Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Manussos.djvu/84

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
 84 

Ἐρώτησα τὸ ῥυάκι καὶ τὴν βρύσι,
Ἂν εἶδαν τὴν θεά μου, ἢ ποιὰν ἡμέρα
Καὶ ποιὰ στιγμὴ τὴν ἔχουν ἀγροικήσει,
Αὐτὴν, ποῦ ὁ κόσμος κράζει θυγατέρα
Μονάκριβη τῆς ἄνοιξις, κ’ οἱ ἀγγέλοι
’Σ τὸν οὐρανò τὴν κράζουν περιστέρα.
Κι’ ὅσα πουλάκια ἐρώτησα, δὲν θέλει
Κἀνένα νὰ μοῦ εἰπῇ ποῦ νᾆν’ ἐκείνη
Πὤχει ’ς τὰ χείλη τοῦ μαγιοῦ τὸ μέλι·
Ὁποῦ ’ς τὸ κῦμα τοῦ καϋμοῦ μ’ ἀφίνει
’Σὰν τ’ ὀρφανὸ λουλοῦδι, ὁποῦ μαραίνει,
Ἂν τῆς αὐγούλας τὴν δροσιὰ δὲν πίνῃ.
Ἔχω τὴν κάθε ῥάχη γυρισμένη,
Καὶ ’ς τὰ λαγκάδια ἀνώφελα τὴν ἔχω
Μὲ τὸ γλυκό της ὄνομα κραγμένη!
Καὶ περπατῶ, καὶ μὲ τὸ δάκρυ βρέχω
Τὰ φλογισμένα στήθη μου, κ’ ἡ μοῖρα
Ποῦ θὰ μὲ καταφέρει, δὲν κατέχω....
Σιμὰ ’ς τὸ ῥυάκι ἐκάθησα κ’ ἐπῆρα
Λίγο νερὸ ’ς τὰ χείλη, νὰ δροσίσῃ
Τὴν φλογισμένη τῆς καρδιᾶς μου πύρα·
Καὶ τὸν καϋμό μου ἀντὶ ν’ ἀποκοιμίσῃ,
’Σὰν τὸ φιλὶ ποῦ δίνει εἰς τὸ τριφύλλι,
Τὴν φλόγ’ ἀρχίζει ὁλοῦθε νὰ διαχύσῃ.
Μοῦ ἄνοιξε ὁ πόνος, τῆς καρδιὰς τὰ χείλη,
Κι’ ἄπαυτα σκούζουν ’ς τὰ βουνὰ, ’ς τὰ δάση
—Πέστε μου ποὖνε τῆς ψυχῆς μου ἡ φίλη;—
Ὅλη ἡ κτίσις γιὰ μὲ τώρα ἔχει χάσει
Κάθε πλούσια ὠμορφιὰ, κάθε εὐσπλαχνία,