Ἐγὼ τότε μακάριος, χωρὶς γνῶσι,
Μήτε λουλοῦδι ἀπ’ ὅλα αὐτὰ δὲν πῆρα!
Ἀλλ’ ὁ Θεὸς νὰ σοῦ τ’ ἀνταποδώσῃ,
Τῆς εἶπα, καὶ νὰ λάβῃς καλὴ μοῖρα.…
Τοὺς ᾕλιους της, εὐθὺς νὰ χαμηλώσῃ
Εἶδα, κ’ ἐννόησα.… ἀλλ’ ἕκλεισα τὴν θύρα
Τῆς συστολῆς, κι’ ὁρμῶ, τὴν ἀγκαλιάζω,
Καὶ ’ς τὸ φιλί μου τὴν ψυχὴν ἀδειάζω!
Ποτὲ μὲ τέτοια ῥόδα στολισμένη,
Τς αὐγῆς ὁ ποθητὸς, δὲν ἕχει κλείσει
Τήν δροσάτη εἰς τὸν κόλπο του ἐρωμένη!
Ποτὲ δὲν ἔχ’ ἡ Ἀνατολὴ κ’ ἡ Δύσι
Μὲ τέτοια λάμψι θεία περιχυμένη,
Τὴν ἀνθογέννητη ἄνοιξι φιλήσει,
Καθὼς ἔλαμψε τότε ἡ θεία παρθένα,
Ὅταν τὰ χείλη ἐπρόσφερε εἰς ἐμένα!
Ὅσαις γλυκάδαις ἡ Παράδεισο ἔχει,
Τόσαις ἔχουν χυθῆ ’ς τὰ σωθικὰ μου.
Κι’ ὅση ὁ Πλανήτης δύναμι κατέχει,
Τόση ἁπλώθηκε μὲς τὰ λογικά μου.
Μόλις ᾑ φλέβαις μου ἄκουσαν νὰ τρέχῃ
Ἀπ’ τ’ ἀθάνατα χείλη ’ς τὴν καρδιά μου,
Τέτοιο φίλημα ἁγνὸ, χαριτωμένο,
Άπὸ τὸν ἴδιο Πλάστη ἀγαπημένο.
Σελίδα:Manussos.djvu/173
Εμφάνιση
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
173