Τρέμει τότε πατόκορφα κι’ ἀχνίζει,
Ἱδρόνει ἀπὸ τὸ φόβο καὶ παγόνει!
Κι’ αὐτὸς ὁ λόγος τὴν καρδιὰ τῆς σχίζει.
Τὸ πρόσωπόν της μόνον φανερόνει
Πόσο τἄραχνο σῶμα πολεμιέται
Ὁποῦ συχνὰ ’ς τὸν οὐρανὸ τὸ ὑψόνει·
Καὶ τότε ἀπὸ τὰ σπλάχνα της γροικιέται
Ἕν, μνήσθητί μου Κύριε, ἁγνὸ νὰ βγαίνῃ
Κι’ ἀπὸ δάκρυ θερμὸ ν’ ἀκολουθιέται.
Κοιμώτουν ἡ τυφλὴ, καὶ νὰ ποῦ μπαίνει,
’Σὰν τὸ δροσάτο ῥόδο, ἕνα παιδάκι,
Καὶ κεῖ σιμὰ ’ς τὴν κλίνη της παγαίνει.
Ἀγάλι, ἀγάλι, ἀπλόνει τὸ χεράκι
Καὶ τὴν δεξιὰ τὴν ἅγια τῆς λαμβάνει
Καὶ τὴν φέρνει σιγὰ ’ς τ’ ἁγνὸ χειλάκι.
Χίλια φιλιὰ τοῦ δίνει, χίλια κάνει
’Σ τὸ χέρι αὐτὸ ποῦ πάντα τὸ εὐλογάει,
Χίλιαις φοραὶς ’ς τὸν κόρφο του τὸ βάνει.
Τὸ χαϊδεύει γλυκὰ καὶ τὸ κυττάει,
Τὸ σφίγγει ’ς ταὶς παλάμαις του, καὶ τόσο,
Ὁποῦ ἡ Τυφλὴ ἀπ’ τὸν ὕπνο της ξυπνάει.
—Ἦλθα, τὴν καλημέρα νὰ σοῦ δώσω—
Τῆς λέγει εὐθὺς—Καὶ τώρα.. νὰ.. πηγαίνω...
Ὢ, πόσο σ’ ἀγαπῶ, μάννα μου, πόσο!—
Καὶ μισόλογα χίλια το καϋμένο,
Πονῶντας ποῦ τὴν εἶχε αὐτὸ ξυπνήσει,
Τῆς ἔλεγε γοργὰ καὶ σκοτισμένο.
Μὲ τέτοιο ἀγῶνα ἀφοῦ εἶχε παρδαλίσῃ,
Ἡ καρδία τῆς Τυφλῆς ἐπολεμοῦσε
Σελίδα:Manussos.djvu/101
Εμφάνιση
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
101