πάντα λογίζεται κακὰ ὡσὰν ἐχθρὸς κακοῦργος.
τὰ λόγια δὲν τῆς ἔλαθαν ἐκεῖνα τοῦ γαδάρου 95
καὶ μὲ θυμὸν καὶ μάνητα λέγει του μονοτάρου
„ἐδᾶ θωρῶ, κὺρ γάδαρε, κάνει ψυχή μου χέρι,
κι ὀργίζεταί σε περισσὰ σὰν τὸ κακὸν μαχαίρι.
μηδὲν ξυλοσοφᾷς πολλὰ ὅτι χωριάτης εἶσαι,
στέκου αὐτοῦ καὶ σώπαινε ὡσὰν χοντρὸς, ὁποῦ ʼσαι. 100
μηδὲν θαῤῥῆς, κὺρ γάδαρε, ὅτι εἴμεστεν έργάταις,
ἀπὸ κεινοὺς τοὺς ἄγροικους καὶ τοὺς κακοὺς χωριάταις.
ἐγᾦμαι ἀστρονόμισσα, ἐγᾦμαι καὶ μαντεῦτρα,
καὶ τοῦ κὺρ Λέου τοῦ σοφοῦ ἐγώ ʼμουνε μαθεῦτρα.
ἐγᾦμαι διδασκάλισσα τοῦ λόγου καὶ τοῦ μύθου, 105
κι αὐτὸν τὸν νομοκάνονα ἠξεύρω τον ἐκ στήθου.
καὶ σὺ γελᾷς μας φανερὰ ὀμπρὸς ʼς τὸ πρόσωπόν μας,
ποῦ θέλομε νὰ σʼ ἔχωμεν ἐδῶ γιὰ ʼπίτροπόν μας.
μὰ τὴν ἀλήθεια, πρέπει σου νὰ παιδευθῇς μεγάλως,
γιατί δὲν ἔχεις σύστασιν ἀπάνω σου οὐδὲ κάλλος. 110
ἀλλʼ ἐπειδʼ εἶσʼ ἀπαίδευτος, ὡς φαίνεται τὸ πρᾶμμα,
τὸ πῶς δὲν ἔχεις φρόνεσιν οὐδὲ κατέχεις γράμμα,
συμπάθιο πρέπει τὸ λοιπὸν νἄχῃς διὰ τὴν ὥραν,
γιατί ʼβρισκόμεσθεν ἐδῶ πολλὰ συμὰ ʼς τὴν χώραν.
λέγω σου γοῦν ἀπὸ τοῦ νῦν, μάθε νὰ συντυχαίνῃς, 115
καὶ τίμα τοὺς καλῄτερους, ὅπου καὶ ἂν λαχαίνῃς.
ψέμα μηδὲν εἰπῇς ποτὲ, ἀλήθεια λέγε πάντα,
νὰ ἔχῃς τὴν προτίμησιν κάλλια παρὰ τὰ πάντα.
θωροῦμε, καλοῤῥίζικε, καλὴν τὴν τύχην ἔχεις,
καὶ μετʼ ἑμᾶς εὑρέθηκες, κάμε νὰ τὸ κατέχῃς, 120
νὰ περπατήσῃς μετὰ μᾶς, νʼ ἀναπαυθῇς, νὰ ζήσῃς,
τὴν συντροφιά μας τὴν καλὴ τότε νὰ τὴν γνωρίσῃς,
νὰ σὲ χειροτονήσωμεν, νᾆσαι ἀποκρισιάρης,
καὶ μετʼ ἑμᾶς νὰ περπατῇς, πολλὴν τιμὴ νὰ πάρῃς.
εἰς τὴν βουλήν μας νὰ χωρῇς, εἰς ὅλα μᾶς νὰ πράξῃς, 125
ἂν ἒν καὶ σφάλωμεν καὶ μεῖς, ἐσὺ νὰ μᾶς διδάξῃς.
ἂν ἒν καὶ σὺ μαθητευθῇς, νᾆσαι διὰ τιμή μας,
Σελίδα:Carmina Graece Medii Aevi, W. Wagner (1874).djvu/149
Εμφάνιση
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
––127––