Σελίδα:Manussos.djvu/158

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
 158 

Ὑπομονὴ, μὲ τὸν καιρὸ, τὸ δίκαιο δὲν ἐχάθη,
Ἄς βρακωθῆ τετράδιπλα, μία μέρα θὰ τὴν πάθῃ!...
Τὸ νόστιμο εἶνε ὁποῦ ἔχασα μ’ αὐτὴ τὴν ὁμιλία
Τὴν ὄρεξι, καὶ τὴν κλωστὴ ἀπὸ τὴν ἱστορία....
Ἆ, ναὶ, τὴν ζαχαρένια μας τὴ χώρα, ὅπως σᾶς εἶπα,
Τὴν ἐλιθόστρωσε ὁ Φωκᾶς, χωρὶς ν’ ἀφήσῃ τρύπα!
Κι’ ἂν ἔχῃς κάλους μάλιστα, καὶ θέλῃς πρὸς τὸ βράδυ,
Νὰ διασκεδάσῃς ποιητικῶς ’ς τὸ σιωπηλὸ σκοτάδι,
Μαῦρο φίδι ποῦ σ’ ἔφαγε, θὰ λογιστῇς χαμένος,
Θ’ ἀναστενάζῃς, θὰ φυσᾷς, θὰ κάνῃς σὰν παρμένος.
Ἐδῶ δὲν εἶνε τοῦ συρμοῦ ν’ ἀνάφτουνε φανάρια·
Καλὰ εἶνε ὁπ’ ἔχει κέρατα νὰ σπαίνῃ τ’ ἀγκωνάρια·
Εἰδεμὴ, νύχτα καὶ ἂν θὰ βγῇς, ἂς ᾖνε καὶ φεγγάρι,
Πρέπει νὰ σέρνῃς καὶ ῥαβδὶ, νὰ σέρνῃς καὶ φανάρι.
Ξαλλοιῶς σὲ πιάνει ὁ Κόλαγας, τὸ Κόλι σὲ τσακόνει
Κι’ ἂν ἦσαι υἱὸς καὶ τοῦ Μουφτῆ ’ς τὴ Χάψι σὲ κλειδόνει.
Γιὰ νὰ χορτάσῃς ἡδοναὶς, ζωὴ κ’ ἐλευθερία,
Πρέπει νὰ γίνῃς γάϊδαρος ’ς τὴν κυριολεξία·
Τότε ἠμπορεῖς μεσάνυχτα παντοῦ νὰ σεργιανίζῃς
Συντροφικάτα ἢ μοναχὸς, νὰ τρέχῃς νὰ ’γκαρίζῃς·
Καθ’ ὅλα τἆλλα ὅμως λαμπρὰ, λαλούμενα, τραγούδια,
Χοροὶ ἀπὸ Τουρκογύφτισαις, ποῦ λὲς κ’ εἶνε ἀγγελούδια,
Διασκέδασες πολύτροπαις· εἰς ἕνα λόγο ὡστόσῳ,
Ὅποιος τὸν κόσμο θὰ χαρῆ ἂς ἔλθῃ ἐδῶ καμπόσο....
Κύριοι, θὰ πάψω μία στιγμὴ, σᾶς τὸ ζητῶ γιὰ χάρι,
Γιατ’ ἡ βουργάρα μου ἄρχισε νὰ παίζῃ τὸ λιογκάρι,
Ἡ μυρουδιὰ τοῦ φαγητοῦ τὴν μύτη μου σγαρλίζει,
Στρωμμένο εἶν’ τὸ τραπέζι μου κι’ ἂς ἔλθῃ ὅποιος ὁρίζει.