Πάρε μέτρο, κὺρ Μπακοῦκο,
Λέει τοῦ ῥάφτη ὁ βασιληᾶς του,
Γιὰ βρακὶ καὶ γιὰ σουρτοῦκο
Πάρε μέτρο τς ἀφεντιᾶς του!
Καὶ μιὰ δίπλα, ἰδὲς, μονάχη
Ἂν τοῦ κάμῃ τὸ σκουτὶ,
Τὸ κεφάλι σὰν ἀστάχυ
Σοῦ τὸ κόβω ’ς τὴν στιγμή!
Ἔτσι ὁ ψύλλος φορεμένος
Ὅλος ’ς τὰ μεταξωτὰ,
Μὲ χρυσάφια στολισμένος,
Μὲ σπαθί τ’ ἀριστερά!
Μὲ σταυρὸ, ποῦ κρεμασμένο
Τὸν βαστοῦσε ’ς τὸ λαιμὸ,
Κι’ ἄλλον ἕνα καρφωμένο
Μὲ πετράδια ’ς τὸ πλευρό,
Τρέχει εὐθὺς, καὶ μὲ καμάρι
’Σ τὸν καθρέφτη, γιὰ νὰ ἰδῇ,
Τὸ κορμί του πόση χάρι
Ἔλαβε μὲ τὴν στολή.
Σοὔβαλε γυαλὶ ’ς τὸ μάτι
Γιὰ νὰ βλέπῃ πιὸ καλὰ,
Τὸ χονδρίτερο κομμάτι
Νὰ τὸ κάμῃ μιὰ χαψιά.