Τὰ δυό μου τὰ παιδιὰ τὰ εὐλογημένα.
Τὥνα ἐννιὰ μῆνες μὲς τὰ σωθικά μου
Τὸ ’μόρφωσα ἡ πικρὴ, τὤχω θρεμμένο,
Καὶ τ’ ἄλλο τὸ ἐγγονάκι μου, ἡ χαρά μου·
Ἦτον ἑνοῦ χρονοῦ τὸ χαϊδεμένο
Κ’ ἔλαμπε σὰν τὸν ἥλιον ἡ ὠμορφιά του,
Πὤμεινε ἀπὸ πατέρα ὠρφανεμένο.
Ἄχ! καὶ νἄβλεπα κἂν τ’ ἀνάστημά του!
Εἶναι ἑφτὰ χρόνοι σήμερα κλεισμένοι,
Ποῦ δὲν θωρῶ μηδὲ τὴν φορεσιά του!
Ἂς ᾖν’ ἡ εὐχή μου, ἀστέρια, εἰσακουσμένη,
Τὰ παιδιά μου ’ς τὸ φῶς νὰ τὰ φιλήσω,
Καὶ τὴν ψυχὴ σᾶς δίνω εὐτυχισμένη.
Ἀλλοίμονον.... ποτὲ νὰ μὴ τὸ ἐλπίσω·
Τὴν δέησι μοῦ πνίγουν ᾑ ἁμαρτίαις
Ὤχ! ἥμαρτον, Χριστὲ, πρὶν ξεψυχήσω
Μίαν ἀχτῖνα ἀπ’ ταὶς κόραις Σου ταὶς θείαις,
Στεῖλε δῶρο εἰς ἐμὲ νὰ μὲ φωτίσῃ,
Τῶν παιδιῶν μου νὰ ἰδῶ ταὶς ὠμορφίαις!
Νὰ τὰ ἰδῶ τώρα, ὁπ’ ἔντυσες τὴν κτίσι
Μὲ παραδείσια κάλλη καὶ ζωηρότη,
’Σ τὸν οὐρανὸ ἡ ματιά τους νὰ μὲ κλείσῃ!
Καὶ σὺ, ποὖσαι τῆς γῆς ἡ ψυχὴ πρώτη,
Ἄνοιξη θεία, τὰ σπλάχνα μου μονάχα,
’Σ τ’ ἀγκάθια μοῦ τ’ ἀφίνεις, ’ς τὴν πικρότη;
Νᾆχα κ’ ἐγὼ τὰ μάτια μου, νὰ τᾆχα,
Ἤθε χαρῶ θωρῶντάς σε ἡ καϋμένη,...
Ἀλλὰ γιατί;... δὲν εἶμαι κ’ ἐγὼ τάχα
Πλᾶσμα Ἐκεινοῦ, ποὔ δροσερὴ, ἀνθισμένη