Σελίδα:Manussos.djvu/104

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
 104 

Νὰ καθαρίζῃ αὐτὸ, τἄλλο νὰ σιαίνῃ·
Νὰ βγάνῃ τὸ σκουλῆκι ὁποῦ πειράζει
Τὰ λουλουδάκια, τὰ φυτὰ, νὰ βγάνῃ
Κάθε φύλλο βλαμμένο ἀπὸ μαράζι.
Κ’ ἐδῶ νὰ ξερριζόνῃ, ἐκεῖ νὰ βάνῃ
Τὸ κέντρωμα, τὸ σπόρο, τὸ κλαράκι,
Καὶ νὰ χαρῆ θωρῶντάς το ποῦ πιάνει.
Κι’ ἀπέκει ’ς τὸ δροσάτο χορταράκι
Νὰ κάθεται, νὰ γλυκοτραγουδάῃ
Ὡσὰν τὸ ζηλεμμένο τ’ ἀηδονάκι....
Τὸ περιβόλι τώρα ἀνθολογάει
Κι’ ἀνοιχτόκαρδο λάμπει, τριοντίζει
’Σ τὴν εὐωδία π’ ὁλοῦθε ἀποσκορπάει.
Τ’ ἁγνὰ της ἄνθη ἡ λεϊμονιὰ χαρίζει,
Κάθε κλαρὶ τῆς κερασιᾶς ῥοδιάζει,
Κάθε ἀπιδιὰ μὲς τἄνθηα της χιονίζει.
Τὸ νέο βλαστάρι ἀξαίνει, βουμπουκιάζει,
Καὶ τὸν καρπὸ, τὸ φύλλο, ξανανιόνει...
Ἡ νέα ζωὴ σκιρτᾷ παντοῦ, ἀγαλλιάζει!
Ἐδῶ ἡ γαρουφαλιὰ, ποῦ ξεφυτρόνει
Παρθενικὰ γαρούφαλα μοσχάτα,
Ἐκεῖ ἡ τρανταφυλλιὰ ποῦ σ’ ἀγκυλόνει.
Ὁ κρῖνος μὲ τὰ φύλλα τὰ χιονάτα,
Ποῦ σὰν φτερὰ περιστεριοῦ τ’ ἀνοίγει,
Τὰ ῥόδα ἀλλοῦ, τὰ θεῖα, τὰ μυρωδάτα.
Τόση ζωὴ, τόση ὠμορφιὰ εἶνε ’λίγη,
Γι’ αὐτήνε, ποῦ τὰ μάτια ἔχει σβυμένα,
Κι’ ἄγρυπνη λαῦρα τὴν καρδιὰ τῆς φρύγει....
—Ἦτον κάλλιο, αὐτὴ λέει, τ’ ἀραχνιασμένα