Τώρα, τὸ Δένδρο τὸ φτωχὸ, νὰ ἰδῶ νὰ οἰκονομήσω».—
Κι’ ἔρριξε εὐθὺς κατάχαμα κ’ ἐξέλυσε τὸ δέμα,
Κ’ ἐστύλωσε κλαριὰ ’ς τὴν γῆ, ποῦ τσάκιζαν τὸ ῥέμμα.
Κι’ ἄλλα ἀπὸ δῶ κι’ ἄλλα ἀπὸ κεῖ, διορθόνει καὶ τὰ σιάνει,
Καὶ κατορθόνει τεχνικὴ μιὰ φράχτη καὶ σοῦ φκιάνει,
Ὁποῦ μὲ λάσπη καὶ στεγνὸ χῶμα, τὴν προποδιάζει,
Κι’ ἀπέκει ἐμπρός τὸν κόπο του θωρεῖ κι’ ἀναγαλλιάζει.
Τὸν ἴσκο τής Βελανιδιᾶς, ἀφοῦ τὴν εἶχε σώσει,
Χαμογελῶντας ἄρχιζε γλυκὰ νὰ καμαρώσῃ.
Τοῦ λόγγου τὸ μονόπατο μετέπειτα λαβαίνει
Βαστῶντας τὴν ἀξίνα του ’ς τὴν πλάτη ἀπιθωμένη·
Τὸ πάτημά του γλήγορο, καὶ ’ς τὴν καρδιὰ, ’ς τὴν ὄψι
Χαρούμενος, κι’ ἄλλα κλαριὰ ἐπήγαινε νὰ κόψῃ.
Ξάφνου ’ς τ’ αὐτί του μιὰ φωνὴ γλυκὰ τοῦ φτερουγιάζει,...
Ἦτον τοῦ δένδρου τὸ στοιχειὸ ποῦ τὤνομά του κράζει·
Σαστίζει, στρέφει, τί νὰ ἰδῇ καθὼς σταυροκοπιέται,
Ἀπ’ τὸ κουφάρι τοῦ δενδροῦ Νεράϊδα νὰ πετιέται!
Ὁποῦ μ’ ἕνα χαμόγελο μαγευτικὸ, μὲ χάρι,
Τοῦ λέει, «Βοσκὲ, μὴ φοβηθῇς, καλό μου παλληκάρι,
Μὴ φύγῃς, στάσου κι’ ἄκουσε, πῶς θέλεις νὰ σ’ ἀφήσω
Τώρα ἀπὸ μὲ νὰ χωριστῇς, προτοῦ νὰ σοῦ χαρίσω
Ἀπὸ καρδιᾶς μου ἕνα μικρὸ σημεῖον εὐγνωμοσύνης;
Θέλεις χρυσάφι; πές μου ναὶ, κι’ ἀμέσως θὰ πλουτήνῃς·
Εἶσαι ὀρφανὸ τὸ δύστυχο, φτωχὸ, ξενοδουλεύεις,
Καὶ μὲ τὸ μεροκάματο νὰ φᾷς ψωμὶ γυρεύεις.
Ὁ κάμπος σου εἶνε πιθαμὴ, βόσκεις μικρὸ κοπάδι,
Τὸ ξέρω, βλέπεις, ἀλλὰ τί, δὲν κάνει αὐτὸ ψεκάδι....
Ἐγὼ γιὰ σένα ἐσώθηκα, γιὰ τοῦτο ζήτησέ μου
Καὶ θὰ νὰ λάβῃς ἀπὸ μὲ ὅ,τι ποθεῖς, Βοσκέ μου.»
Σελίδα:Manussos.djvu/127
Εμφάνιση
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
127