Σελίδα:Manussos.djvu/126

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
 126 


Ο ΜΥΡΤΟΣ



Ἀπὸ τὸ δάσος πρόβαινε τὸ γλυκοχαραμέρι
Ὁ Μύρτος, τὴν ἀξίνα του βαστῶντας εἰς τὸ χέρι,
Κ’ ἕνα βαρὺ ’ς τὸν ὦμο του δεμάτι κουβαλοῦσε
Ξερόκλαρα, καὶ μετὰ βιᾶς κυρτὸς ἐπερπατοῦσε....
Τἄκοψε ὁ μαῦρος σύσκοτα καὶ τἆχε ὅλα συνάξει
Ἐπιταυτοῦ τὸν κάμπο του μ’ ἐκεῖνα ν’ ἀποφράξῃ.
Ὅταν θωρεῖ ’ς τ’ ἀκρόχειλα τῆς ῥεμματιᾶς γυρμένο
Ἕνα πλατάνι τρυφερὸ, σὰν παραπονεμένο,
Γιατὶ τὸ ῥέμμα τὸ τρελλὸ ποῦ τᾦχε περιζώσει
Ἐξέσερνε ταὶς ῥίζαις του, γιὰ νὰ τὸ ξεπατώσῃ....
Τὸ κύτταξε, λυπήθηκε, ποῦ τ’ ἄμοιρο εἶχε φθάσει
Τὸ κῦμα αὐτὸ ποῦ τὤφθειρε σὲ λίγο ν’ ἀγκαλιάσῃ!
—«Ποιὰ μοῖρα τόσον ἄπονη, τέτοιο κακὸ θὰ πράξῃ,
Δενδρό μου, ἀπὸ τὸν ὄλεθρο νὰ μὴ σὲ προφυλάξῃ;
Ὄχι, ποτέ... εἶνε ἀδύνατο... μόνος ἐγὼ θὰ σώσω
Ἀπὸ τὸ ῥέμμα τ’ ἄκαρδο, δενδρὸ, νὰ σὲ γλυτώσω...
Ἔχει τὸ δάσος, ἄπειρο καὶ ξύλο καὶ κλονάρι....
Ψηλὰ δὲν πῆγε ὁ Ἥλιος ἀκόμη ἕνα κοντάρι....
Κι’ ἂν θέλω, μήπως δὲν μπορῶ ’ς τὸ λόγγο νὰ γυρίσω;...