Σελίδα:Manussos.djvu/90

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
 90 

Καὶ γιὰ τὸ τρομερὸ του δοξαράκι,
Ἀπὸ ψυχαὶς ποῦ θλιβερὰ στενάζουν.
Ἀμέτε, ὠϊμένα, μοσκομυροδάτα
Ὀπίσω του, τρεχάτα,
Καὶ πέστε του, ἡ καρδιὰ ποῦ πολεμάει,
Μέσα ’ς τοὺς λόγκους ἔρημη βογγάει·
Καὶ τὸ κορμὶ ’σὰ φάντασμα διωγμένο,
Τρέχει ναὔρῃ τὸ φῶς τ’ ἀγαπημένο,
Ποῦ τὤχει παραιτήσει
’Σ τὸ σκότος, ὡσὰν ἔρμο κυπαρίσι.
Ὁποῦ τὰ μάτιά μου ἔλυωσαν ’ς τὸ κλάμμα·
Ὁποῦ ἔχω κάμει τάμα,
Τὴν ποθητὴ ἄν δὲν εὕρω, μὲς τὰ χείλη
Οὐδὲ φαγὶ νὰ βάλω, οὐδὲ νεράκι,
Παρὰ νὰ μαραθῶ σὰν καριοφύλλι,
Καὶ νὰ σβυσθῶ ὅπως σβυέται τὸ πουλάκι.

Ἄν ἐρωτήσῃ τῆς θεὰς τὰ κάλλη....
Πέστε του δὲν εἶν’ ἄλλη,
Νὰ λάμπῃ ὡσὰν κι’ αὐτὴ ’ς τὴν ὠμορφάδα·
Πὤχει τὰ μάτια μαῦρα, κ’ ἡ γλυκάδα
Ποῦ χύνεται ἀπὸ ’κεῖ, λιγοψυχιάζει·
Μαῦρα μαλλιὰ, καὶ χείλη ὡς τὸ κεράσι,
Π’ ὅποία καρδιὰ τὰ ἰδῇ βαρειαστενάζει·
Τὰ φρύδια; ὤ, ναί! τὰ φρύδια τἄχει πλάσει
Κονδύλι ἀγγελικὸ τοῦ παραδείσου,
Γιατὶ ψηλὰ τὸ λογισμὸ ἀνεβάζουν,
Κι’ ἂς πλέῃ τυφλὸ ’ς τὰ βάθη τῆς ἀβύσσου.
Τὸ μέτωπόν της, οὐρανὸ τὸ κράζουν.