Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
35
Ἐσκέπαζαν τὴν κλίνη σου
Τὰ τρυφερὰ κλωνάρια,
Κι’ ὅσα ἄνθη ἀπάνω σοῦ ῎πεφταν,
Τόσα μαργαριτάρια
Ἐγένοντ’, ὡς ποῦ μίλησες·
Κι’ ἀπὸ κλαρὶ, καὶ φύλλο,
Ἔγεινα ἀφράτο μῆλο,
Γεμάτο μυρωδιά.
Ἀνάμεσα ἀπὸ τ’ ἄνθη σου
Ἀπέρασα τὰ πλήθη,
Καὶ σὰν φτεροῦδι ἀκούμπησα
’Σ τὰ δροσερά σου στήθη.
Ηὗρα γλυκάδα ἀθάνατη
Καὶ τέτοιαν εὐωδία,
Ποῦ ῥάϊσα τὴν καρδία
Τοῦ μήλου γιὰ νὰ βγῶ!
Νὰ βγῶ ἀπὸ ’κεῖ, δὲν δύναμαι·
Μέσα νὰ μείνω, σβυοῦμαι·
Νὰ χωρισθῶ ἀπ’ τς ἀγκάλαις σου,
Κάλλιο τὸ φῶς στεροῦμαι.
’Σ αὐτὸ τὸ ψυχομάχισμα
Τ’ ἄσπρο χεράκι ἁπλώνεις,
Μὲ πιάνεις, μὲ σιμόνεις
’Σ τὸ στόμα τὸ μικρό.