Σελίδα:Manussos.djvu/88

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
 88 

Ἀνταμοιβὴ νὰ λάβῃ μαῦρα πάθη;
Ὥστε εἶναι θαῦμα ἂν δὲν βρεθῶ ὁ καϋμένος,
Ἀπ’ ἕναν ἥλιο εἰς ἄλλο ἀποθαμένος.
Ὦ Ζέφυροι! ἂν γνωρίζετε εὐσπλαχνία...
Γιὰ τὴν πνοὴ ποῦ ὁ Πλάστης σᾶς χαρίζει,
Τούτη ἡ θλιμμένη σκιὰ σᾶς ἐξορκίζει,
Νὰ εἰπῆτε ποὖνε αὐτὴ ἡ σκληρὴ καρδία....

Ἐμεῖς ἐδὼ πετοῦμε
Πρὶν ἁπλωθῇ τὸ ῥοδοχαραμέρη,
Κι’ ἄλλη ψυχὴ, δὲν ἔτυχε νὰ ἰδοῦμε,
Παρὰ μονάχα ἕνα ξανθὸ παιδάκι,
Ποῦ ’ς τὸ ζερβὶ χεράκι
Βαστοῦσε ἕνα ἀδαμάντινο δοξάρι,
Μὲ τόση ἀνδρεία κι’ ἀξιότητα, ὅση χάρι.
Αὐτὸ δὲν περπατοῦσε,
Ὡς περπατοῦνε τἆλλα τὰ παιδάκια,
Ἀλλ’ ἀπὸ μᾶς γοργότερα πετοῦσε,
Τοξεύοντας τὰ μύρια λουλουδάκια·
Κι’ ὅλο φωτιὰ, γυμνὸ κι’ ἀπεγνωσμένο
Μὲ ζώνην ἀστερόπλεκτη ζωσμένο,
Ἐδιάβη ἀπὸ σιμά μας,
Περήφανα πολὺ, καὶ δίχως τάξι,
Καὶ δὲν μᾶς ἔχει οὐδὲ καλημερίσει.
Ἄλλο ἂν ζητᾷς, δὲν εἶδε ἡ συντροφιά μας,
Πάρεξ αὐτὸν, καὶ τὴν κακή του πρᾶξι.

Καὶ ’σὰν ποῦ πάει; ’σὰν ποῦ τὤχει κινήσει;
Αὐτὸς ’ς τὰ δυὸ αἰθερόλαμνα φτερά του