Σελίδα:Manussos.djvu/111

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
 111 

Τἄγριο στοιχεῖο τὸ ζώνει καὶ μουγκρίζει,
Καὶ, ἀφοῦ τὴν ὕπαρξί του καταστρέψῃ,
Ξερριζωμένο πέρα σφενδονίζει!
Μήπως τὸν κόσμο ὁ σίφων θὰ χωνέψῃ;
Πέφτει ῥαγδαία βροχὴ, πέφτει χαλάζι,
Οὐδ’ ἡ βροντὴ στιγμὴ θὰ σιγανέψῃ,
Τ’ ἀστροπελέκι ἀπὸ τὰ νέφη σκάζει,
Λοξοδρομίζει, σπαίνει, κατακαίει,
Καὶ σὰν ὀργὴ Θεοῦ τὰ πάντ’ ἐρμιάζει!
Ἕνα κλωνάρι ἐδὼ θωρεῖς νὰ πλέῃ,
Αὐτοῦ ἕνα δένδρο κάτου σωριασμένο,
Κι’ ἄλλο ἐκεῖ λὲς ποῦ τὴν φθορά του κλαίει.
Τ’ ἀνεμόβροχο, σὰν θηριακωμένο,
Ψηλὰ βουνὰ, ῥάχαις, λαγκάδια δέρνει
Καὶ τὤμορφο λειβάδι εἶναι χαμένο!
Ὡσὰν ποτάμι μανιωμένο σέρνει
Μαζῆ της ἡ πλημμύρα τὰ σπαρμένα
Καὶ μὲς τὴν καταβόθρα της τὰ παίρνει!
—Τί στέκεσαι μὲ χέρια σταυρωμένα
Καὶ θρηνεῖς, γεωργὲ, τὸν ἵδρωτά σου
Ποῦ πότισε τὴν γῆν εἰς τὰ χαμένα;
Ἀμοιβὴ θέλεις; νὰ, ’ς τὴν κατοικιά σου
Δίχως ψωμὶ, κατάζωρκα ’ς τὸ χῶμα,
Πεθαίνουνε τῆς πείνας τὰ παιδιά σου.
Τί σ’ ὠφελοῦν ᾑ προσευχαὶς ’ς τὸ στόμα;
Ἡ Μοῖρα πρὶν δὲν θὰ σὲ μαχαιρώσῃ,
Ἂν δὲν ἰδῇς τς ἀγαπητούς σου πτῶμα!
—Ἀπ’ ἕνα ρημοκκλῆσι ἔχει ξαπλώσει
Ἕνα πουλὶ τὰ μελανὰ φτερά του!...