καὶ μεταγνώθω τὸ κακὸν ὁπῶ ʼκανα τοῦ κόσμου.
καὶ πῶς ἐκεῖνα τὰ κλεφτὰ τἄτρωγα μοναχός μου.
λοιπὸν παγαίνω ʼς τὸ βουνὶ, ὁπῶ ʼναι τὸ μαυράδι,
κυλιοῦμʼ ἀπάνω εἰς αὐτὸ ἀπὸ πουρνὸ ʼς τὸ βράδυ, 200
καὶ γίνομαι καλόγηρος, τὰ ῥοῦχά μου μαυρίζω,
καὶ πάγω σὰν ἡγούμενος, σὰν ʼπίσκοπος γυρίζω.
ἄλλο οὐδὲν ἐπίσταμαι παρὰ κακὰ νὰ κάνω,
κʼ εἰς τὴν ἀθλίαν μου ψυχὴ ταῖς ἀρτιαῖς νὰ βάνω.
δὲν εἶχα ʼς τʼ ἁμαρτήματα γιατρὸν νὰ μὲ γιατρέψῃ, 205
οὐδὲ καλὸν πνευματικὸν γιὰ νὰ μὲ ʼξαγορέψῃ.“
σὰν ἤκουσεν ἡ ἀλουποῦ κατάνυξιν τοιαύτην
καὶ τὴν ἐξομολόγησιν ὁπῶ ʼκαμεν εἰς αὔτην,
ἐθαύμασεν, ἐπαίνεσε καὶ ἀπομύρωσέ τον.
εὐχήθηκεν, εὐλόγησε καὶ ἐσυγχώρεσέ τον. 210
γυρίζει καὶ ἡ ἀλουποῦ καὶ θὲ νὰ ʼμολογήσῃ,
καὶ λέγει ταῦτα πρὸς αὐτοὺς ἐν ἐξομολογήσει
„ἐγώ, ἀφέντη σύντεκνε, ἐμπαίνω ʼς τὸ κωμάσι,
ὅταν οἱ πάντες κάθονται τὸ δεῖπνο γιὰ νὰ φᾶσι,
κι ὅσαι παπίτσαις κι ὄρνιθες, χηνάρια κι ἂν ʼβρεθοῦσι, 215
ὅλα σκοτόνω, πνίγω τα νὰ μὴ πολυλαλοῦσι,
καὶ παίρνω τα ʼς τὸ στόμα μου πέντʼ ἕξη μαζωμένα,
καὶ μέρος εἶναι ζωντανὰ καὶ μέρος εἶνʼ πνιμμένα,
καὶ κουβαλῶ τα ʼς τὸ κλαδὶ καὶ κρύβγω τα ʼς τὸ δάσο,
καὶ δὲν ἐβγαίνω ἀπὸ ʼκεῖ ὥστε ποῦ νὰ χορτάσω· 220
οἱ σκύλοι σὰν γροικήσωσι, τζιλιπουρδῶ καὶ φεύγω,
καὶ δὲν τοὺς χρῄζω τίποτες, μὰ τρέχοντας χορεύγω.
ἀνάγκη εἶναι τὸ λοιπὸν νὰ κλέψω γιὰ νὰ ζήσω,
διατί δὲν τὄχει ἡ φύσις μου νὰ πάγω νὰ ζητήσω,
ἀλλʼ οὐδὲ καταδέχομαι νὰ πάγω νὰ δουλέψω, 225
μόνον περιεργάζομαι τὸ τί νὰ πᾶ νὰ κλέψω.
αὐτὰ μὲ καθωδήγησαν ἐκεῖνοι οἱ γονεῖς μου,
καὶ μετʼ αὐτὰ ἐζούσανε αὐτοὶ κʼ οἱ συγγενεῖς μου·
εἰς τὰ κρυφοκλεψίματα κʼ εἰς τὴν τεχνολογίαν
ὁμοιάζω τὴν μητέρα μου ἐκείνην τὴν ἀγρίαν, 230
Σελίδα:Carmina Graece Medii Aevi, W. Wagner (1874).djvu/152
Εμφάνιση
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
––130––