Σελίδα:Manussos.djvu/174

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
 174 

Ὦ τῆς ψυχῆς μου οὐράνια κυβερνήτρα!
Ὦ τοῦ νοὸς μοναρχικὸ στοιχεῖο!
’Σ τὴν πάλη τῆς ὑπάρξεως ὁδηγήτρα
Γείνου πάντα εἰς ἐμὲ, σὺ πνεῦμα θεῖο!
Κάμε ὥστε αὐτὰ τῆς ξαγορᾶς τὰ λύτρα
Ὅσα μὲ χέρι λαίμαργο κι’ ἀχρεῖο
Ἡ λήθη σοὔχει ἁρπάξει γιὰ τ’ ἐμένα,
Κάμε, μὴ φημισθοῦν λύτρα χαμένα.

Τὴν ῥόδινη ἀπαλάμη, ἅπλωσε, φῶς μου·
Ἰδοὺ τὸ χέρι ὁ λατρευτής σου ἁπλόνει.…
Ἐφλογίσθη ἡ ψυχή!… Τὸν ὅρκο δός μου,
Ποῦ τὴν ἱερὰ ἕνωσί μας στερεόνει.
—«Ὁρκίζομαι, τὰ πέρατα τοῦ κόσμου
Κ’ ἐκεῖ ποῦ ὁ Θεὸς τς ἀγγέλους του μορφόνει.
Κ’ εἰς τὸν τάρταρο ἂν πᾷς, καὶ κεῖ, ἀδελφή μου,
Νὰ μὴ σ’ ἀπαρνηθῆ ποτὲ ἡ ψυχή μου!—

Μόλις μ’ ἀγάπη καὶ μὲ πίστι αἰώνια,
Μὲς τὴν καρδιὰ τὸν ὅρκο εἶχα σφραγίσει·
Τέτοια ἐβγῆκε βροντὴ ἀπ’ τὰ καταχθόνια,
Ὁποῦ καὶ τἆστρα, βέβαια, ἔχει ξαφνίσει·
Ἀλλ’ ἡ θεά μου εὐθὺς,—ἀχρεῖα δαιμόνια,
Σὲ λύσσα ὁ φθόνος σᾶς ἔχει γυρίσει;—
Καὶ μ’ ἀγκάλιασε λέγωντας ἀγάλια,
Μὴν ἔχασες καϋμένε τὰ πασχάλια;