Ἀπ’ τὴν χαρὰ τὸ στῆθος νὰ ραγίσῃ....
Καὶ μὲ τὸ χέρι ἀφοῦ τὸν ἐζητοῦσε
Ἐδῶθε ἐκεῖθε —Ἐσύ ῏σαι Νικολάκη;—
Τοῦ λέει —Παιδί μου, ἔλα σιμά μου, ποὖσαι;
Ἔλα ’δῶ τὸ καλό μου τὸ παιδάκι,
Μὴ σκιάζεσαι, μονάχη ἔχω ξυπνήσει,
Ἔλα ἀπ’ ἐδῶ, γιὰ δός μου τὸ χεράκι.—
Κι’ ἀγκαλιασμένο ἀρχίζει νὰ φιλήσῃ,
Καὶ μ’ ἀνέκφραστη ἀγάπη νὰ τοῦ λέῃ,
—Νὰ ζήσῃ τὸ λουλοῦδι μου, να ζήσῃ.—
Καὶ κεῖ ποῦ θέλει νὰ γελάσῃ, κλαίει,
Κλαίει, γιατ’ ἡ λύπη κ’ ἡ χαρὰ τήν κάνει,
Κι’ αὐτὸ τὸ δάκρυ ὡσάν τ’ ἀσῆμι ῥέει.
Ἔπειτα γέρνει καὶ τὸ χέρι βάνει
Ἀποκάτου ἀπὸ τὸ προσκέφαλό της
Πασπαλευτὰ, κ’ ἕνα κουλοῦρι βγάνει.
Χαίρεται νἄχῃ τὸ ζαχαρικό της,
Καὶ δὲν τὸ τρώει ἡ καϋμένη, τὸ φυλάει
Γιὰ νὰ τὸ δώσῃ ’ς τὸ μικρὸ ἔγγονό της.
Καὶ τὸ κρύβει κι’ ἀπέκει τὸν ῥωτάει
—Θέλει νὰ τὸ φιλέψω τὸ υἱουδί μου;—
—Ναὶ, λέγει αὐτὸ, κι’ ὁλόχαρο πηδάει.—
—Πάρε λοιπὸν, κι’ ἀγάπα με, πουλί μου,....
Τὸ χαίροντ’ ὅλοι, τὸ θωροῦν, κ’ ἡ μόνη
Ἐγᾦμαι ποῦ δὲν βλέπω τὸ παιδί μου!....
Ἔτσι κλαίγωντας λέει, καὶ τοῦ ἀπιθόνει
’Σ τὴν κεφαλὴ τὰ χέρια τὰ λιγνά της,
Κ’ εὐχαὶς τοῦ δίνει, ὁποῦ τ’ ἁγιομυρόνει.
Γιὰ νὰ μὴ πικραθῇ ’ς τὰ δάκρυά της