Σελίδα:Manussos.djvu/35

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
 35 

Γιατί, γιατί δὲν ἔκανες
Μοῖρα σκληρὴ κ’ ἐμένα,
—Νὰ λέγω τότε ἀρχίνησα
Πικρὰ φαρμακωμένα —
Δὲν μ’ ἔκανες τριαντάφυλλο,
Μοσκοδροσάτο κρίνο,
’Σ τὰ χείλη της ν’ ἀφίνω
Τὴν ὕστερη πνοὴ;

Τέτοιο βαρὺ παράπονο
Φτερούγιασ’ ἡ καρδία,
Ποῦ τὸ μικρὸ τὸν ἔρωτα
Ἐσπάραξε μὲ μία,
Καθὼς γλυκοκοιμότουνε
Εἰς τὸ προσκεφαλάκι,
Καὶ σοῦ ’χε τὸ χειλάκι
’Σ τὰ χείλη σου σιμά.

Ἀδράζει τὸ δοξάρι του,
Σκοπεύει, μὲ λαβόνει,
Κι’ ἀμέσως μετεβλήθηκα
Εἰς μελιφθόγγο ἀηδόνι.
Χρυσογραμμένο τ’ ὄνομά
Σου ἔλαμπε ’ς τὰ φτερά μου,
Κι’ αὐτὸ ’ς τὸ πέταμά μου
Κελάϊδουνα γλυκά.