομε με τα δόντια μας!...

Ο Περικλής δεν επέμεινε πια. Ταπεινωμένος, αναστατωμένος, μα νικημένος, τους κοίταζε που κατέβαιναν σε μια πλάβα, τον Βασίλη, τον Αποστόλη και το γίγα Βαγγέλη, το «Μακεδόνα», όπως τον έλεγε άλλοτε χαϊδευτικά ο καπετάν Άγρας, και γύριζαν δεξιά και χάνουνταν πίσω από τα καλάμια.

- Δυο πιστολιές απανωτές θα είναι το σύνθημα αν θέλομε βοήθεια, είχε πει ο Βασίλης του Τυλιγάδη φεύγοντας.

Κάθησε ο Περικλής στην άκρη του πατώματος και ακούμπησε στο χωματένιο οχύρωμα. Το κεφάλι του πονούσε, τα κόκαλα του επίσης, τα πόδια του έτρεμαν... Αλήθεια, δεν ήταν για μάχη.

- Μα τι ντροπή... τι ντροπή!... μουρμούρισε. Αν μ' έβλεπε ο παππούς μου!...

Όρθιος μπροστά του, με τ' αυτιά ορτσωμένα, τα ξυπνά του μάτια συμπονετικά στυλωμένα στα δικά του, τον κοίταζε ο Μάγκας. Και σα να ήθελε να τον χαϊδέψει, να τον παρηγορήσει, σήκωσε το ένα του πόδι και το ακούμπησε στο μανίκι του αφέντη του. Τον πήρε στην αγκαλιά του ο Περικλής, κι έχωσε το πρόσωπο του στη γούνα του σκύλου.

- Μάγκα!... Μάγκα!... Πώς πονεί η ψυχή μου!... μουρμούρισε έτοιμος να ξεσπάσει σε κλάματα.

Μα ξαφνικά, μ' έναν πήδο του ξέφυγε ο Μάγκας κι έτρεξε στην άλλη γωνιά του πατώματος. Η τρίχα του είχε σηκωθεί αγριεμένη, και σιγογρύλιζε, ξεσκεπάζοντας τα σκυλόδοντα του, πνίγοντας θυμωμένα γαβγίσματα, το κεφάλι τεντωμένο, άγριος, κακός. Ο Περικλής πετάχθηκε στα πόδια του και τον ακολούθησε. Σκυμμένος κατά τη διεύθυνση που έδειχνε ο σκύλος, γύρευε να δει μες στα καλάμια.

- Τι είναι, Μάγκα; ρώτησε προστακτικά.

Ο σκύλος γύρισε γοργά, τον κοίταξε, ξανάστρεψε κατά τα καλάμια, και, γρυλίζοντας αδιάκοπα, έκανε να πηδήξει σε μια πλάβα δεμένη στον πάσσαλο του πατώματος. Εχθρός, Μάγκα; Εχθρός;... ξαναρώτησε ο Περικλής. Σα να κατάλαβε ο σκύλος, γύρισε, τον ξανακοίταξε, και πήδηξε στην πλάβα. Χωρίς δισταγμό δρασκέλισε το πάτωμα και ο Περικλής κι έλυσε το μονόξυλο. Ένας αντάρτης το είδε κι έσκυψε πάνω από τ' οχύρωμα.

- Πού πας; ρώτησε.

- Κάτι μυρίζει ο σκύλος μου· πάγω να δω! αποκρίθηκε ο Περικλής.

Και βουτώντας το πλατσί, κατεύθυνε την πλάβα του κατά τα καλάμια, στο αντίθετο μέρος, απ' όπου είχε γυρίσει ο Βασίλης με τους συντρόφους του. Μπροστά, στην πλώρη, ο Μάγκας, όλο και πιο αγριεμένος, γρύλιζε, γρύλιζε, έκανε να ριχθεί στο νερό, παρέσερνε τον αφέντη του και τον οδηγούσε συνάμα. Ακολουθώντας τις κινήσεις του σκύλου, γύρισε ο Περικλής το μονόξυλο σ' ένα μονοπάτι πίσω από την Κούγκα. Ο Μάγκας, ερεθισμένος φρικτά, έκανε πάλι να πηδήξει στο νερό, και πέταξε ένα θυμωμένο γάβγισμα, με τη μύτη γυρισμένη κατά τη μάνα που έκοβε το μονοπάτι. Ο Περικλής, όρθιος, είχε πιάσει το περίστροφο του με το ένα χέρι, και με το άλλο, μπήγοντας το πλατσί του, έσπρωχνε το μονόξυλο κατά το Γρουνάντερο, βγήκε από το μονοπάτι. Μια πλάβα έφευγε μπροστά του γοργά, κατά το ανατολικό μέρος της Λίμνης. Μέσα ήταν δυο άντρες, ένας πλαβαδόρος, ο Χρήστοφ Μπόζαν, κι ένας κοκκινότριχος, που σκυφτός, φοβισμένος, ερευνούσε ολόγυρα. «... Ο Ζλατάν;...» Δυο κάνες αντίκρυ του πλάγιασαν, με τη μπούκα πάνω του. Πρόφθασε ο Περικλής να τραβήξει δυο σφαίρες κατά τον κοκκινότριχο, και να δει δυο φωτιές μπροστά του, και συνάμα αντιλήφθηκε ένα ούρλιασμα γοερό. Πρόφθασε ακόμα να συλλογιστεί:

- Ο Μάγκας φωνάζει... Ο παππούς μου όμως μ' εγκρίνει...

Κλονίστηκε στα πόδια του, έγειρε, και παράσυρε το μονόξυλο που αναποδογύρισε. Και τα νερά της Λίμνης έκλεισαν από πάνω του. Η βουλγάρικη πλάβα είχε σταματήσει, διστακτική. Ο Χρήστοφ Μπόζαν, με το πλατσί στο χέρι, έστεκε στην πρύμη τρομαγμένος.

- Εμπρός να τραβήξω, ή πίσω στις καλύβες μας; ρώτησε.

- Εμπρός! Να προφθάσομε να βγούμε στη σκάλα μας!

- Δες, δες, Ζλατάν, το σκύλο! διέκοψε χαμηλόφωνα ο Μπόζαν. Βουτά, ξαναβουτά... λες και θέλει να τον βγάλει!

Άλλο ούρλιασμα του Μάγκα ξέσχισε τον αέρα. Ο Ζλατάν έριξε μια ματιά στο σκύλο.

- Τράβα, κάλλιο, πίσω στις καλύβες, πριν να μας προκάνουν εδώ! πρόσταξε. Βιάσου! Θ' άκουσαν τις τουφεκιές στην Κούγκα... Και οι φωνές του σκύλου θα τους οδηγήσουν... Θα μας κόψουν το δρόμο!

Βιαστικά έκανε πίσω τώρα η βουλγάρικη πλάβα, έφευγε, διωγμένη θα 'λεγες, από τα σπαραχτικά ουρλιάσματα του Μάγκα, που ανέβαινε ν' αναπνεύσει στην επιφάνεια, και ξαναβουτούσε στα βαθιά νερά.

- Τυχερός ήσουν και γλίτωσες πάλι, βοεβόδα μου! είπε ο πλαβαδόρος, που έμπηγε βιαστικά και με ορμή το κοντάρι του στον πάτο.

Ο Ζλατάν έδενε το ματωμένο μπράτσο του με το σχισμένο μανίκι του.

- Τι τυχερός, που με πήραν και οι δυο σφαίρες; έκανε. Μωρέ μάτι όμως!... Αν ήμουν γυρισμένος καταπρόσωπο, μ' έπαιρνε στην καρδιά!

- Γι' αυτό σου λέγω πως είσαι τυχερός. Σε πήραν οι σφαίρες στο ψαχνό, δεν έσπασαν κόκαλο, αφού κουνάς το χέρι...

Μια βλαστήμια του έκοψε το λόγο. Τρομαγμένος γύρισε ο πλαβαδόρος και αντίκρυσε μιαν άλλη πλάβα, που έρχουνταν από τις βουλγάρικες καλύβες και ξεπρόβαλε από ένα μονοπάτι μπροστά τους. Άρπαξε το τουφέκι του. Μα ήταν πια αργά. Δυο τουφεκιές ακούστηκαν, και ο Χρήστοφ Μπόζαν σωριάστηκε στο βάθος της βάρκας. Ο Ζλατάν έκανε να πιάσει το πλατσί. Με μια ματιά μέτρησε την απόσταση που τον χώριζε από την άλλη πλάβα - κατάλαβε πως είναι χαμένος. Έσπρωξε το μονόξυλο και πήδηξε στα ρηχά νερά.

Μα από την άλλη πλάβα τον είχε προλάβει ο Βασίλης. Πήδηξε κι εκείνος στο νερό, και βουτώντας ως τη μέση, του έκοψε το δρόμο. Οι δυο άντρες πιάστηκαν χέρια με χέρια. Το μίσος δεκαπλασίαζε τη δύναμη του Βασίλη, που έσφιγγε τον άλλο από το λαιμό. Ο Ζλατάν έβγαλε το μαχαίρι του και χτύπησε. Μα ο πόνος της πληγής του τον παραλούσε, το μαχαίρι του αστόχησε, πήρε τον Βασίλη ξώδερμα στον ώμο. Με όλο το βάρος τον γονάτισε ο Βασίλης μες στα νερά, του πήρε το μαχαίρι από τα τρεμάμενα δάχτυλα του, και πιάνοντας τον από τα μαλλιά, του έγειρε με ορμή πίσω το κεφάλι.

- Με ξέρεις, Ζλατάν, κακούργε; Με αναγνωρίζεις, χασάπη;... του είπε σφυριχτά από μέσα από τα σφιγμένα του δόντια.

Τινάχτηκε απελπισμένα ο Ζλατάν, γυρεύοντας να βγει από τα τσιγκέλια των χεριών του. Μια μαχαιριά του άνοιξε το λαιμό, μια δεύτερη ξεχώρισε σχεδόν το κεφάλι από τον κορμό. Έπεσε μες στα νερά, που κοκκίνισαν ολόγυρα...

Ο Βαγγέλης και ο Αποστόλης είχαν δει από μέσα από την πλάβα τους όλη την άγρια σκηνή, χωρίς να προφθάσουν να βοηθήσουν. Σαν άραξαν την πλάβα τους στις λαπατιές όπου κείτουνταν ο πεθαμένος Ζλατάν, σήκωσε τα μάτια του ο Βασίλης, τους είδε, κοίταξε τα ματωμένα χέρια του και τα βούτηξε στο νερό. Κάτι έκανε να πει. Μα τα χείλια του ήταν ξερά. Καμιά λέξη δε βγήκε. Από μακριά, ένα ούρλιασμα έσχισε τον αέρα, σκέπασε το βούισμα της Λίμνης. Ο Βασίλης ανατρίχιασε.

- Δεν είναι τίποτα, είπε ο Βαγγέλης καθησυχαστικά. Σκύλος ουρλιάζει.

- Είναι η φωνή του Μάγκα! είπε ανήσυχα ο Αποστόλης. Και ουρλιάζει στο θάνατο!...

- Μυρίστηκε τι γίνεται δω, είπε πάλι ο Βαγγέλης.

Άλλο ούρλιασμα ακούστηκε, και τρίτο, πιο σιγανό, πιο θλιμμένο. Ο Βασίλης ανορθώθηκε.

- Πού ήταν ο Μάγκας; ρώτησε.

- Τον αφήσαμε στην Κούγκα, αποκρίθηκε ο Βαγγέλης.

- Η φωνή δεν έρχεται από την Κούγκα!... Έρχεται από το Γρουνάντερο!... είπε ο Αποστόλης.

Έσκυψε απότομα ο Βασίλης, σήκωσε τον πεθαμένο Ζλατάν και τον πέταξε σα σακί στο βάθος της βουλγάρικης πλάβας, όπου κείτουνταν ο Χρήστοφ Μπόζαν. Ύστερα, με τις ίδιες απότομες κινήσεις, μπήκε στην άλλη πλάβα, πλάγι στον Βαγγέλη, και στον Αποστόλη.

- Τράβα εσύ τα κουφάρια, είπε του Βαγγέλη. Ο Αποστόλης κι εγώ κωπηλατούμε. Και πάμε να δούμε. Μα τα ουρλιάσματα είχαν σωπάσει.

Ο Αποστόλης ήξερε όλα τα μονοπάτια, από τον καιρό που είχε μείνει στην Κούγκα με τον Άγρα· και χωρίς δισταγμό και πασπατέματα οδήγησε την πλάβα τους στο Γρουνάντερο. Μα καθώς ξεμπαρκάρησε στη μάνα, βρέθηκε ανάμεσα σε στολίσκο από μονόξυλα. Παραπέρα, σε μια πλάβα, είδε τον καπετάν Τυλιγάδη, που κάτι γύρευε στο βάθος του νερού. Τον είδε και ο Βασίλης και φώναξε:

- Τυλιγάδη! Τι τρέχει;

Ανασηκώθηκε ο Τυλιγάδης, σκοτισμένος, αγέλαστος.

- Ένα δυστύχημα, είπε βαρύθυμα.

Ο Βαγγέλης έσπρωξε τη βάρκα του, παρατώντας το μονόξυλο με τους νεκρούς. Ο Βασίλης στέκουνταν όρθιος. Πρώτος είδε την άσπρη γούνα του Μάγκα, στο βάθος της άλλης πλάβας. Ο σκύλος ήταν πλαγιασμένος στο πλευρό, τα τέσσερα πόδια του τεντωμένα σαν ξύλα.

- Τι έπαθε ο Μάγκας; ρώτησε ο Βασίλης. Πώς βρίσκεται δω;

Ο Τυλιγάδης δεν αποκρίθηκε. Έβγαλε τα πόδια του από την πλάβα, και πήδηξε στο Βάλτο. Τα νερά ήταν χαμηλά, καλοκαιριάτικα, του ανέβαιναν μόνο ως απάνω από τη μέση. Βούτηξε και ανέβασε ένα σώμα. Ο Βασίλης βρέθηκε κοντά του, επίσης και ο Βαγγέλης, και μαζί σήκωσαν το σώμα και το ξάπλωσαν στην πλάβα.

Με φρίκη αναγνώρισε ο Αποστόλης τον Περικλή. Ήταν ορθάνοιχτα τα μάτια του, και λίγο αίμα ανάβρυζε ακόμα από μια πληγή στο στήθος. Κανένας δε μιλούσε. Γοργά ξεκούμπωσε ο Βασίλης τη ζιάκα και το αντερί του. Κάτι βαρύ κύλησε στην καρένα με κρότο. Κανένας δεν το παρατήρησε. Ο Βασίλης άνοιξε το ποκάμισό και ξεσκέπασε την πληγή. Η σφαίρα τον είχε βρει στην καρδιά, και η καρδιά δε χτυπούσε πια. Οι άλλες πλάβες είχαν πλησιάσει με τους αντάρτες. Όλοι γύρω σώπαιναν, σα μουδιασμένοι. Ο Βασίλης κάθισε βαριά στην πλώρη της πλάβας του.

- Ποιος έδωσε το σύνθημα που μας έκραξε; ρώτησε.

Οι άντρες κοιτάχθηκαν σιωπηλά. Κανένας δεν αποκρίθηκε.

- Ποιος τράβηξε δυο πιστολιές απανωτές; ξαναρώτησε ο Βασίλης.

- Εσύ δεν τις τράβηξες; ρώτησε ο Τυλιγάδης.

- Όχι. Τις ακούσαμε κοντά στη βουλγάρικη καλύβα, και γυρίσαμε ολοταχώς.

- Κανένας από μας δεν τράβηξε, είπε ο Τυλιγάδης. Ήμασταν όλοι στην Κούγκα, και τις ακούσαμε και ήλθαμε. Βρήκαμε μόνο τό σκυλάκι, πνιγμένο το κακόμοιρο. Είχαμε ακούσει τις πιστολιές και τα ουρλιάσματα και τρέξαμε. Ένα από τα παιδιά είχε δει τον Περικλή που έφευγε με το σκύλο του.

- Ώστε τις πιστολιές τις τράβηξε εκείνος; Πού είναι το πιστόλι του;

- Κάτι έπεσε πριν... έκανε ο Βαγγέλης.

Ο Αποστόλης έψαξε και βρήκε το όπλο. Ήταν ένα μαχαίρι τρίγωνο. Στο χάλκινο χερούλι ήταν χαραγμένο βουλγάρικα ένα όνομα: Μήτρη Τάνε. Το αναγνώρισε ο Αποστόλης.

- Το τράβηξε ο Μήτσος από την πληγή του καπετάν Ακρίτα... δηλαδή του Γρέγου... και το μάζεψε φαίνεται ο Περικλής, είπε πνιχτά.

Το πήρε ο Βασίλης και το εξέτασε. Το αίμα του Γρέγου είχε φύγει σχεδόν όλο από το λεπίδι, που είχε ξεπλυθεί στα νερά. Μόνο στο αυλάκι, χαραγμένο μες στο ατσάλι, έμεινε λίγο, στεγνωμένο, σα σκουριά.

- Δε θα πυροβόλησε κείνος, αφού δεν είχε πιστόλι, είπε χαμηλόφωνα ο Τυλιγάδης.

- Είχε! Το ξέρω, το είδα! αποκρίθηκε ο Αποστόλης. Θα 'χει πέσει και θα 'μείνε στο βυθό!

Και, με μια κίνηση γοργή, βρέθηκε στο νερό. Κοντά του έψαχνε και ο Τυλιγάδης. Δεν άργησε ο Αποστόλης να βρει το περίστροφο. Το πήρε ο Τυλιγάδης, πάτησε τη σούστα και το άνοιξε. Έλειπαν δυο σφαίρες. Σιωπηλά το έδειξε του Βασίλη.

- Τον πήραν τον Ζλατάν και οι δυο, είπε ο Βαγγέλης. Έχει δυο σφαίρες στο χέρι.

Τα λόγια του ξύπνησαν τον Βασίλη που, υπνωτισμένος, μελετούσε τα δυο όπλα. Σήκωσε το κεφάλι, κοίταξε τους άντρες γύρω του. Ανορθώθηκε.

- Φέρε το σκυλάκι, Τυλιγάδη, είπε. Πλάγιασε το δίπλα στον Περικλή. Το αγαπούσε. Και πάμε πίσω στην Κούγκα.

Μια μια οι πλάβες μπήκαν στη γραμμή. Εμπρός πήγαινε ο Βασίλης με τον Αποστόλη και τον πεθαμένο Περικλή, και, πίσω, σιωπηλά, ακολουθούσε νεκρική συνοδεία, σειρά από μονόξυλα, στα ήσυχα νερά του Βάλτου. Τον κατέβασαν στις Κάτω Καλύβες, τον πεθαμένο Περικλή, και τον έβγαλαν στην ακρολιμνιά, όπου ήλθε ένας παπάς από ένα παρεκκλήσι και του έψαλε τη νεκρική ευχή.

Τον έθαψαν τα παλικάρια, μαζί και ο Βασίλης, αμίλητος, σκυφτός, γερασμένος δέκα χρόνια. Πλάγι του ξάπλωσαν και τον πιστό του Μάγκα, σκέπασαν τον τάφο με ό,τι πέτρες βρήκαν, κι έστησαν έναν ξύλινο σταυρό στο κεφάλι, με τ' όνομα του, σκαμμένο με το μαχαίρι: Περικλής Βασιωτάκης. Υπέρ Πίστεως και Πατρίδος. Και τη χρονολογία «1907». Τίποτα άλλο. Κι έφυγαν τα παλικάρια για την Κούγκα, κι έφυγε και ο Βασίλης με τον Αποστόλη, και τράβηξαν για το Σταυρό,

- Από τα πιο αγνά θύματα του Αγώνα... είπε ο Βασίλης. Και δε μίλησε πια.