Τὰ μαργαριταρένια,
Ἁπλώθηκε μὲ μιᾶς, κατὰ τὴν δύσι.
Καὶ τέτοιαν ἡ λαλιά του
Ἔχυνε οὐράνια, μαγικὴ ἁρμονία,
Ὅση ἀπὸ λύρα ἤθελε βγῆ ἀσημένια,
Κι’ ὅση ἀπ’ ἀγγέλου θεόφλεκτη καρδία.
Καὶ τὰ πουλιὰ τοῦ λαγκαδιοῦ ἀγροικῶντας,
Στεφάνι κάνωντάς του,
Κελαϊδιστὰ τὸν πῆραν ἀκλουθῶντας,
Τ’ ἀκτινοβόλα κάλλη ἐπαινῶντάς του.
Ποιὸς τὤκραζε πουλὶ τοῦ παραδείσου,
Βασιλοποῦλι ποιὸς, ποιὸς ἀγγελοῦδι....
Ὢχ, τὸ λαγκάδι τ’ ἄμοιρο λυπήσου
Τ’ ἀχοκελαϊδισμένο,
Ποῦ μἄνθη, μὲ δροσιὰ, καὶ μὲ λουλοῦδι,
Μὲ χίλια δυὸ κανάκια,
Τὸ μοσκομυρισμένο,
Ἔθρεφε αὐτὰ τ’ ἀχάριστα πουλάκια
Ποῦ τώρα ἔτσι σκληρὰ τὸ παραιτᾶνε.
Ἐμαράθηκε ἡ δάφνη, ἡ μυρτιὰ ἀχνίζει,
Στενάζουν τἄνθη, οὔτε δροσιὰ ζητᾶνε,
Καὶ κάθε δένδρο, σκύφτει καὶ δακρύζει.
Μονάχοι ’μεῖς γιὰ τὴν παρηγοριά του,
Παίζομε μὲς τὴν ὀρφανὴ ἀγκαλιά του.
Ὢ, φθάνει, φθάνει ζέφυροι δροσάτοι,
Ναὶ, τὸ λωλὸ παιδάκι,
Ἄγουροι, Κόραις, Ἔρωτα τὸν κράζουν.
Κι’ ὅλη ἡ οἰκουμένη εἶνε γι’ αὐτὸν γεμάτη