καὶ μιὰ Λαμπρά τὴν κυριακὴν τάχα λυπήθηκέ τον 25
καὶ πιάνει καὶ ξεστρώνει τον, ἔλυσε κι ἄφησέ τον
νὰ πᾷ νὰ περιβοσκηθῇ, καμπόσο νʼ ἀνασάνῃ,
νὰ φᾷ κλαδὶ ἀπὸ δενδρὸ κι ἀπὸ τῆς γῆς βοτάνι,
νὰ πέσῃ καὶ νὰ κοιμηθῇ, τὸ στόμα του νʼ ἀφρίσῃ,
νὰ φᾷ καὶ χόρτον λιβαδιοῦ, νὰ πιῇ κι ἀπὸ τὴν βρύσι. 30
ʼς τὴν μιὰν μεριὰν τοῦ λιβαδιοῦ ἤτονε δάσος μέγα,
κι ὁ λύκος μὲ τὴν ἀλουποῦ ἐρχόντησαν καὶ λέγαν
„ἦντα βουλὴ νὰ κάμωμε, τί στράτα νὰ κρατοῦμε,
καλὸν κυνήγι ναὔρωμε, σήμερον νὰ γευτοῦμε;“
τότε οἱ δυὸ συβάστησαν καὶ συντροφιὰν ἐκάμαν 35
καὶ ʼμέρα νύκτʼ ὠμόσασι νὰ περπατοῦν ἀντάμα.
λέσιν, „ἂς δράμωμεν λοιπόν, εἰς τὸ λιβάδι ἂς πᾶμε,
ἂν λάχῃ ναὔρωμεν ἐκεῖ κυνήγι γιὰ νὰ φᾶμε.“
καὶ παρευθὺς ἐκίνησαν ʼς τοῦ λιβαδιοῦ τὴν στράτα,
κʼ ἡ ἀλουποῦ στοχάζετο, λέγει καλὰ μαντάτα. 40
„ κὺρ σύντεκνέ μου, φαίνεται νᾆναι καλὸ κυνήγι
ὁ γάδαρος, κι ἂς δράμωμεν, γλίγωρα μὴ μᾶς φύγῃ.“
ὁ γάδαρος τὸ γροίκησε, στέκει, ἀναστενάζει,
γυρεύει λόγια νὰ τῆς ʼπῇ, ἕνα τʼ ἀλλοῦ νὰ ʼμοιάζῃ.
στέκει, διαλογίζεται πῶς νὰ τοὺς ταπεινώσῃ, 45
καὶ λέγει τότε μέσα του, τώρα νὰ παίζῃ γνῶσι.
λοιπὸν αὐτοὶ ἐσύμωσαν μὲ τὴν ταπεινοσύνην
καὶ μὲ πολλὴν γλυκύτητα καὶ μὲ τὴν καλοσύνην,
καὶ χαιρετοῦν καὶ λέγουν του, „κὺρ γάδαρέ μας, ʼγειά σου,
χίλια καλῶς εὑρήκαμεν ἐδῶ τὴν ἀφεντειά σου. 50
ἔλα νὰ πᾶμε εἰς τὸ σκιὸς νὰ πάρῃς ʼλίγο ἀέρα,
νʼ ἀναπαυθῇς, νὰ δροσιστῇς καὶ σὺ καμμιὰν ἡμέρα,
ἀντάμα νὰ ʼμιλήσωμεν, ὁμάδι νὰ γευθοῦμεν,
κι ἀγάλι ʼγάλι εἰς τὸ σκιὸς τὴν στράτα νὰ κρατοῦμεν,
κʼ εἰς ἕνα σπήτιν ὄμορφον νὰ πᾶ νὰ κοιμηθοῦμεν, 55
καὶ τὸ ταχύ μὲ τὴν δροσιὰ πάλιν νὰ σηκωθοῦμεν.“
πολλὰ αὐτοὶ ἐπάσχισαν γιὰ νὰ τὸν ἐξεβγάλουν,
γιὰ νὰ ʼκλουθήσῃ μετʼ αὐτοὺς, ʼς τὸ σπήλαιον νὰ τὸν βάλουν.
Σελίδα:Carmina Graece Medii Aevi, W. Wagner (1874).djvu/147
Εμφάνιση
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
––125––