Κι’ ἀπὸ φαρμάκι ἁψὺ θὰ μὲ χορτάσῃ.
Τώρα μὲ μάτια ἀναίσθητα καὶ κρῦα
Ὁ κόσμος μὲ θωρεῖ, κι’ ἀναγελάει
Τὴν τίμια φλόγα ὁπ’ ἔχω ’ς τὴν καρδία.
Χεῖλι γλυκὸ, ποῦ νὰ παρηγοράῃ,
Ἀκόμη δὲν ἀνοίχθηκε γιὰ μένα,
Οὐδὲ φίλου καρδιὰ νὰ μὲ ῥωτάῃ,
—Γιατί, ὀρφανὲ, τὰ μάτια ἔχεις κλαμμένα;
Ποῦ τρέχεις; τί ζητᾷς; γιατὶ στενάζεις;
Μήπως τὰ στήθη σοὖχῃ δαγκωμένα
Στόμα φιδιοῦ, ποῦ κλαῖς, καὶ ποῦ φωνάζεις;
Μήπως χορτάρι σ’ ἔχῃ φαρμακώσει,
Κι’ ἐμπρὸς τὸ Χάρο βλέπεις καὶ τρομάζεις;—
—Οὐδὲ στόμα φιδιοῦ μ’ ἔχει δαγκώσει,
Οὐδὲ τς ἀβύσσου τὸ τραχὺ χορτάρι
Τέτοιο φαρμάκι ἀκράτο ἤθε μοῦ δώσει,
Καθὼς αὐτὸς, ποῦ μὲ χρυσὸ δοξάρι
Σαϊτεύοντάς μου τὴν ζερβιὰ μερία,
Κάθε γλυκάδα ἀπὸ τ’ ἐμὲ ἔχει πάρει.
Καὶ βάνωντάς μου ἐμπρὸς δυὸ μάτια θεῖα,
Μὲ ταὶς γλυκαὶς ἀχτίναις τους μὲ δένει,
Γιὰ νὰ μοῦ κατασχίσῃ τὴν καρδία.
Εἶναι τρεῖς χρόνοι τώρα περασμένοι
Ποῦ πολεμιῶμαι ἀλύπητα ὁ καϋμένος,
Κι’ ὁ πόνος μὲς τὰ σωθικά μου ἀξαίνει...
Ἐγὼ, σὰν εἶδα ποῦ ἤμουνα δεμένος,
Μὴ μὲ λαβώσῃς, Ἔρωτα, φωνάζω
Καὶ κράζομαι ἀπὸ σένα κερδεμένος.
Μὴ μὲ λαβώσης πλειὰ, καὶ ἐγὼ σοῦ τάζω,