καὶ θέλει νᾆνʼ ἡ πρώρη μας μέσα ʼς τὴν τραμουντάνα.
καὶ σὺ τὴν στράταν ἔσφαλες καὶ πῆγες πὲρ πονέντε,
καὶ ʼγκρέμνισάν μας τὰ νερὰ ὡς μίλια δεκαπέντε.
ἐδῶθεν ποῦ ʼγκρεμνίσαμεν, ὁ θεός νὰ μᾶς βοηθήσῃ, 165
νὰ μὴ μᾶς ῥίξουν τὰ νερὰ ʼς κανένα ʼρημονήσι,
ὁποῦ ψωμὶ δὲν βρίσκεται οὐδʼ ἔναι οὐδὲ βρύσι,
νὰ μὴ μᾶς εὕρῃ τίποτες, καὶ κάμωμε καὶ χύσι.“
ἄνεμον εἴχασι καλὸν κʼ ἦτον καλὴ εὐδία,
καὶ μὲ χαρὰν ἀρμένιζαν καὶ μὲ καλὴν καρδία. 170
ἡ δʼ ἀλουποῦ ἡ πονηρὰ τοῦ σύντεκνού της λέγει,
μὲ πονηρία καὶ κλεψιὰν ἀρχίνισε νὰ κλαίγῃ
„καλὰ νὰ ἐγνωρίζετε, συντρόφοι ἐδικοί μου,
τοῦτα, ποῦ μέλλει νὰ γενῇ, ἐπόνειε ἡ ψυχή μου.
ʼς τὸν ὕπνον μου εἶδα φανερὰ ἐτούτην τὴν ἑσπέραν, 175
πῶς ἀποχωριζόμεσθεν ἐτούτην τὴν ἡμέραν.
ἄστραψεν ἡ ἀνατολή, ἐβρόντησε κʼ ἡ δύσι,
ὁ οὐρανὸς ἐμαύρισε, φορτοῦνα θὲ νὰ ποίσῃ.
πρὸ τοῦ μᾶς πάρῃ θάλασσα νὰ μᾶς καταποντίσῃ,
ἂς κάμωμε τὰ πρέποντα ἐν ἐξομολογήσει.“ 180
λέγει καὶ τοῦ κὺρ γάδαρου, „πῶς εἶναι ἡ βουλή σου;
τὸ πρᾶγμα τοῦτο βάλλε το καλὰ ʼς τήν κεφαλή σου.“
λέγει τους „σὰν σᾶς φαίνεται, κάμετε γιὰ τὴν ὥρα,
γιατί ὄντα σᾶς ἔσμιξα, ἦτον κακή μου ὥρα.“
ὁ λύκος σὰν τοὺς ἤκουσε, ὅλως ἀπενεκρώθη, 185
ὁ νοῦς του ἐσκοτίσθηκε, τὸ φῶς του ἐθαμπώθη.
λοιπὸν ἐδῶκαν τὴν βουλὴν γιὰ νὰ ʼξαγορευθοῦσι,
ἀπὸ τὰ κρίματα νὰ ʼβγοῦν, νὰ τὰ ξεφορτωθοῦσι.
τότες ὁ λύκος ἄρχισε γιὰ νὰ ʼξομολογᾶται,
ὅλα του τὰ καμώματα στέκει καὶ τὰ διγᾶται. 190
λέγει, „ὅσα καὶ ἂν εὑρῶ πρόβατα μὲ τὰ ʼγίδια,
ἐλάφους καὶ μοσχάρια, βῴδια καὶ χοιρίδια,
σκοτόνω τα καὶ τρώγω τα, ὅπου καὶ ἂν τὰ λάχω,
κʼ εἴ τι μοῦ μείνῃ, κρύβω το, αὔριο πάλι νἄχω.
δὲν ἔδιδά ποτέ τινος ἀπὸ αὐτὸ μπουκούνι. 195
ἀμμʼ ἔσωνα καὶ τὄκρυβα κοντὰ ʼς τὸ παραβούνι.
Σελίδα:Carmina Graece Medii Aevi, W. Wagner (1874).djvu/151
Εμφάνιση
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
––129––