Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Manussos.djvu/106

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
 106 

Ἡ τυφλή της μητέρα — καὶ ποῦ πᾶνε;—
Μέσα ’ς τὸ περιβόλι, κάθε αὐγοῦλα
Τὴν αὖρα ν’ ἀναπνέουν συνηθᾶνε.—
—Ἐδὼ, τῆς λέει, κάθησ’ ἐδῶ, μαννοῦλα,—
—Καὶ ποῦ εἶμαι ἐδῶ, γλυκειά μου θυγατέρα;—
—Εἶσαι ἀποκάτου ἀπὸ τὴν νεραντζοῦλα.—
Τότες ἁπλόνει τὴν δεξιά της χέρα,
Τὸ δένδρο, τὸ πεζοῦλι παλαμίζει,
Καὶ κάθεται σὰν ἔρμη περιστέρα!
Ἡ καλή της Χρυσοῦλα ὡς τόσο ἀρχίζει
Βαθειὰ ’ς τὸ περιβόλι νὰ δρομιάζῃ,
Καὶ τὰ φυτὰ καὶ τἄνθη νὰ ποτίζῃ.
Στέκει σκυμμένη ἡ γραῖα κι’ ἀντιστοριάζει,
Κάθε δένδρο π’ αὐτ’ εἶχε φυτεμένο,
Καὶ μὲ τὸ λογισμό της τὸ κυττάζει!
Τῆς φαίνεται ψηλὸ καὶ φουντωμένο,
Τὴν εὐωδίαν αἰσθάνεται π’ ἀφίνει,
Καὶ τὸ κλαρί του κάνει καρπισμένο.
Tὸ δίκλαδο θωρεῖ ποῦ παραδίνει
Ἐκεῖ ποῦ ψιθυρίζωντας μία βρύσι
Τὸ καθαρό της δάκρυ περιχύνει.—
—Ὤ! γιατί μ’ ἔχει ἡ μάννα μου γεννήσει;
Ἢ κἂν, πρὶν τὴν ψυχήν μου τὴν κολάσω,
Γιατί δὲν μ’ ἔχει ὁ Χάρος ἀγαπήσει;
Ἄνδρα, παιδιὰ, καὶ πεθερὸ νὰ χάσω,
Κ’ ἐγὼ νὰ ζῶ, μὲ μάτια πεθαμένα·
Ἄχ! ποιὸς μ’εὐχήθη νὰ γεραματιάσω!
Μ’ εὐσπλαγχνίσθηκε ὁ Θεὸς καὶ φυλαγμένα
Μοὔχει κἂν εἶς αὐτὴ τὴν συμφορά μου