Σελίδα:Manussos.djvu/113

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
 113 

Γιατὶ τοὺς ἔχ’ ἡ μοῖρα καταβάλει
Καὶ τὴν ζωὴ τοὺς πότισε μαράζι!
Τὴν Χρυσοῦλα θωροῦν, ποῦ ’ς τὴν ἀγκάλη
Βαστοῦσε ἀκουμπισμένο μὲ γλυκάδα
Τῆς μητρὸς τὸ κατάψυχρο κεφάλι.
Χάνει ὁ οὐρανὸς ὡστόσῳ τὴν μαυράδα,
Βαθειὰ, βαθειὰ ἡ βροντὴ μόλις γροικιέται
Κι’ ἄψυχη παίζει ξέμακρα ἀστραπάδα.
Κουρασμένο τ’ ἀγέρι ἀποκοιμιέται
Εἰς ταὶς σπηλιαὶς, καὶ παύει νὰ βογκάῃ·
Καὶ τὸ βουνὸ ἀπ’ τὴ δόξα χαιρετιέται.
Μολονότι τ’ ἀνάβραδο σκορπάει,
Κάποιο πουλάκι τολμηρὸ ἀνεβαίνει
’Σ τὰ χείλη τῆς φωλιᾶς καὶ κελαδάει....
Παύει ἡ βροχὴ, κι’ ὁ κόσμος ἀνασαίνει.
’Σ τὸ φύλλο, ἡ στάλα τοῦ νεροῦ λαμπρίζει
Ἐμπρὸς ’ς τοῦ ἡλίου τὸ βλέμμα, ποῦ πεθαίνει.
Τὸ ῥυάκι ἀκοῦς θλιφτὰ νὰ μουρμουρίζῃ,
Γιατὶ μὲ χείλη ἁγνὸ καὶ κρουσταλλάτο,
Τ’ ἀρνάκια δὲν φιλεῖ καὶ δὲν ποτίζει.
θωρεῖς τὸν κάμπο ἀπὸ νερὸ χορτάτο,
Κάθε δένδρου κλαρὶ νὰ μαλακόνῃ
Καὶ νὰ δακρύζῃ τὸ βουνὸ ὡς τὸν πάτο.
Τώρ’ ἀρχινᾷ τὸ σούρουπο ν’ ἁπλόνῃ
Κατόπι του τὸ μελανὸ μαγνάδι,
Καὶ τὴν ψυχὴ τῆς γῆς ν’ ἀποκαρόνῃ.
Τὸ παρακολουθοῦνε ἴσκιοι, κι’ ὁμάδι
Ὀνείρατα, σὰν κτίρια χαλασμένα,
Καὶ τοῦ λῃστῆ, τὸ ποθητὸ σκοτάδι!

—ΑΝΤ. ΜΑΝΟΥΣΟΥ, ΛΥΡΙΚΑ —