Σελίδα:Manussos.djvu/128

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
 128 

—«Χρυσάφι δὲν τὸ ἐπιθυμῶ, Βασίλισσα, τῆς λέγει·
Φθείρει ὁ χρυσὸς κάθε καρδιὰ, κάθε ἀρετὴ τὴν καίγει!
’Σ τὸν κόπο βρίσκω θησαυρὸ, χαρὰ ’ς τὴν ἐργασία,
Ἡ σχόλη ἀκόμα θὰ μὲ ἰδῇ, μισῶ τὴν ὀκνηρία,
Καὶ πάντα ’ς τὸ καλύβι μου γυρίζω τὸ βραδάκι,
Ἀκούραστος, χαρούμενος, ζωηρὸς σὰν τὸ πουλάκι!
Ὅμως, ἀφοῦ τόσο ποθῇς νὰ λάβω μία σου χάρι,
Μάθε ποῦ ἀρρώστια δυνατὴ παιδεύει ’ς τὸ κλινάρι
Ἀπὸ τὰ πρῶτα τοῦ Θερτιοῦ ὡς τώρα ποῦ σοῦ κρένω,
Τὸν γείτονά μου Φίλωνα, τὸν πολυαγαπημένο....
Λυπήσου τὸν ταλαίπωρο καὶ γείνου σὺ γιατρός του,
Ἐσὺ ἀδελφὴ, ἐσὺ μοῖρά του, ἐσὺ τὴν ὑγειὰ δός του».—
Ὁ Μύρτος μόν’ αὐτὸ ζητᾷ, μ’ ἐλπίδας καρδιοκτύπι
Ἀπ’ τὴν Νεράϊδα, μὲ φωνὴ βαμμένη μὲς τὴ λύπη....
Σάν τὸ γεράκι ὁ Φίλωνας, πατῶντας τὴν ὀδύνη
Δροσάτος καὶ χαρούμενος πετάχθηκε ἀπ’ τὴν κλίνη.
Ἀλλ’ ἡ Θεὰ τὰ δῶρά της δὲν ἄρχισεν ἀκόμα
Τοὺς θησαυρούς της νὰ σκορπᾷ εἰς τοῦ Μύρτου τὸ χῶμα....
Μυριάζει τὸ κοπάδι του, μὲ γάλα τὸ πλουταίνει,
Καὶ μ’ ὁλομέταξο μαλλὶ καὶ πλούσιο, τὸ σκεπαίνει.
’Σ τὸν κάμπο του ὅλα τὰ σπαρτὰ διπλὸ καρπὸ τοῦ δίνουν,
Καὶ πωρικὰ τρισάφθονα τὰ δένδρα του ὅλα ἀφίνουν.
Ἔγεινε ὁ Μύρτος ὁ φτωχὸς, γιὰ τὴν καλὴ καρδιά του,
Βαθύπλουτος καὶ ζηλευτός. Τ’ ἀγαπητὸ ὄνομά του,
Λατρεία κ’ εὐχὴ κάθε ὀρφανοῦ ’ς τὰ χείλη φτερουγιάζει!
—Χαρὰ ’ς τὸ χῶμα ὁποῦ σκιὰ ἑνὸς Μύρτου σκεπάζει!