Σελίδα:Manussos.djvu/86

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
 86 

Μὰ τῆς γλυκειᾶς ψυχῆς μου τὰ δυὸ μάτια,
’Σ ἐσὲ τὴν θέλησί μου νὰ ὑποτάζω·
Μαζῆ σου νὰ διαβῶ τὰ μονοπάτια,
Τοὺς κάμπους, τὰ βουνὰ.... κι’ ἂν ἀποστάσω,
Κάμε μου τότε τὴν καρδιὰ κομμάτια.
Τὴν ἐλευθέρα μου ὕπαρξι πρίν χάσω,
Μὲ γλυκειὰ ἡμερωσύνη ἐπροσπαθοῦσα
Τὴν ῥοπὴ τοῦ χεριοῦ του νὰ μουδιάσω.
Κ’ ἐκεῖ ποῦ τέτοια ὁ δόλιος ἐμιλοῦσα
’Σ αὐτὸν ὁποῦ τὴν κτίσιν ἀγκαλιάζει
Πιλιὸ καρδιὰ ’ς τὸ στῆθος δὲν ἐκλειοῦσα!
Εἶναι ὀχτὼ μέραις τώρα ὁποῦ ῥημάζει
Τὸ λυπηρὸ πολύπαθο κορμί μου
Καὶ σὰν ξερὸ κλωνάρι τ’ ἀπαριάζει....
Ὠϊμένα, ἀφῆτε, πρὶν σβυσθῇ ἡ πνοή μου,
Μὲ βροντερὴ φωνὴ νὰ ξεθυμάνῃ
Ὅσα μέσα της κλεῖ τούτη ἡ ψυχή μου....
Χωρὶς καρδιὰ, χωρὶς αὐτὴν, ποῦ βάνει
Ψυχὴ ’ς τὰ σωθικὰ τὰ μαραμμένα,
Τ’ ὀρφανωμένο σῶμα θὰ πεθάνῃ.
Καὶ τοῦτά μου τὰ μέλη τὰ καϋμένα
Χωρὶς λουλοῦδι, χωρίς δάκρυ, θᾆνε
Εἰς σὲ μνημοῦρι ταπεινὸ θαμμένα.
Ἴσως αὐτοὶ ποῦ ἀκοῦσαν, ἢ γροικᾶνε
Τὴν φλόγα τῆς ἀγάπης ’ς τήν καρδία,
Διαβαίνοντας σιμὰ θὰ συγχωρᾶνε
Τὴν ὕπαρξί μου, τὴν δεινὴ κι’ ἀθλία!