Σελίδα:Manussos.djvu/36

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
 36 

Τ’ ἀστέρια σου τὰ τέσσερα
Ἀστράψαν ἀγροικῶντας
Τὸ φτερωτὸ ποῦ σ’ ἔκραζε
Τρογύρου κελαδῶντας,
Καὶ τρομασμένα χύνονται
Τὸ μέτωπό σου ἀδράζουν
Καὶ λάμψιμο τινάζουν
’Σ τὴν κλίνη φοβερό!

Μὲ μιᾶς ἀκτινοβόλησε
Τ’ ἀγγελικό σου στῆθος,
Τῶν λουλουδιῶν φωτίζοντας
Τὸ μοσκοβόλο πλῆθος!
’Σ τὰ χείλη σου ἐπαιγνίδιζε
Τ’ ἀθῶο χαμόγελό σου·
Γελοῦσες ’ς τ’ ὄνειρό σου
Κ’ ἐγέλαγα κ’ ἐγώ.

Τὰ βλέφαρά σου ἀνάτελλαν
Τὰ ῥόδ’ ἀλαβαστρένια,
Τοξεύοντας ’ς τὸ στῆθός μου
Σαγίτα ἀδαμαντένια!
Κι’ ἀπ’ ἀηδονάκι εὑρέθηκα
Εὐθὺς ξεμορφωμένος,
Μὲ φύλλα φουντωμένος
Σὲ μιὰ χρυσομηλιά.