Σελίδα:Manussos.djvu/112

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
 112 

Τί πουλὶ νᾆνε, ποιὸς τὤχει σηκώσει
’Σ τὴν ἀπόσπερην ὥρα ἀπ’ τὴ φωλιά του;
Τὸ νυχτοποῦλι. — Ὁ Χάροντας τὸ κράζει
Νὰ γείνῃ ἀπόψε ὁ ἄγγελος θανάτου.
Πέταξε ἐμπρὸς, κακὸ πουλὶ, μὲ σκιάζει
Μὲ παγόνει ἡ φωνή σου, μ’ ἀψυχίζει,
Πέταξε ’κεῖ ποῦ ἡ μοῖρα σὲ προστάζει.
Πετᾷ·— καὶ ποῦ; — ποιὸς ξέρει·— ἐδὼ γυρίζει·—
Ὄχι, εἰς τὸ σπῆτί τῆς τυφλῆς κινάει!—
Νὰ— φεύγει πάλι,— γέρνει — ὄχι, καθίζει
’Σ τὸ περιβόλι — μηδ’ αὐτοῦ δὲν πάει·—
Ἄχ! Διαμαντοῦλα, ποιὸς θὰ νὰ σὲ γλύσῃ;
’Σ τὸ σπῆτί σου, ’ς τὸ σπῆτί σου ἀκουμπάει!—
Πῶς; δὲν τὴν ἔχει ὁ Χάρος ἀποσβύσει;...
Ὄχι, γιατὶ σὰν εἶδε τὴ θωριά της
Πρώτη φορὰ γιὰ πόνο ἔχει δακρύσει!—
Τότ’ ἔστρεφε ἡ Χρυσῆ τὰ βήματά της
Ὁλοξέγνοιαστη ἐκεῖ, γιὰ ν’ ἀνταμώσῃ
Αὐτὴν ποῦ κυβερνοῦσε τὴν καρδιά της.
Κ’ ἓν’ εὔοσμο ἀνθοδέμα νὰ τῆς δώσῃ,
Ποῦ χανοτραγουδῶντας ἡ καϋμένη
Τῆς τᾦχε μ’ ἄνθη διαλεκτὰ μορφώσει.
Κι’ ἀντὶ, τὴν ’βρίσκει χάμου σωριασμένη
Εἰς τὸ φτωχὸ χορτάρι· τὴν κυττάει,
Τῆς φαίνεται σὰν ἅγια κοιμημένη·
Κάνει νὰ πάῃ σιμά της, δὲν τολμάει,
Φοβᾶται, τρέμει, γονατίζει, κράζει,
Κράζει τὸν κόσμο, βοήθειά της νὰ πάῃ.
—Ἐτρέξαν ὅσοι ὁ στεναγμὸς τρομάζει