χαρὰ σὲ σὲ, χαρὰ σὲ μᾶς καὶ σὲ τὸν μαθητή μας.
καὶ νὰ περάσωμεν ὁμοῦ τὴν θάλασσαν ἀντάμα.
νὰ πᾶμε ʼς τὴν ἀνατολὴν, ναὔρωμε πᾶσα πρᾶμμα, 130
νἀνδύσωμε τὰ στάμενα ἐτοῦτα ποῦ βαστοῦμεν,
καὶ μέσα μας τὸ διάφορον νὰ τὸ διαμοιραστοῦμεν “
σὰν εἶδεν ὁ κὺρ γάδαρος τὰς ἀποφάσεις τούτων,
στανεῶς του ἀκολούθησεν ὡς φρόνιμος ὁποῦ ʼτον.
προβλέπει καὶ τὸν θάνατον καὶ λέγει κάθε ὥρα, 135
„ὅταν ἐτοῦτοι μʼ εὕρασι, ἦτον κακή μου ὥρα.“
κʼ οἱ τρεῖς των εἰς τὴν θάλασσαν ἀντάμα κατεβῆκαν,
μιὰν βάρκαν ἐγυρέψασι, πάραυτας τὴν εὑρῆκαν.
μέσα ʼς αὐτὴν ἐμπήκασιν, ὄχι γιὰ νὰ ψαρέψουν,
μὰ πέρα ʼς τὴν ἀνατολὴν διὰ νὰ ταξιδέψουν. 140
εὐθὺς ἐκάμαν ἄρμενα, ʼς τὸ πέλαγος ἐβγῆκαν,
καὶ μαζωκτῆκαν καὶ οἱ τρεῖς, ʼς τὴν πρύμνην ἀνεβῆκαν,
καὶ ʼκεῖ βουλτὰ ἐκάμασι νὰ ῥίξουσι μπαλότα,
διὰ νὰ κάμουν ναύκληρον, νά ποίσουν καὶ ποδότα.
λοιπὸν ὁ λύκος νὰ γενῇ ναύκληρος τοῦ τυχαίνει, 145
ποδότας ὁ κὺρ γάδαρος μπαλότα τοῦ ἐβγαίνει.
τὸν λύκον δὲ ἡ ἀλουποῦ στέκεται καὶ ʼπαινᾷ του,
τὸ πῶς τὰ βάνει ʼς ὀρδινιὰ ὄμορφα τʼ ἄρμενά του.
„χαίροις“ τοῦ λέγει, „σύντεκνε, πῶς τὰ καταλαμβάνεις,
καὶ πῶς τά ʼπιδεξεύεσαι κʼ εἰς ὀρδινιὰ τὰ βάνεις. 150
ἡ προσευχὴ τῆς μάννας μου, τῆς καλογρᾶς ἐκείνης,
ἐκείνη μᾶς βοήθησε καὶ ναύκληρος ἐγίνης.“
λέγει καὶ τὸν κὺρ γάδαρον „βλέπεσαι μηδὲν σφάλῃς,
κʼ εἰσὲ λιμιῶνα γύρεψε, σίγουρον νὰ μᾶς βάλῃς.
βλέπε καλὰ τὴν στράτα σου, θώρειε τὸν μπούσουλά σου, 155
νὰ μὴν παραστρατήσωμεν κι ἀπέκει σφάκελά σου.“
καὶ τότες ἡ κύρʼ ἀλουποῦ ἔπιασε τὸ τιμώνι,
καὶ τὸν πτωχὸν τὸν γάδαρον στέκει, ἀνατιμόνει.
„γλίγωρα, σκυλογάδαρε, πιάσε κουπὶ νὰ λάμνῃς,
γιατί θωρῶ καὶ δὲν γροικᾷς τὴν στράταν ὁποῦ κάμνεις. 160
ἐμᾶς εἶνʼ τὸ ταξίδι μας νὰ πᾶμεν εἰς τὴν Τάνα,
Σελίδα:Carmina Graece Medii Aevi, W. Wagner (1874).djvu/150
Εμφάνιση
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
––128––