Σελίδα:Manussos.djvu/100

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
 100 

Tò φῶς καὶ τὸν παλμὸ, ποῦ ἡ μοῖρα σβύσῃ;....
Σιώπα, κ’ ἡ κεφαλή σου ἂς χαμηλώσῃ....
Λύρα μου, πρὶν ὁ χρόνος σὲ τσάκισῃ,
Τὰ ψυχικὰ καὶ θεῖα κοσμήματά της,
Κάμε ἡ φωνή σου ἡ ἄγνωστη νὰ ὑμνήσῃ!
Καὶ τὴν ἀγγελοήχωτη λαλιά της
Ἂν δύναται νὰ μιμηθῇ ἡ χορδή σου,
Τέρψε μ’ αἰωνίως μὲ τὸ σεπτὸ ὄνομά της....
Διαμαντοῦλα, ἡ γλυκειὰ κι’ ὡραία ψυχή σου,
Εἶνε ἀδάμας, νέος ἥλιος ποῦ φωτίζει
Τὴν βαθύσκοτη κι’ ἄχαρη ζωή σου!
Τὸν θησαυρὸ, ποῦ ὁ κόσμος δὲν γνωρίζει,
Τῆς ἀρετῆς, τὸν κλεῖ μὲς τὴν καρδία
Κ’ εἶνε εὐτυχὴς ὁπόταν τὸν χαρίζῃ.
Ποτέ της δὲν ἐστέναξεν ἡ ἀθλία
’Σ τὰ βάσανα τὰ μύρια ποῦ ὑποφέρνει,
Μήπως κι’ ὁ στεναγμὸς εἶνε ἁμαρτία...
Κι’ ἂν ὁ πόνος, ποῦ δάκρυα ὀπίσω σέρνει,
Κι’ ὡς φλόγα μὲς τὰ σωθικά της πλέει,
Τὴν ὕπαρξί της κατατρώει καὶ δαίρνει·
Αὐτὴ, νομίζει ὅτι ἡ ψυχή της πταίει,
Καὶ ’ς τὴν ὀδύνη, τὸ πικρό της χεῖλι
Δόξα σοι ὁ Θεός, δόξα σοι ὁ Θεός μου, λέει....
Ἔσπασε βέβαια ἡ κόλασι τὴν πύλη,
Ὁποῦ ταὶς ἅγιαις ταὶς ψυχαὶς μισάει,
Τὰ φαρμάκια της ὅλα νὰ τῆς στείλῃ.
Τὸν πειρασμὸ τῆς ἔστειλε, ὁποῦ πάει
Σιμὰ ’ς τ’ αὐτί της καὶ τῆς μουρμουρίζει·
—Ἂν θέλῃ φῶς, τὸν Πλάστη ἂς βλαστημάῃ.—