Στα μυστικά του βάλτου/Κεφάλαιο Λ

Από Βικιθήκη
Στα μυστικά του βάλτου
Συγγραφέας:
Λ'. Μάρτυρες


- Περικλή, θα ξανακυλήσεις και θα 'χω εγώ την αμαρτία σου.

- Καμιάν αμαρτία δεν έχετε, κυρία Ηλέκτρα. Ήθελα και ήλθα.

- Τέσσερις νύχτες έχεις να κοιμηθείς!... Η πέμπτη σήμερα.

- Τι λέτε, κυρία Ηλέκτρα; Δεν κοιμηθήκαμε χθες;

- Στο χώμα, στο ύπαιθρο... Είναι πράμα για άνθρωπο που σηκώνεται από τύφο;

- Καλοκαίρι είναι - τι φοβάστε; Έπειτα, ξεχάσετε πια τον τύφο! Είμαι καλά.

Άπλωσε το χέρι της η κυρία Ηλέκτρα κι έσφιξε το δικό του.

- Εσύ το λες πως είσαι καλά, μουρμούρισε. Αν έβλεπες καθρέφτη, θα τρόμαζες. Όλο μάτια έχεις μείνει.

Της αποκρίθηκε ο Περικλής σοβαρά:

- Και να πρόκειται να πεθάνω, τώρα δε σταματώ, κυρία Ηλέκτρα. Τώρα που βρισκόμαστε στα ίχνη του, που ξέρομε τα χωριά όπου πέρασε τελευταία, που έχομε και το γράμμα του Κασάπτσε, που ξέρομε πως μαζί είναι ο Ζλατάν. Τώρα, αν σταματούσα, κυρία Ηλέκτρα, θα σηκώνουνταν από τον τάφο του ο παππούς μου να με καταραστεί, να με πει ανάξιο και δειλό... Όχι, κυρία Ηλέκτρα! Σεις, γυναίκα και δε διστάζετε. Ο Αποστόλης, μικρότερος μου και βαστά. Εγώ να λιγοψυχήσω; Θα ήταν ντροπή μου.

Μιλούσαν χαμηλόφωνα, ψιθυριστά, μην ξυπνήσουν τους άλλους - τον Αποστόλη, που σαν πάντα λαγοκοιμούνταν, έτοιμος στον πρώτο ψίθυρο να πεταχθεί στα πόδια του, και το χωρικό που τους είχε οδηγήσει να περάσουν το Βόδα, και τους έκρυψε στο δάσος, σ' ένα ύψωμα, απ' όπου, χωρίς να φαίνονται, έβλεπαν τη σιδεροδρομική γραμμή, βόρεια από το Βλάδοβο.

- Δεν πρόκειται να λιγοψυχήσεις, αποκρίθηκε η κυρία Ηλέκτρα, αλλά να μείνεις εδώ ώσπου να κατασκοπεύσομε τα γύρω.

Φορούσε ακόμα τ' αντρικά χωριάτικα ρούχα της, και ξαπλωμένη χάμω, σε στρώμα από μούσκουλο και φύλλα, σιγοκουβέντιαζε με τον Περικλή. Είχαν έλθει σ' επικοινωνία μ' ένα ανταρτικό σώμα που λημέριαζε βόρεια, σ' ένα δασωμένο ύψωμα, και είχαν στείλει το δεύτερο οδηγό τους να το καλέσει να κατέβει στο σύδεντρό τους κρυψώνα, και μαζί πια να χτυπήσουν τη συνοδεία του καπετάν Άγρα, και να τον ελευθερώσουν από τα χέρια των Βουλγάρων. Μα ο οδηγός αργούσε να επιστρέψει.

- Να ξέρομε πρώτα ακριβώς πού είναι ο Κασάπτσε και ο Ζλατάν, και ύστερα να έλθεις και συ στη μάχη που βέβαια θα γίνει, πρόσθεσε η κυρία Ηλέκτρα.

Ο Περικλής χαμογέλασε για το απλοϊκό αυτό τερτίπι της.

- Και θα πείτε στα τουφέκια: «Μην ανάψετε πριν φθάσει ο Περικλής»; έκανε καλόκαρδα.

Ένα φουρφούρισμα ακούστηκε μες στα κλαδιά, γοργά πατήματα, πηδήματα, και, σιγοκλαίγοντας χαρούμενα, πετάχθηκε ο Μάγκας από μέσα από τα πυκνά φυλλώματα, και πήδηξε στο στήθος του Περικλή, γλείφοντας με απερίγραπτη χαρά το πρόσωπο του, τα χέρια του, το λαιμό του, όπου πρόφθαινε. Τα χαρούμενα πνιχτά αλυχτήματα του σκύλου ξύπνησαν τον Αποστόλη.

- Ο Μάγκας!... ψιθύρισε. Ώστε ο Βασίλης είναι κοντά!... Θα βρήκε τον Σταύρο τον οδηγό!...

Τωόντι, βήματα ανθρώπινα πλησίαζαν, και, οδηγημένος από τις χαρούμενες κλάψες του σκύλου, πλησίασε ο Βασίλης, χώρισε τα τελευταία κλαριά που τον έκρυβαν. Ήταν μόνος. Η κυρία Ηλέκτρα, ο Περικλής και ο Αποστόλης είχαν πεταχθεί στα πόδια τους. Παρακάτω, ο χωρικός δεν είχε ακούσει τίποτα, ρουχάλιζε ανυποψίαστος.

- Και ο Γιωβάν; Πώς είναι ο Γιωβάν; ρώτησε η κυρία Ηλέκτρα.

- Μας είπε ο Αποστόλης πως τον βρήκατε. Τον άφησες πίσω; ρώτησε και ο Περικλής.

Ο Βασίλης δεν αποκρίθηκε αμέσως. Γύρισε στον Αποστόλη, που ανήσυχος, μισομαντεύοντας, δεν είχε μιλήσει, και είπε:

- Ο παραγιός σου... ο μικρός μου... πέθανε, Αποστόλη!...

Βαριά κάθισε στο χώμα, έβγαλε το σκουφί του, κι έσπρωξε πίσω τα μαλλιά του, δυο τρεις φορές. Κανένας δε μίλησε. Το είχε πει ήσυχα ο Βασίλης. Μα στα ήσυχα αυτά αργοειπωμένα λόγια, βάραινε όλο το γκρέμισμα μιας ζωής. Και δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια του Αποστόλη, που είχε δει τόσα δράματα και τόσους θανάτους. Και σιωπηλά έκλαψε. Τον άκουσε ο Βασίλης. Του είπε:

- Εσύ μην κλαις... Τον αγαπούσες εσύ... Τον αγαπούσε και ο Γρέγος... που ήταν θείος του και τον μάντευε. Μόνος εγώ δεν τον κατάλαβα πως ήταν το παιδί μου... «Το Βουλγαράκι»...

Πάλι έσπρωξε πίσω τα μαλλιά του, μια δυο φορές, σα να τον βάραιναν. Και τινάζοντας πίσω τους ώμους του, αλλάζοντας ύφος, ρώτησε:

- Γιατί είστε δω; Σας γύρευα στα Βοδενά. Περάσατε όμως από το Βλάδοβο, ε; Μύρισε το πέρασμα σας ο Μάγκας, και με οδήγησε δω. Τι κάνετε δω;

Μουδιασμένος, θαυμάζοντας την αυτοσυγκράτηση του Βασίλη, αντερώτησε ο Περικλής:

- Δεν αντάμωσες τον οδηγό μας τον Σταύρο;

- Όχι. Έρχομαι ίσια από το Βλάδοβο. Πού πηγαίνετε σεις;

- Πηγαίνομε στο Πότσεπ. Εκεί είχαν πάγει τον Άγρα. Μα μόνοι δεν μπορούμε τίποτα να κάνομε. Μηνύσαμε στο ανταρτικό σώμα του καπετάν Σεραφείμ1 να 'ρθει, πως είμαστε δω...

- Πώς μάθατε πως είναι στο Πότσεπ;... διέκοψε ο Βασίλης.

- Κατάφερε να το μάθει χθες ο Αποστόλης, που μας πρόφθασε στο δρόμο, πηγαίνοντας στη Νιάουσα από το δάσος όπου σε άφησε. Και μας οδήγησε κείνος στα βουλγαροχώρια, είπε η κυρία Ηλέκτρα.

Κι έδωσε του Βασίλη ένα χαρτί.

- Έβαλε στο χέρι και τούτο, πρόσθεσε. Διάβασε το, Βασίλη. Μας το μετέφρασαν.

Άναψε ένα σπίρτο ο Βασίλης και διάβασε. Ήταν βουλγάρικο γράμμα, μεταφρασμένο ελληνικά. Κι έλεγε:

«Αγαπητοί αδελφοί από τα χωριά μας, Αποστέλλω προς σας δώρον, ξακουστόν Έλληνα καπετάν Άγραν. Σας τον αποστέλλω να εκδικηθείτε το αίμα του Λούκα. Εις αυτόν τον ιδικόν μας κόσμον, ο άνθρωπος, όπως γνωρίζετε, διά αυτήν την εκδίκησιν ζει. Ιδικός σας αδελφός, Γεώργιος Κασάπτσε»

- Αυτό είναι καταδίκη σε θάνατο, είπε ο Βασίλης. Πότε γράφηκε;

- Δεν έχει ημερομηνία, αποκρίθηκε ο Περικλής. Ήλθε στα χέρια μας χθες. Μα προχθές, χωρικοί δικοί μας τον είδαν τον Άγρα σε βουλγαροχώρια, που τον πήγαιναν και τον γιουχάριζαν. Κι εμείς, σαν και σένα, φοβόμαστε και βιαζόμαστε να τον βρούμε.

- Θα ξεκινήσομε μόλις φθάσει ο καπετάν Σεραφείμ, πρόσθεσε η κυρία Ηλέκτρα. Θα δώσομε βέβαια μάχη για να τον ελευθερώσομε.

Ο Βασίλης δεν αποκρίθηκε. Καθισμένοι στο χώμα, συγκινημένοι, τον παρατηρούσαν οι τρεις, στο λιγοστό φως των άστρων που περνούσε τα φυλλώματα και τον έδειχνε μια σκιά σκυφτή. Κάπου κάπου ανορθώνουνταν και ίσιαζε τη ράχη του, και πάλι έγερναν οι ώμοι του, σαν πλακωμένοι από βάρος κρυφό. Ο Περικλής έκοψε τη σιωπή.

- Πού τον άφησες τον Γιωβάν; ρώτησε χαμηλόφωνα. Πότε πέθανε;

- Προχθές, Τετάρτη... Έσβησε... Του 'σπασαν το ραχοκόκαλο οι Βούλγαροι, αποκρίθηκε ο Βασίλης.

- Και πού τον άφησες;

- Στο δάσος. Τον θάψαμε κάτω από μια βελανιδιά, κι έφυγα... Χωρίς θυμό, με κάποια μοιρολατρεία, είπε ο Βασίλης: Δεν έμεινε πια τίποτα που να με κρατεί στον κόσμο. Γυναίκα, μάνα, παιδί, ακόμα και ο Γρέγος, όλοι πέθαναν. Σα σκοτώσω τον Ζλατάν, γλιτώνω κι εγώ.

- Μη μιλάς έτσι, Βασίλη!... παρακάλεσε η κυρία Ηλέκτρα.

Ο Βασίλης δεν αποκρίθηκε. Και η νυχτερινή σιωπή έπεσε πάνω τους. Χαμηλόφωνη, αργή, σηκώθηκε πάλι η φωνή του Βασίλη.

- Κύριε Περικλή... είπε ήσυχα, όπως θα διηγούνταν ένα παραμύθι... Σ' αφήνω εσένα μιαν εντολή, να τη μεταπείς στον αφέντη, το θείο σου, σα γυρίσεις με το καλό στην Αλεξάνδρεια...

Τον διέκοψε ο Περικλής.

- Θα γυρίσομε μαζί, όπως φύγαμε μαζί! είπε πνιχτά. Ήσυχα αποκρίθηκε ο Βασίλης:

- Δεν πιστεύω. Το πρωί θα συναντηθούμε με τον Ζλατάν,· και ή θα τον φάγω ή θα με φάγει. Ζωντανοί δε θα βγούμε και οι δυο από τη συνάντηση. Ισως μείνομε και οι δυο, σαν που έμειναν ο Γρέγος και ο Μήτρη Τάνε - που θα 'ταν και το προτιμότερο. Αν ήταν εδώ ο κύριος Μήτσος, θα του τα 'λεγα εκείνου. Μα δε θα τον δω πια. Κι έτσι, σου τα λέγω σένα.

Η κυρία Ηλέκτρα έκανε να σηκωθεί και ν' απομακρυνθεί. Άπλωσε το χέρι του ο Βασίλης και την κράτησε.

- Κάθησε, κυρία Ηλέκτρα, της είπε σιγά... Και συ Αποστόλη, μη φεύγεις. Ποιος από μας θα επιζήσει αύριο, δεν ξέρομε. Και το μήνυμα του Γρέγου πρέπει να φθάσει στον αφέντη.

Κοντοστάθηκε μια στιγμή, σα να ήθελε να μαζέψει το νου του, και άρχισε να διηγείται, αργά, χαμηλόφωνα, μονότονα, σα να επαναλάμβανε κάτι που του είχαν ορμηνέψει.

- ...Ο Γρέγος, είπε, ήταν ανυπότακτος από μικρός. Άτακτος, ατίθασος, επαναστάτης μες στο σπίτι του πατέρα του, του παπα - Θεοφάνη Θεοδωρίδη, δεν μπόρεσε ποτέ να συμμορφωθεί με τη δουλική ζωή του ραγιά. Χεροδύναμος πολύ, είχε κάθε μέρα φασαρίες με τα Τουρκόπουλα της γειτονιάς, που έτρεμαν τις γροθιές του και που τις έτρωγαν αδιάκοπα. Ώσπου, μια μέρα, παιδί ακόμα, δεκαεπτά δεκαοκτώ χρόνων, ξέκοψε, κατέβηκε στην ελεύθερη Ελλάδα, και μπήκε στο στρατό εθελοντής. Και διάλεξε αυτός, ο πιο απειθάρχητος, το πιο πειθαρχικό στάδιο. Πέρασε τη Σχολή των Υπαξιωματικών και βγήκε ανθυπολοχαγός, με βαθμό άριστα.

Πιο μελετηρό, πιο αφοσιωμένο στη δουλειά του αξιωματικό δεν είχε δει ο ελληνικός στρατός, ούτε πιο πειθαρχικό. Ζούσε και δούλευε μ' ένα ιδανικό, να ελευθερώσει την πατρίδα του, τη Μακεδονία. Και ξέσπασε ο πόλεμος του '97, και από την Κρήτη όπου είχε πάγει με τον Βάσο, επέστρεψε κι έτρεξε στην Ήπειρο, όπου πληγώθηκε, κόντεψε να σκοτωθεί στη μάχη του Γκρίμποβου, με τον Μπαϊραχτάρη.

Πειθαρχικός, γενναίος, παράτολμος μάλιστα ήταν. Μα μην του αγγίξεις την πατριωτική του φιλοτιμία. Πικραμένος, απογοητεμένος, απελπισμένος για την καταστροφή μας, βρέθηκε στα Φάρσαλα, όπου τον είχε στείλει αγγελιοφόρο ο Μάνος, που διεύθυνε τις επιχειρήσεις στην Ήπειρο. Κάποιος κομψός γαλονάτος, τον είδε σκονισμένο και με ξερά αίματα στο αμπέχονό του, που δεν είχε προφθάσει να τα πλύνει, και τον είπε «βρωμιάρη Τουρκόσπορο». Άναψαν τα αίματα του, ξύπνησε ο παλιός επαναστάτης Γρέγος, και μπάτσισε το γαλονάτο. Σε ώρα πολέμου, αυτό θα πει τουφέκι. Ήταν παρών ο αφέντης, πληγωμένος, άρρωστος, πικραμένος και αυτός για τις απανωτές φυγές, και υποχωρήσεις, και ήττες. Και τον συμπόνεσε. Μ' έναν άλλο νέο υπαξιωματικό, έναν Γιάγκο Δημάκη, το γιο του γέρου που μας φιλοξένησε στην Καψοχώρα - θυμάσαι κύριε Περικλή; που δε θέλησε να πει τ' όνομα του, μα που αναγνώρισε τον Γρέγο και του είπε πως να ξέρει μόνο ότι «τουρκόσπορος δεν είναι ούτε αυτός»; - με τον Γιάγκο λοιπόν αυτόν, τον υπαξιωματικό, φυγάδεψε ο αφέντης τον Γρέγο. Του έδωσε χρήματα, όσα είχε πάνω του, και συστάσεις για γνωστούς του στην Αλεξάνδρεια. Μα σε τέτοια πολιτισμένα μέρη δεν ήθελε να μείνει ο ανυπότακτος Γρέγος. Η ανήσυχη φύση του τον καλούσε σε περιπέτειες, σε κινδύνους και απάτητα άγρια μέρη. Έφυγε για το Κογκό, πήγε στο Καμερούν, στην Ουγκάντα, δεν ξέρω πού δεν πήγε, έζησε μες στους άγριους άγριος και αυτός, πολεμώντας με τα χέρια του, επιβάλλοντας τη θέληση του με τη γροθιά του, κυνηγώντας ελέφαντες και λεοντάρια, περνώντας από φωτιά και σίδερο, νικώντας πάντα με τη δύναμη του - όπου δεν επαρκούσε η εξυπνάδα του, που ήταν και αυτή μεγάλη.

Εμείς τον είχαμε χάσει. Πήγε στ' αγριότερα μέρη, σε λίμνες όπου θερίζουν οι πυρετοί, σε δάση όπου σε κεντούν οι οχιές, σε σχίζουν τ' αγρίμια - όταν δε σε πάρει κανένα φαρμακωμένο βέλος ή καμιά λόγχη, που σου 'ρχεται δεν ξέρεις από πού! Πέρασαν χρόνια... Εμείς τον είχαμε χάσει. Δεν ξέραμε αν ζούσε ή πέθανε. Σκότωσαν οι Βούλγαροι τον παπα - Θεοφάνη, τον πεθερό μου. Έγινε η καταστροφή στο σπίτι μου. Με πήγαν στην Ελλάδα3. Δεν είχα χρήματα. Θυμήθηκα τ' όνομα του Γιώργου Βασιωτάκη, που είχε φυγαδέψει τον Γρέγο. Χρεώθηκα, πήγα στην Αλεξάνδρεια και παρουσιάστηκα στο σπίτι σας ως κηπουρός, χωρίς να δώσω γνωριμία στο σωτήρα του γυναικάδελφου μου.

- Γιατί; διέκοψε ο Περικλής.

- Έτσι. Δεν ήθελα να νομίζει ο αφέντης, πως έρχομαι ν' απλώσω χέρι, να εκμεταλλευθώ την καλή του πράξη απέναντι του Γρέγου. Ύστερα από καιρό, έμαθα από έναν πατριώτη μου, που γύριζε από την Ουγκάντα, πως ζούσε ο Γρέγος και ήταν εκεί. Του έγραψα πως σκότωσαν τον πατέρα του οι Βούλγαροι και πως χάλασαν το σπίτι μου. Τα παράτησε όλα τότε, πούλησε ό,τι είχε, και γύρισε στη Μακεδονία. Πήγε στο Δεσπότη, μπήκε στον Αγώνα, ξεπάστρεψε τα ανθρώπινα θηρία που αιματοκυλούσαν την πατρίδα του, ξεκαθάρισε περιοχές ολόκληρες - σιωπηλά. Η άγρια ζωή της Ουγκάντας τον είχε μάθει να εξουδετερώνει τον εχθρό χωρίς θόρυβο, γοργά και κρυφά, με μια μαχαιριά στην καρδιά.

Ο Αποστόλης έβγαλε μια πνιγμένη φωνή.

- Αυτός ήταν;... Ο άγνωστος εκδικητής!... Ο Εντεροβγάλτης των Βουλγάρων... που πάντα με την ίδια μαχαιριά;...

- Αυτός ήταν, αποκρίθηκε ο Βασίλης, με τη μονότονη και σιγανή φωνή του... Δε χτυπούσε ποτέ αθώους. Μα τιμωρούσε αλύπητα τους δολοφόνους.

- Πώς το 'ξερες, Βασίλη, ότι ήταν στη Μακεδονία ο Γρέγος, και τον βρήκες; ρώτησε ο Περικλής.

- Δεν το ήξερα. Γυρεύοντας τον Ζλατάν, μια μέρα έμαθα πως εκεί κοντά λημέριαζε ο καπετάν Ακρίτας. Το ήξερα εγώ πως ο καπετάν Ακρίτας ήταν εκείνες τις μέρες στη Θεσσαλία. Είπα να μου τον περιγράψουν. Αναγνώρισα στο μεγαλόσωμο, χεροδύναμο και ατρόμητο αντάρτη, τον Γρέγο. Πήγαμε στο λημέρι του με τον Αποστόλη - θυμάσαι, μικρέ;

- Θυμούμαι! Τρόμαξε να σε αναγνωρίσει όμως!

- Είχαν ασπρίσει τα μαλλιά μου. Με ήξερε με μαύρα. Ήμαστε και οι δυο νέοι σα χωριστήκαμε... Μου ζήτησε τα ονόματα των δολοφόνων της αδελφής του. Δεν είχα χαρτί. Εκείνος βαστούσε πάνω του πάντα μια παλιά της φωτογραφία. Έγραψε τα ονόματα τους, καθώς του τα έλεγα, πίσω από τη φωτογραφία, όπου είχε γράψει εκείνη «Στον αδελφό μου τον Γρέγο». Τη βαστούσε μέσα σ' ένα πορτοφολάκι. Αυτή βρήκε ο... μικρός μου... στο σώμα του πεθαμένου Γρέγου, και τον κατάλαβε ποιος ήταν... Αυτή βρήκα στον κόρφο του τσακισμένου μου παιδιού, και το έψαξα, και βρήκα ανάμεσα στις ωμοπλάτες του μια μεγάλη μαύρη ελιά, που την είχε από γενετής του... Τα βρήκα όλα αργά...

Μιλούσε χαμηλόφωνα, μονότονα, σιγά... Ήταν σα να είχε πεθάνει κάτι μέσα του, που δε θα ζωντάνευε πια ποτέ, ούτε για να χαρεί. Και ξανάπιασε τη διήγηση του, γυρίζοντας στα πρώτα του λόγια:

- Κύριε Περικλή, σ' αφήνω την εντολή, να τη μεταπείς στον αφέντη. Είναι τα τελευταία λόγια του Γρέγου, που τ' άκουσες εσύ και ο Αποστόλης και ο κύριος Μήτσος, και που ίσως να μην τα καταλάβατε. Τα χρήματα που του είχε δώσει ο θείος σου, του τα έστειλε από την Ουγκάντα. Μα δε θεωρούσε το χρέος του ξεπληρωμένο. Σαν έμαθε πως ήταν ο κύριος Μήτσος στο Βάλτο, ζήτησε να τον ακολουθήσει, άγνωστος προστάτης του. Έτσι, τον ακολούθησε στο Ζορμπά, τη βραδιά που κάηκε το σχολειό της κυρίας Ηλέκτρας, και στη θέση του κυνήγησε τους Βουλγάρους. Έτσι στα Κουρφάλια, τρεις φορές τον έσωσε. Έτσι αυτοκτόνησε, για να μη μείνει πίσω ο κύριος Μήτσος και συ, και σας πιάσουν οι Τούρκοι. Να πεις στον αφέντη πως το χρέος του ο Γρέγος το ξεπλήρωσε...

Ταραγμένος άκουε ο Περικλής, και με το χέρι του στον κόρφο, χάιδευε σιωπηλά το μαχαίρι του Γρέγου. Όλη του τη ζωή τώρα την καταλάβαινε, μαζί και το θάνατο του. Ο Γρέγος ήταν φυσιογνωμία ηρωική, παράδειγμα για ιδανικό για κάθε ζωντανό νέο, και ίνδαλμα δικό του. Βήματα πάλι ακούστηκαν, που πλησίαζαν προσεκτικά, φοβισμένα. Ο Μάγκας πετάχθηκε στα πόδια του - τ' αυτιά ορτσωμένα. Ένα σιγανό σφύριγμα ακούστηκε, συνθηματικό, που ξύπνησε τον κοιμισμένο χωρικό. Όλοι είχαν πιάσει τα περίστροφα τους, έτοιμοι για μάχη. Μα σιγά σφύριξε και ο χωρικός, και σίμωσε τους άλλους.

- Δεν είναι εχθρός, τους είπε. Είναι ο Σταύρος ο οδηγός. Θα μας φέρνει ειδήσεις.

Άναψε ένα φρύγανο και το σήκωσε ψηλά. Ήταν ακόμα σκοτεινά - δεν είχε χαράξει. Τα βήματα πλησίασαν γοργά, και ο Σταύρος ο οδηγός, ανοίγοντας δρόμο μες στα πυκνά κλαριά, έφθασε κοντά τους.

- Είσαι μόνος; Τι γίνηκαν τα παλικάρια του καπετάν Σεραφείμ; ρώτησε η κυρία Ηλέκτρα.

Ο οδηγός κάθησε χάμω ανάμεσα τους, και ζήτησε λίγο νερό. Του έδωσε το παγούρι του ο Αποστόλης, και ήπιε διψασμένος. Ήταν κατάχλωμος. Τα μάτια του φοβισμένα, αγριεμένα, πήγαιναν από τον ένα στον άλλο.

- Τι τρέχει; Τι έπαθες;... ρώτησε πάλι η κυρία Ηλέκτρα.

- Τον σκότωσαν!... αποκρίθηκε βραχνά ο οδηγός.

Ανατριχίλα τους τάραξε όλους.

- Ποιον; ρώτησε μηχανικά ο Βασίλης.

- Τον καπετάν Άγρα!...

Δεν ήταν ανάγκη να το πει. Το είχαν μαντέψει όλοι. Το ήξεραν πως έτσι θα γίνει, με αυτή την αγωνία ζούσαν πέντε μέρες τώρα, με αυτό το φόβο γύρευαν να τον ανακαλύψουν, να τον φθάσουν, να τον σώσουν.

- Πού τον σκότωσαν;... Πώς;... ρώτησε ο Βασίλης. Άπλωσε το χέρι του ο Σταύρος κατά τη δύση.

- Τον κρέμασαν, είπε.

- Πού;

- Στο δρόμο. Τον πήγαιναν τάχα στο Βλάδοβο. Τον κρέμασαν κοντά στο Τέχοβο.

- Πώς το ξέρεις; ρώτησε ο Αποστόλης.

- Τον είδα!

Η κυρία Ηλέκτρα πετάχθηκε στα πόδια της.

- Πήγαινε μας! είπε.

Χάραζε η αυγή σαν κατέβηκαν στο δρόμο, και γύρισαν δεξιά κατά το Τέχοβο. Η μέρα ήταν δροσερή, ηλιακή, χαρά Θεού. Ο Μάγκας πήγαινε ζωηρά πλάγι στον Περικλή, που προπορεύουνταν με τον Βασίλη, και κάπου κάπου έμενε πίσω και ρουθούνιζε μες στα φουντωμένα χαμόδενδρα, πλάγι στο δρόμο, και πάλι τρεχάτος πρόφθαινε τον Περικλή. Κάμποση ώρα περπατούσαν. Έξαφνα, έβγαλε ο Μάγκας θλιβερό ούρλιασμα, και πετάχθηκε μπρος κι έφυγε τρεχάτος. Του σφύριξε ο Περικλής, μα ο σκύλος δε γύρισε, εξακολουθούσε να φεύγει, και χάθηκε στο γύρισμα του δρόμου. Τρέχοντας, τον ακολούθησαν όλοι. Στο γύρισμα του δρόμου, τον είδαν που στέκουνταν με την ουρά χαμηλή και το λαιμό τεντωμένο, γυρισμένος κατά το δάσος. Παράπλευρα στο δρόμο, κοιτάζοντας και αυτοί κατά το δάσος, δυο ζαπτιέδες κάθουνταν χάμω αδιάφοροι. Πρώτος έτρεξε ο Περικλής, και πρώτος είδε το άγριο θέαμα.

Σ' ένα μεγάλο κλαδί καρυδιάς, δυο σώματα κρέμουνταν, το ένα κοντά στον κορμό, το άλλο παραέξω. Ήταν ο Άγρας, και ο πιστός οδηγός του, ο Τώνης Μίγγας. Στο στήθος του Άγρα ήταν καρφωμένο ένα χαρτί με την κλασική ειδοποίηση πως « Έτσι θα τιμωρηθούν όλοι όσοι αντιστέκονται στη θέληση των Βουλγάρων» και με τις δυο υπογραφές: Κασάπτσε και Ζλατάν.

Το κεφάλι του Άγρα ήταν γερμένο πίσω, ακουμπισμένο στον κορμό της καρυδιάς· τα σγουρά του μαλλιά, ανακατωμένα, αχτένιστα· τα μάτια του ανοιχτά: τα χείλη μισοχωρισμένα· το πρόσωπο ήρεμο στη νεκρική του χλωμάδα. Αντιθέτως, του Μίγγα το πρόσωπο ήταν μολυβί, πρησμένο, συσπασμένο από την αγωνία. Η γλώσσα του, μισοπεσμένη έξω, κρέμονταν πλάγια, μεταξύ στα δόντια του. Και των δυο τα χέρια ήταν πισθάγκωνα δεμένα, και τα πόδια γυμνά, πρησμένα, κατάμαυρα από τις πορείες και τους κόπους. Τα ρούχα τους, σχισμένα, βρωμισμένα, κρέμουνταν απάνω τους κουρέλια. Σαν είδε και αναγνώρισε ο Αποστόλης τον Αρχηγό του, εκείνον που πρώτος του έδωσε το αίσθημα του Ελληνισμού, της υπερηφάνειας, της αγάπης για την ελευθέρια, του φάνηκε πως σπάζει η καρδιά του. Με μια φωνή πνιγμένη, αγνοώντας τους Τούρκους χωροφύλακες, ρίχθηκε χάμω, ανάμεσα στις πυκνές φτέρες του δάσους, και ξέσπασε σε άγνωστα γι' αυτόν αναφιλητά, που τίναζαν όλο του το σώμα. Σιωπηλή, σαν το κερί χλωμή, η κυρία Ηλέκτρα γονάτισε στη ρίζα της καρυδιάς όπου κρέμουνταν οι δυο μάρτυρες της ελευθερίας.

Πλησίασαν οι δυο ζαπτιέδες και ρώτησαν τον Σταύρο τον οδηγό:

- Συφαμελίτες τους είναι αυτοί;

- Όχι, αποκρίθηκε φοβισμένος ο Σταύρος· μα είναι Ρωμιοί, και λυπούνται για τους Ρωμιούς που τους κρέμασαν οι Βούλγαροι.

Ο ένας χωροφύλακας, υπαξιωματικός, αργοκούνησε το κεφάλι του.

- Κακοί άνθρωποι οι Βούλγαροι! είπε συμπονετικά. Κι ένα δικό μου σκοτώσανε τις προάλλες!... Άιντε, ξεκρέμαστε τους, αφού είναι δικοί σας, και πάμε μαζί στο Βλάδοβο. Εκεί θα εξετάσει τους πεθαμένους ο γιατρός.

Με τη βοήθεια των δυο οδηγών και του Περικλή, ξεκρέμασε ο Βασίλης τους δυο μάρτυρες, και τους ξάπλωσε χάμω, στο παχύ χορτάρι, κάτω από τα δέντρα.

- Τους βασάνισαν; ρώτησε χαμηλόφωνα ο ένας οδηγός.

- Όχι, είπε ο άλλος, δεν έχουν μαχαιριές.

Ο Περικλής, άσπρος και αυτός σαν το πανί, έσκυψε πάνω στον Άγρα, κι έκανε ν' ανοίξει το ρούχο του. Ο Βασίλης του έδειξε το λαιμό, γδαρμένο από το σκοινί.

- Τον σκότωσαν άραγε πριν να τον κρεμάσουν; έκανε σιγά. Ίσως να τον έπνιξαν με τα χέρια; Ποιος ξέρει; Μα πέθανε γρήγορα - το πρόσωπο είναι ήρεμο. Τον άλλον τον κρέμασαν, και αγωνίστηκε πριν πεθάνει...

- Τους κρέμασαν χθες, είπε ο Σταύρος ο οδηγός. Τους είδα εδώ, τη νύχτα που έρχουμουν να σας βρω. Και φοβήθηκα κι έφυγα.

Ένας χωρικός που περνούσε, σταμάτησε να δει. Πέρασαν και άλλοι, σταμάτησαν κι αυτοί. Σε λίγο μαζεύτηκε κόσμος, άλλοι περίεργοι, άλλοι συμπονετικοί, όλοι φοβισμένοι.

- Να τους μεταφέρομε στο Βλάδοβο, είπε ο αρχιζαπτιές.

Έφεραν ζώα, καν η νεκρική πομπή ξεκίνησε... Στο φτωχό νεκροταφείο του Βλάδοβου έθαψαν το ηρωικό παλνκάρν. Μια ξύλινη καγκελαριά περιτριγύριζε το σεμνό τάφο, όπου σ' ένα σταυρό ξύλινο χάραξαν τ' όνομα του το πολεμικό.

Κανένας επίσημος δεν ακολούθησε την κηδεία. Τα παλικάρια που πέθαναν στον Αγώνα, έπεφταν ανωνύμως. Οι προξενικοί και κληρικοί, που ήταν η ψυχή του Αγώνα, δεν έπρεπε ούτε να φαίνονταν ούτε να γνωρίζουν τον πολεμιστή. Σιωπηλά, αφανέρωτα έπρεπε να τον θρηνήσουν - και να τον εκδικήσουν. Κρυφή ήταν η Οργάνωση, κρυφός ο Αγώνας, κρυφή η εκδίκηση και η τιμωρία. Σιωπηλά, αφανέρωτα έθαψαν οι Βλαδοβίτες τον εθνικό ήρωα, το θρυλικό καπετάν Τέλο Άγρα. Το αληθινό του όνομα, η πραγματική του προσωπικότης δεν έπρεπε να γνωσθεί.