Σελίδα:Manussos.djvu/103

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
 103 

—Σύρε, υἱέ μου,—τοῦ λέει, κι’ αὐτὸ τραβιέται
’Σὰν ῥόδο μαραμμένο ἀπὸ σιμά της
Κι’ οὐδὲ τὸ ζαχαράτο του θυμιέται.



Βʹ.
ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ.



’Σ τὸ πλαγινὸ τὸ μέρος τοῦ σπητιοῦ της
Εἶχ’ ἡ τυφλὴ κομμάτι γῆ ἀποκτήσει,
Ὅταν ἦτον εἰς τἄνθος τοῦ καιροῦ της.
Τὸν τόπο αὐτὸ, τὸν εἶχε καταστήσει
Σὲ περιβόλι ὡραίο καὶ παινεμένο,
Καὶ μ’ ἄνθη χιλιαδυὸ τᾦχε στολίσει.
Ὁλόγυρα, καλὰ περιφραγμένο,
Ὡς ἱερὸν ἐκεῖ μέσα βαστοῦσε
Κάθε δῶρο τῆς γῆς προφυλαγμένο.
Κ’ ἐκεῖ ’ς τὰ χρυσᾶ νειάτα ἐσυνηθοῦσε
Κ’ ἐπήγαινε ἐνωρὶς, ἡ μαυρισμένη,
Καὶ τὸ πότιζε αὐτὴ, τὸ οἰκονομοῦσε.
Τὴν ἔβλεπες μὲ πόθο νὰ παγαίνῃ
Ἀπὸ τὸ δένδρο ’ς τἄνθη, νὰ ξετάζῃ,