Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Manussos.djvu/105

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
 105 

Ἀπομεινάρια τοῦτα τοῦ κορμιοῦ μου
Νᾆταν σὲ μνῆμα μέσα ἀναπαμμένα,
Παρὰ μὲς τὸ χειμῶνα τοῦ καιροῦ μου
Δίχως τὸ φῶς, βαρειὰ βασανισμένη,
Τς αὐγαὶς ν’ ἀναθυμίζω τ’ Ἀπριλίοῦ μου.—
Ὅθε τὸ πόδι τς ἄνοιξις προβαίνει
Εἶνε παντοῦ χαρὰ, παντοῦ στολίδι,
Καὶ τὰ μύρια της ἄνθη ἡ γῆ ἀνασταίνει.
’Σ τὸ ζωντανὸ σμαράγδινο στροσίδι
Παίζει μὲ τς αὔραις τἄσπρο χαμομῆλι,
Κ’ ἡ παπαροῦνα τρέμει ’ς τὸ γρασίδι.
Ἐμπρὸς ’ς τὸν ἥλιο, ἁγνότατα τὰ χείλη,
Ἀνοίγει τὸ μικρὸ τὸ μανουσάκι,
Καὶ λάμπει τὸ χαρούμενο τριφύλλι.
Γοργὸ πήδᾷ τ’ ὁλόκρουστο ῥυάκι
Κι’ ἀπὸ τὰ δενδρολίβανα περνῶντας
Τὥνα φιλεῖ καὶ τἄλλο λουλουδάκι.
Κ’ ἐδῶθε ἐκεῖθε, σὰν τρελλὴ πετῶντας,
Ἡ χρυσῆ πεταλοῦδα, ἀνθολογάει,
Μέλι καὶ μῦρα ὁμοῦ, χαροκοπῶντας.
Τ’ ἀηδονάκι ’ς τὴ φράκτη ἐνῷ πετάει,
Μὲ φωνὴ π’ ὁ Θεὸς χάρισε πρώτη,
Τὸ τραγοῦδι τς ἀγάπης κελαδάει!
Σιωπή.... σιωπή.... γροικῶ ἕνα θυροκρότι
Ἀπὸ τὸ σπῆτι τῆς τυφλῆς νὰ βγαίνῃ!...
Ἄνοιξ’ ἡ θύρα! — Ποιά ’νε ἐκείνη ἡ πρώτη
Ποῦ σὰν ἀχτῖνα φεγγαριοῦ ἀναφαίνει;—
Εἶν’ ἡ Χρυσῆ,— κ’ ἡ δεύτερη ποιὰ νᾆνε
Ὁποῦ μὲ τόση προσοχὴ βασταίνει;—