Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Manussos.djvu/161

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
 161 

Προσκαλεῖ τὸ δικολόγι
’Σ τὴν πρωτεύουσα νἀρθῇ,
Γιὰ νὰ πίνῃ καὶ νὰ τρώγῃ,
’Σ τὴν ὑγειὰ τοῦ χορευτῆ.

Ὁ ἀνεψιός του ἔγεινε ἱππότης,
Ὁ ἀδελφός του, στρατηγὸς,
Ὁ πατέρας του, δεσπότης,
Βουλευτὴς ὁ ξαδελφός!

Εἰς τὸ κράτος διαλαλοῦνε
Θέσπισμα τρομαχτικό!
Ποῦ ὅσοι νὰ ξυστοῦν τολμοῦνε,
Χάνουν κεφαλὴ, καὶ βιό.

Εἰς τ’ ἀνάκτορα ὅλοι οἱ ψύλλοι
Τότε ἀρχῆσαν νὰ πηδοῦν,
Καὶ σὰν λυσσασμένοι σκύλοι,
Ὅλους νὰ φλεβοτομοῦν.

Κι’ ὅπου χήρα ἢ πανδρεμμένη
Μυριστοῦν ἀπὸ μακρυὰ,
Πηδοῦν ὅλοι μαζεμμένοι,
Νὰ χορτάσουνε τσιμπιά.

Κ’ ἐπειδήτις ἐμποδίζει
Τὴν ξυσμάρα ἡ διαταγὴ,
Κάθε μιὰ κρυφὰ πασχίζει
Ναὕρῃ τρόπο νὰ ξυστῇ.

—ΑΝΤ. ΜΑΝΟΥΣΟΥ, ΛΥΡΙΚΑ.—