Σελίδα:Manussos.djvu/157

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
 157 

Θὰ νὰ σηκώσῃ τὸ βρακὶ γιὰ νὰ διαβῇ ἄλλο ῥεῦμα·
Γιατὶ τὸ γαργαλίκισμα π’ ἀκούει, ’ς αὐτὸ τὸν τόπο,
Τὸ βιάζει κἄτι νὰ σᾶς ’πῆ, π’ ἀξίζει καὶ τὸν κόπο·
Μία λέξι κἂν γιὰ τὸ χωριὸ, ἢ χώρα, ἢ πολιτεία,
Ποῦ ζοῦν αὐτοὶ οἱ μουρδούλιδες κ’ ἡ τουρκαροσπορία.
Ὁρίζοντας γλυκύτατος, πλούσιο, λαμπρό τὸ χῶμα,
’Σὰν βρέχει, λάσπη περισσὴ, δρόμοι στραβοὶ, καὶ βρῶμα.
Κηπούρια μὲ λαχανικὰ τρισάφθονα κι’ ὡραία·
Σὰν νεραντζοῦλα φουντωτὴ ἡ πλουτοφόρα ἐλαία,
Ποὖν’ τὸ κλαρί της σύμβολο εἰρήνης κ’ εὐτυχίας....
’Σ τὰ εἰκοσιδυὸ ταὶς ἔκαψεν Ἀλῆς ὁ καρχαρίας.
Ῥωμαντικὸς περίπατος τριγύρω ’ς τ’ ἀκρογιάλι
Ὡς τὸ Βαθὺ, ποῦ τᾤχανε οἱ Βενετοὶ ἀρσενάλι.
Σπητάκια καλαμόφκιαστα, καὶ πέτρινα σαράντα·
Ὅπου κι’ ἂν πᾷς, ὅπου στραφῆς, τὸ φέσι βλέπεις πάντα!
Γυναῖκες μ’ ἐσωτούμανα καὶ μαντυλοδεμέναις
Τούρκισσαις διπλοπάπουτσαις, βαρειὰ μπουμπουλωμέναις
Στρατιώταις φοβερώτατοι.... νὰ τρῶνε τὸ πιλάφι!
Ποῦ δέρνονται ’ς τὴ μούρη τους, ἡ πίσσα μὲ τὸ θειάφι,
Μ’ ἑξῆντα τρύπαις ’ς τὸ βρακὶ, καὶ ’ς τὰ παπούτσια δέκα.
Κρεμανταλομαγκούφιδες, ψωφίμια ἀπὸ τὴν Μέκα,
Ποῦ περπατοῦν καὶ σέρνονται ὡσὰν οἱ ξεχασμένοι,
Ξυπόλητοι, ξεβράκωτοι, καὶ ξετραχηλισμένοι!...
Ἀνάθεμα τοὺς δυνατοὺς ὁποῦ τοὺς καμαρόνουν
Καὶ τὰ ἱερά μας χώματα,τὰ βλέπουν καὶ μουντζόνουν.
Μίση παλιὰ, κέρδη ἄτιμα, ζηλοφθονία, καὶ πάθη
Αὐτοὺς ψηλὰ κλωτσοκοποῦν, κ’ ἐμᾶς ῥίχνουν ’ς τὰ βάθη!
Τέτοια ὁ Δημοῦτσος ἔλεγε τοῦ φίλου του Σκλεμπούνη,
Ἀλλὰ θὰ νἄρθῃ ἕνας καιρὸς νὰ μὴ μείνῃ ῥουθοῦνι!